Η «μαντίλα» ως διεκδίκηση ελευθερίας

Το κυβερνών κόμμα και ο ίδιος ο Ερντογάν πέρασαν με επιτυχία και αλώβητοι τις ατραπούς των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, των βουλευτικών εκλογών και των προεδρικών εκλογών, το κεμαλικό κατεστημένο δεν αντέδρασε ακόμη, βρίσκεται σε μια στάση αναμονής, σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις του και κυρίως σκέφτεται πώς θ’ αντιδράσει όταν θα απειλούνται στοιχεία, δομές και λειτουργίες που άπτονται του πυρήνα της πολιτικής του εξουσίας.

Αυτήν τη στιγμή βρίσκεται εν εξελίξει ένα δίπολο πολιτικής και θεσμικής αντιπαράθεσης, το οποίο και επιχειρεί με βάση τις στρατηγικές του καθενός, αφενός μεν να διατηρήσει μια εικόνα θεσμικής συνεννόησης και αφετέρου να κερδίσει πόντους στη διαδικασία μιας εξελισσόμενης υποβόσκουσας σύγκρουσης.

Ο Ερντογάν, με τον αέρα και το κλίμα του νικητή, ετοιμάζεται για το ουσιαστικό εκείνο μέρος της αντιπαράθεσης που αφορά στις αλλαγές στη βασική δομή του κράτους που είναι το Σύνταγμα. Το σχέδιο Συντάγματος το οποίο επεξεργάζονται ειδικοί επιστήμονες, ακαδημαϊκοί και νομικοί που πρόσκεινται στο κυβερνών κόμμα, περιλαμβάνει αλλαγές οι οποίες αν υιοθετηθούν στο Σύνταγμα, θα σημάνουν ουσιαστικά την απαρχή του τέλους του Κεμαλισμού.

Η συμβολική αλλαγή η οποία πλήττει πολιτικά την κεμαλική στρατογραφειοκρατία παραπέμπει στη νομιμοποίηση της μαντίλας. Η μαντίλα εμφανίζεται από τους εμπνευστές των αλλαγών και του νέου Συντάγματος ως διεκδίκηση ελευθερίας ή ελευθεριών, ότι δηλαδή δεν μπορεί η Τουρκία αν θέλει να είναι ελεύθερο και δημοκρατικό καθεστώς που επιχειρεί να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ανήκει στις Δημοκρατίες της Δύσης, να έχει απαγορεύσεις και περιορισμούς στην άσκηση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων ατόμων και ομάδων. Εάν δηλαδή μια γυναίκα που ζει στην Τουρκία επιθυμεί είτε χάριν της παράδοσης είτε εξαιτίας θρησκευτικών πεποιθήσεων να φέρει τη μαντίλα ως στοιχείο της ενδυματολογικής της συμπεριφοράς, δεν δικαιούται κανείς να παρεμποδίζει την άσκηση αυτής της ελευθερίας.

Η μαντίλα αποτελεί την αφετηρία της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του Ερντογάν, σε σχέση με τον βασικό του στόχο, που είναι διπλός: αφενός μεν θέλει να αφαιρέσει, να στερήσει από τους καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους ευρωπαίους πολιτικούς και λειτουργούς που επικαλούνται αυταρχικά και ανελεύθερα στοιχεία του τουρκικού πολιτικού συστήματος ακριβώς το επιχείρημα της αναγκαιότητας για αλλαγές, προκειμένου η Τουρκία ν’ αποκτήσει δικαίωμα και ελπίδα ένταξής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Από την άλλη αποσκοπεί σαφώς στην πολιτική και θεσμική αποδυνάμωση του στρατεύματος και τη σταδιακή κατάργηση των δομών εξουσίας του κεμαλικού ολοκληρωτισμού.

Πρόκειται, όπως έχουμε ξαναπεί και στο παρελθόν, για ένα εξόχως ενδιαφέρον πείραμα όπου επιχειρείται σε μια μουσουλμανική κοινωνία η δημοκρατική μετάλλαξη ενός αυταρχικά δομημένου δυτικόστροφου πολιτικά κράτους, σʼ ένα δημοκρατικό, φιλελεύθερο, με συντηρητικές καταβολές και λειτουργίες δημοκρατικό πολίτευμα.

Ο Ερντογάν με αυτήν τη στρατηγική της αλλαγής του Συντάγματος και με αφετηρία τη μαντίλα, η οποία για το στράτευμα αποτελεί συμβολισμό επιστροφής στο παρελθόν, πλήγμα κύρους για τους ίδιους, και ακύρωση μιας συμβολικά και πάλι, αλλά ουσιαστικής πολιτικής αντίληψης του Κεμάλ, επιδιώκει να διευρύνει το πεδίο των ελευθεριών και δικαιωμάτων σε εφαρμογές και σε χώρους των ανθρωπίνων ελευθεριών και δικαιωμάτων ευρύτερα, όπως είναι τα μειονοτικά δικαιώματα και οι ελευθερίες του ατόμου. Πρόκειται δηλαδή για μια ουσιαστικότερη και σημαντικότερη μεταβολή που αναφέρεται, εν προκειμένω με αφετηρία τον συμβολισμό της μαντίλας, στην εφαρμογή του κράτους δικαίου, δηλαδή του διαχωρισμού των εξουσιών στην Τουρκική Δημοκρατία.

Τέλος, μια από τις βασικές προοπτικές που διανοίγει το νέο Σύνταγμα είναι και ο περιορισμός του ρόλου του στρατεύματος στην πολιτική μέσα από τις προδιαγραφόμενες αλλαγές στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, δηλαδή την κορωνίδα εξουσιών του τουρκικού κράτους. Πέραν του θεσμικού όμως πλαισίου, ο Ερντογάν κερδίζει πολιτικά, αφού η κάθε θεσμική νίκη του ενδυναμώνει και την πολιτική του κυριαρχία. Έχουμε σοβαρότατες επιφυλάξεις για το κατά πόσον το στράτευμα δεν θα αντιδράσει, και θα παραδοθεί αμαχητί.

Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό, πρέπει κανείς να γνωρίζει πως οι ελευθερίες εφόσον στην πράξη αποδοθούν και εφαρμοστούν, τα άτομα και οι ομάδες, δηλαδή οι μειονότητες, θα τις διεκδικήσουν και το πλαίσιο που θα αναπτυχθεί θα είναι σαφώς συγκρουσιακό. Εμείς ως Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να παρακολουθούμε με προσοχή τις τουρκικές εξελίξεις και τις αποχρώσεις τους, προκειμένου να σχεδιάσουμε την πολιτική εκείνη που θα εξυπηρετούσε με βάση τα νέα δεδομένα της Τουρκίας το εθνικό μας συμφέρον.


Σχολιάστε εδώ