Η απόσυρση του βιβλίου και οι προεκτάσεις της
Τρία δεδομένα όφειλε να συνυπολογίσει ο νέος υπουργός Παιδείας, προκειμένου ν’ αποφασίσει για την τύχη του γνωστού εγχειριδίου: Την ασυμβατότητά του με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΔ 303/2003), τις κριτικές παρατηρήσεις της Ακαδημίας Αθηνών και την απόρριψη των διορθώσεων της συγγραφικής ομάδας από το αρμόδιο τμήμα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, δύο μάλιστα φορές (στις 13-6-2007 και στις 24-9-2007). Το πρώτο, που συνιστά παραβίαση βασικού όρου συγγραφής του βιβλίου, δεν προκύπτει μόνο από μια απλή αντιπαράθεση του περιεχομένου του με το ΑΠΣ, αλλά και από την ίδια την επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας, με όσα γράφει σε άρθρο της στην «Αυγή» της 12-3-2006. Το δεύτερο συνιστά ένα προσεκτικό και μετριοπαθές κείμενο δεκάδων σημείων τεκμηρίωσης της ανάγκης απόσυρσης του βιβλίου από το ανώτερο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Το τρίτο επιβεβαιώνει τις ευθύνες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για την έγκριση έκδοσης του βιβλίου, παρά τα σημαντικά προβλήματα που το ίδιο επισήμανε σε παλαιότερες αποφάσεις του.
Το βιβλίο είχε στόχο να προκαλέσει αντιδράσεις και συζητήσεις. Αυτό, όσο κι αν είναι θετικό στο κοινωνικό πλαίσιο, στην εκπαίδευση είναι αρνητικό. Εκεί οι ισορροπίες είναι λεπτές και οι αντιδράσεις δημιουργούν ανεπιθύμητες καταστάσεις. Για παράδειγμα, είναι μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης να υπάρχουν εκπαιδευτικοί που αρνούνται να διδάξουν το βιβλίο ή, ακόμη χειρότερα, γονείς που ζητούν εξαίρεση των παιδιών τους από τη διδασκαλία του.
Η προσπάθεια κύκλων να επιβάλουν τις απόψεις τους στην εκπαίδευση και μέσω αυτής στην ελληνική κοινωνία, θέτει μια σειρά ζητημάτων προς συζήτηση, με κυριότερο αυτό του περιεχομένου και της ιδεολογίας της εκπαίδευσης: Ποια, για παράδειγμα, είναι η κυρίαρχη ιδεολογία που αποτυπώνεται στο περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων; Μπορεί, ακόμη, μια ομάδα συμφερόντων (βλέπε καταγγελία του πρώην κοσμήτορα Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μικρογιαννάκη) να επιβάλει τις απόψεις της στο κοινωνικό σύνολο;
Η προσπάθεια των ίδιων κύκλων να περιορίσουν το πεδίο των αντιδρώντων στο «εθνικιστικό λόμπι» τροφοδότησε τις αντιδράσεις και αποτέλεσε την αρχή του τέλους του βιβλίου. Η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας (όπως απέδειξαν οι σχετικές μετρήσεις) και σύμπασα η κυπριακή Βουλή εξέφρασαν την αντίθεσή τους. Παράλληλα, εμβληματικές προσωπικότητες- σύμβολα αντίστασης του λαού μας (Γλέζος, Θεοδωράκης, κ.ά.) με δημόσιες παρεμβάσεις τους λειτούργησαν καταλυτικά, θέτοντας το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις.
Εκτός από μια σειρά προβλημάτων παιδαγωγικού χαρακτήρα, που παρέθεσαν αναλυτικά έγκριτοι επιστήμονες, το βιβλίο είχε έντονα ιδεολογικά προβλήματα. Προσπαθώντας να θεραπεύσει τις υπερβολές ή τις ιστορικές παραμορφώσεις που χαρακτήριζαν τα παραδοσιακά εγχειρίδια, έκανε ακριβώς το ίδιο μ’ αυτά, φτάνοντας στο άλλο άκρο, με τη διαγραφή σημαντικών στιγμών της ελληνικής ιστορίας.
Η λογική της «πολιτικής ορθότητας» της μεταμοντέρνας ιστορικής σχολής δεν φαίνεται να είναι συμβατή με την ιδεολογία της ελληνικής κοινωνίας ούτε αποτελεσματική για τα εθνικά μας συμφέροντα, σ’ ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, όπου πολλοί προσθέτουν αντί να διαγράψουν σελίδες της ιστορίας τους. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να εμφανίζεται το οθωμανικό σύστημα (και η νεοτουρκική του συνέχεια) ως ιδεώδες, επειδή «πρέπει» να είναι τέτοιο κι έτσι να διαγράφεται κάθε μορφή αντίστασης των Ελλήνων απέναντι σ’ αυτό. Φυσική συνέπεια είναι να εμφανίζονται οι αγωνιστές του ’21 περίπου ως τρομοκράτες («άνθρωποι των όπλων», που «επιτίθενται στους κρατικούς αξιωματούχους»).
Πολλοί από τους εκπροσώπους αυτών των απόψεων επέδειξαν μια προκλητική συμπεριφορά, που δεν έχει ουδεμία σχέση με το ήθος, τη νηφαλιότητα και το δημοκρατικό πνεύμα που πρέπει να χαρακτηρίζει τους πανεπιστημιακούς δασκάλους, ενώ δεν έλειψαν και οι αντιφάσεις. Πώς, για παράδειγμα, η συγγραφέας του βιβλίου αποδέχθηκε την ανάγκη διορθωτικών παρεμβάσεων, ενώ επιμένει συνεχσώς ότι όσα περιλαμβάνονται στο βιβλίο βασίζονται στις πηγές και συνεπώς είναι αντικειμενικά;
Ο νέος υπουργός Παιδείας με την πράξη του απέδειξε ότι κατανοεί την αξία της Ιστορίας, ενώ με το έργο του (προσπάθεια ίδρυσης αρχείου και μουσείου της οικογένειας Καραθεοδωρή) απέδειξε την αξία ανάδειξης ενός έργου με διεθνή εμβέλεια για την ιστορία του Ελληνισμού.