ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ…
Η αναπάντεχη πρωτοβουλία του κατέστησε σαφές πως παρότι δεν έχει το δικαίωμα να θέσει για τρίτη φορά υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 2008 θα συνεχίσει να ασκεί ο ίδιος τον απόλυτο έλεγχο των πολιτικών πραγμάτων στη Ρωσία για πολύ καιρό ακόμη. Ο τρόπος δε που θα επιτευχθεί αυτός ο σκοπός μένει να διαπιστωθεί. Αν κάτι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι πως η διακυβέρνησή του, έχοντας στον πυρήνα της την μαχητική και ανεμπόδιστη προαγωγή των ρωσικών εθνικών συμφερόντων στον διεθνή ανταγωνισμό, θα συνεχίσει να προκαλεί δυσφορία σε όλο πλέον τον δυτικό κόσμο: από την Ουάσινγκτον και το Λονδίνο, μέχρι -εσχάτως- το Παρίσι και το Βερολίνο.
Αυτήν τη στιγμή σε όλο τον πλανήτη είναι δύσκολο να βρεθεί πολιτικός ηγέτης που να απολαμβάνει ποσοστά δημοτικότητας συγκρίσιμα αυτών που απολαμβάνει ο Πούτιν: εδώ και πολλούς μήνες, αν όχι χρόνια, η δημοτικότητά του κυμαίνεται σταθερά από 70% μέχρι και 85%! Το σημείο καμπής σε αυτή την πορεία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τοποθετείται το Νοέμβριο του 2003, όταν αστυνομική εισβολή στα γραφεία του ρωσικού πετρελαϊκού κολοσσού Γιούκος τινάζει στον αέρα τα σχέδια των Αμερικανών να πάρουν μέσω της Γιούκος στα χέρια τους τα μυθικής αξίας και τεράστιας στρατηγικής σημασίας πετρέλαια της Σιβηρίας. Η επίδειξη πυγμής του Πούτιν κλείνει οριστικά μια εποχή που διήρκεσε σχεδόν μιάμιση δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας η Μόσχα είδε την πολιτική της επιρροή να καταποντίζεται, τον πλούτο της να πλιατσικολογείται, τον πληθυσμό της να πεθαίνει από την πείνα και το κύρος της να διασύρεται.
Το ευτύχημα βέβαια για τον πρώην αξιωματικό της KGB ήταν πως όσα χρόνια βρισκόταν στο Κρεμλίνο οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σχεδόν καθημερινά αυξάνονταν, με αποτέλεσμα τα κρατικά θησαυροφυλάκια να ξεχειλίζουν από ρευστό και οι πόροι για τη χρηματοδότηση υποδομών και επενδύσεων να αφθονούν. Έτσι στις αρχές του 2007 η Ρωσία είδε το Ακαθάριστο Προϊόν της να φθάνει στα επίπεδα του 1990! Επίτευγμα που (όσο κι αν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη άνοδο των κοινωνικών παροχών ή του διαθέσιμου εισοδήματος με τα χρόνια πριν από την κατάρρευση) δεν έχει όμοιο σε όλη την ανατολική Ευρώπη, όπου ακόμη και σήμερα όλα τα μεγέθη παραμένουν υποδεέστερα συγκρινόμενα με το 1989. Στη Ρωσία αντίθετα (η οποία διατηρεί τα τρίτα σε μέγεθος στον κόσμο αποθέματα χρυσού και ξένων νομισμάτων) η οικονομική μεγέθυνση από το 1999 μέχρι το 2006 αυξανόταν κάθε χρόνο κατά μέσο όρο 6,7% και τους πρώτους οκτώ μήνες του τρέχοντος έτους ακόμη υψηλότερα: 7,7%! Επίσης ο πληθωρισμός κυμαίνεται σε μονοψήφια νούμερα.
Κόκκινο πανί για τη Δύση
Το εκπληκτικό είναι ότι οι αξιοθαύμαστες οικονομικές επιδόσεις συντελούνται σε ένα όλο και πιο εχθρικό διεθνές περιβάλλον. Με τις ΗΠΑ οι σχέσεις είναι στο κόκκινο λόγω της αντιπυραυλικής ασπίδας που θέλουν να φτιάξουν οι Αμερικανοί, περικυκλώνοντας τη Ρωσία με τη βοήθεια της Πολωνίας και της Τσεχίας. Με την Αγγλία οι σχέσεις είναι πολύ χειρότερες, καθώς το Λονδίνο φαίνεται να έχει εκχωρήσει τη χάραξη της εξωτερικής του πολιτικής στο Λονδονιστάν (όπως ακριβώς η Ουάσινγκτον έχει εκχωρήσει τη χάραξη εξωτερικής πολιτικής για την Κούβα στους κουβανούς φυγάδες που ζουν στο Μαϊάμι), όπου έχουν βρει καταφύγιο οι διεφθαρμένοι καταζητούμενοι για κλοπή κρατικής περιουσίας ολιγάρχες -σαν τον Μπερεζόφσκι- με αποτέλεσμα να έχουν επιστρέψει στην ημερήσια διάταξη των σχέσεων Μόσχας – Λονδίνου μορφές διπλωματικού πολέμου όπως οι απελάσεις διπλωματών. Στην ίδια τροχιά σύγκρουσης μπήκαν μετά την αποχώρηση των Σρέντερ και Σιράκ οι σχέσεις της Μόσχας με το Βερολίνο και το Παρίσι, καθώς η φιλοαμερικανική πολιτική των Μέρκελ και Σαρκοζί συνοδεύεται από την ψύχρανση των σχέσεων τους με τη Μόσχα. Η ευθύνη μάλιστα βαραίνει αποκλειστικά τις δύο δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Ενδεικτικό στοιχείο για την πορεία απόκλισης που διαφαίνεται είναι ότι ο Σαρκοζί (που έχει εκφράσει το ενδιαφέρον του να ξαναμπεί η Γαλλία στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ), πριν επισκεφθεί τη Μόσχα μεθαύριο Τρίτη, έχει προγραμματίσει να συναντήσει τους ηγέτες της Τσεχίας και της Πολωνίας, δείχνοντας την απόφασή του να σεβαστεί τις ισορροπίες και να κάνει γνωστό τον σεβασμό που θρέφει για αυτές τις δύο αμερικανόδουλες κυβερνήσεις.
Αντιπολίτευση κουρελού
Η ασυνήθιστα υψηλή δημοτικότητα που απολαμβάνει λοιπόν ο Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας δεν είναι τυχαία. Ανεξάρτητα από την ελκυστικότητα του ίδιου του Πούτιν, είναι επίσης αποτέλεσμα και της ουσιαστικής ανυπαρξίας σοβαρής αντιπολίτευσης. Στον αντίποδα της Ενωμένης Ρωσίας βρίσκεται ο συνασπισμός Άλλη Ρωσία. Είναι ένα πραγματικά απίστευτο συνονθύλευμα των πιο διαφορετικών προσώπων, κομμάτων και οργανώσεων που το μόνο τους κοινό στοιχείο είναι αρχικά το μίσος που θρέφουν για τον Πούτιν και το σχέδιο αναγέννησης της Ρωσίας που υπηρετεί. Το δεύτερο κοινό τους στοιχείο είναι ο θαυμασμός που θρέφουν για τις ΗΠΑ – είναι μάλιστα τόσο ανιδιοτελής ώστε οι προσπάθειές τους επιβραβεύονται με γενναίες χρηματοδοτήσεις από το Αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία (NED). Επικεφαλής της Άλλης Ρωσίας στις εκλογές του Δεκεμβρίου συμφωνήθηκε την εβδομάδα που πέρασε να τεθεί ο παγκόσμιος πρωταθλητής σκακιού Γκάρι Κασπάροφ. Οι προβλέψεις που υπάρχουν μέχρι στιγμής για τα ποσοστά που θα συγκεντρώσει στην κάλπη προκαλούν απογοήτευση. Ούτε κι αυτό όμως συμβαίνει τυχαία. Στην Ενωμένη Ρωσία συμμετέχουν πρώτα και κύρια τα νεοφιλελεύθερα κόμματα Γιάμπλοκο και Ένωση Δεξιών (ή Ορθών) Δυνάμεων, οι ηγέτες των οποίων έχουν ταυτιστεί με την πείνα και τον ξεπεσμό της δεκαετίας του ’90. Συμμετέχουν επίσης Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και ένα αλλοπρόσαλλο Κομουνιστικό Κόμμα, με τίτλο Εθνικό Μπολσεβικικό Κόμμα, του οποίου ηγείται ένας 64χρονος πανκ(!) ο οποίος τη δεκαετία του ’70, επί Σοβιετικής Ένωσης, είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ… Η απόφαση του Πούτιν να ανεβάσει το όριο για την είσοδο στη Βουλή από 5% στο 7% δεν αποκλείεται να αφήσει εκτός Βουλής την Άλλη Ρωσία.
Παίγνια εξουσίας
Η ανυπαρξία αντιπολίτευσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι λύνει τα χέρια του Πούτιν και του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε στρατήγημα κρίνει αναγκαίο ώστε να παρατείνει την παραμονή του στην ηγεσία της Ρωσίας και να ξεπεράσει το συνταγματικό εμπόδιο. Οι κορυφαίες ημερομηνίες σε αυτή την κούρσα είναι τον Δεκέμβρη, οπότε θα γίνουν οι βουλευτικές εκλογές και τον Μάρτη, οπότε θα γίνουν οι προεδρικές. Το εναρκτήριο λάκτισμα δόθηκε πριν από ένα σχεδόν μήνα, στις 12 Σεπτέμβρη, όταν ο Πούτιν έδειξε την έξοδο στον μέχρι τότε πρωθυπουργό Μιχαήλ Φραντκόβ και διόρισε στη θέση του έναν άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του, τον Βίκτορ Ζούμπκοφ, που το πολιτικό του βάρος είναι μηδαμινό. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι δημοσκοπήσεις που έγιναν την επόμενη μέρα έδειξαν πως το 85% των Ρώσων αγνοούσαν πλήρως την ύπαρξή του, ενώ σε ότι αφορά τη διεθνή του εμβέλεια ο βρετανικός «Εκόνομιστ» ξεκίναγε το ρεπορτάζ του με το εξής απολαυστικό: «Κάθε κυβερνητικός ανασχηματισμός προκαλεί ερωτήματα, σπάνια όμως ένα τόσο ηχηρό ”ποιος”;»!
Επιλέγοντας ο Πούτιν να διορίσει στην πρωθυπουργία της Ρωσίας έναν έμπιστό του, δεν αποκλείεται να σχεδιάζει να ζητήσει την παραίτησή του ώστε να αναλάβει ο ίδιος καθήκοντα πρωθυπουργού τον Δεκέμβρη, στη συνέχεια να ορίσει για Πρόεδρο έναν άνθρωπο που θα χαίρει της εμπιστοσύνης του κι ο οποίος μετά την εκλογή του θα παραιτηθεί για να αναλάβει την προεδρία πάλι ο Πούτιν. Το συγκεκριμένο σενάριο, παρότι φαίνεται μακιαβελικό, δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία, μια και κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε το 1999 την αναρρίχησή του στο Κρεμλίνο. Λίγους μήνες μετά τον Αύγουστο του 1999, όταν επιλέγηκε από τον Γιέλτσιν να αναλάβει πρωθυπουργός, πήρε τη θέση του Προέδρου, ξεκινώντας το μακρύ του ταξίδι στην εξουσία. Δεν αποκλείεται επίσης ο Πούτιν να ενισχύσει με εξουσίες τη θέση του πρωθυπουργού και να αποδυναμώσει τη θέση του Προέδρου μέσα από συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν ριζικά τη μορφή του πολιτεύματος. Το σχέδιο που έχει στο μυαλό του αυτή τη στιγμή ο Πούτιν και οι δυνατοί συνδυασμοί που μπορεί να κάνει για να συνεχίσει να κρατάει σφιχτά στα χέρια του την εξουσία είναι άπειροι και τροφοδοτούν στον διεθνή Τύπο μια ακατάσχετη σεναριολογία. Αυτό ωστόσο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι ότι η τροχιά που θ’ ακολουθεί η Ρωσία τα επόμενα χρόνια θα έρχεται σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ.