Ιστορική η μορφή της κρίσης
Ακόμα και οι λεκτικές διατυπώσεις έχουν σημασία: Δεν αναζητούν λοιπόν οι συγκρουόμενες σήμερα εξουσιαστικές ομάδες και οι πανταχόθεν «σωτήρες» και «εγγυητές της ενότητας» του ΠΑΣΟΚ τα αίτια και τις ρίζες της βαθιάς, ιστορικής κρίσης στην οποία περιήλθε σταδιακά το ΠΑΣΟΚ.
Ψάχνουν, αντιθέτως, για ανώδυνες πολιτικές συνταγές… για απλές αριθμητικές προσεγγίσεις… «Τόσο χάσαμε από δεξιά, τόσο από αριστερά, ας εφεύρουμε κάποιες ελκυστικές θέσεις ώστε να πεισθούν οι “παραπλανημένοι”». Όταν ο ίδιος ο Ε. Βενιζέλος -που αυτοαποκαλείται μελλοντικός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- ερμηνεύει τόσο επιφανειακά την ήττα του ΠΑΣΟΚ, ως «απουσία αντιπολιτευτικής γραμμής που οδήγησε σε απώλειες από τα αριστερά και ως έλλειμμα κυβερνητικής πρότασης που επέφερε απώλειες από τα δεξιά» –υπονοώντας ότι όλα οφείλονται στο αδύναμο ηγετικό-πολιτικό «προφίλ» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ– τότε ποιο αποτέλεσμα μπορούμε να περιμένουμε από τη διαδικασία «αυτοκριτικής» και αναζήτησης των αιτίων της εκλογικής ήττας;
Τις ρίζες της σημερινής κρίσης του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στο «περιβάλλον» των παγκόσμιου χαρακτήρα αλλαγών που συντελούνται από την αρχή της δεκαετίας του 1990 και επικεντρώνονται για το ίδιο το Κίνημα στο συνέδριο του 1996 με την ανάδειξη και την κυριαρχία του Κ. Σημίτη.
Ήδη στην εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 1996 διεφάνησαν οι συνέπειες –κοινωνικές και πολιτικές– της κυριαρχίας του εκσυγχρονιστικού «εγχειρήματος». Οι εκλογικές απώλειες του 1996 προήλθαν από κοινωνικά στρώματα και κοινωνικές ομάδες που πίστεψαν ότι το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί πια να τα εκπροσωπεί.
Η περίοδο 1996-2000 σημαδεύτηκε από δύο βασικά χαρακτηριστικά: Το «άνοιγμα» των μηχανισμών της αγοράς και την περιστολή των θεσμών του κοινωνικού κράτους (αναγκαίοι όροι για την είσοδο στην ΟΝΕ) και τη σταδιακή επιβολή της ισχύος της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ και του κυκλώματος της «διαπλοκής» στις κυβερνητικές επιλογές.
Η κοινωνική νομιμοποίηση που δόθηκε αρχικά στον Κ. Σημίτη και στην ορθολογιστική-εκσυγχρονιστική του επαγγελία υπήρξε σχετικώς βραχύβια. Ήδη τρία χρόνια μετά ήταν φανερό ότι πλησίαζε το «τέλος του εκσυγχρονισμού». Η οριακή νίκη που σημειώθηκε το 2000 τροφοδοτήθηκε από την ευφορία των κερδών του χρηματιστηρίου, αλλά και από την αδυναμία της ΝΔ και του νεοεκλεγμένου αρχηγού της να παρέμβουν αποφασιστικά στην πολιτική σκηνή.
Ήδη όμως από το 2001 εξαντλήθηκαν και τα νέα περιθώρια συγκατάθεσης ή ανοχής προς τον Κ. Σημίτη και τους «εκσυγχρονιστές» του.
Τόσο οι συνέπειες της κοινωνικής καταλήστευσης από το χρηματιστήριο όσο και η κρίση του ασφαλιστικού –που οδήγησε σε τεράστιες κινητοποιήσεις– είχαν ήδη προδιαγράψει την πτώση του Κ. Σημίτη, ο οποίος οδήγησε το ΠΑΣΟΚ σε αλλοίωση της πολιτικοϊδεολογικής του φυσιογνωμίας, σε αδυναμία εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων και το ταύτισε, τελικώς, με τη συναλλαγή και τη διαφθορά.
Η περίοδος 1996-2004 συνοδεύτηκε από σημαντικές κοινωνικές-παραγωγικές αλλαγές. Οι μηχανισμοί της αγοράς οδήγησαν σε κρίση τα αγροτικά στρώματα -που δεν κατευθύνθηκε στην αναδιάρθρωση- τα παραδοσιακά εργατικά στρώματα, την κατώτερη υπαλληλική «τάξη». Οι ιδιωτικοποιήσεις, οι αλλαγές στη σχέση Δημόσιου – Ιδιωτικού έστρεψαν σταδιακά τις πληττόμενες κοινωνικές ομάδες προς τη Νέα Δημοκρατία. Αντιθέτως τα μεσοστρώματα, που επωφελήθηκαν από την άνιση αναδιανομή και ιδιοποιήθηκαν ένα σοβαρό τμήμα των κοινοτικών πόρων, στήριξαν μαζικά τον Κ. Σημίτη.
Μετά το 2000 σταδιακά, ακόμα και τμήματα αυτών των μεσοστρωμάτων στρέφονται προς τη συντηρητική παράταξη, ενώ η απουσία κοινωνικού / ριζοσπαστικού λόγου δεν επιτρέπει την πρόσβαση στα κοινωνικά πεδία της Αριστεράς.
Η κοινωνική και πολιτική ήττα του 2004 οδηγήθηκε στην αποσιώπηση και στην «κατάψυξη» με τον «διορισμό» του νέου προέδρου μέσα από το δημοψήφισμα-«φολκλόρ». Τα προβλήματα -ιστορικής πολιτικής σημασίας- μετατέθηκαν στον Γ. Παπανδρέου, ο οποίος θεώρησε ότι μπορούσε να τα «αφομοιώσει» στο μεταπολιτικό του μοντέλο… Πολιτική αφέλεια ή άγνοια της πολιτικής;
Ποια είναι σήμερα η προοπτική; Είναι γεγονός ότι πέραν της σύγκρουσης των μηχανισμών τα όποια πολιτικά «επιχειρήματα» και «ερμηνείες» για τους «ενόχους» διατυπωθούν εκατέρωθεν θα βαθύνουν το χάσμα.
Ακόμα κι αν όλα λήξουν ομαλά, μέσα από έναν γενικό «συμβιβασμό», το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να «αναταχθεί» μέσα από διακηρύξεις και ηθικολογίες. Η επανασύνδεση με την κοινωνία, η διαμόρφωση μιας σύγχρονης πολιτικοϊδεολογικής φυσιογνωμίας, η διατύπωση ενός εναλλακτικού προτύπου απέναντι στους μηχανισμούς και στις αξίες των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων, προϋποθέτει μια ιστορική διαδικασία που θα την ενεργοποιήσουν πρόσωπα και ισχυροί πολιτικο-κομματικοί θεσμοί. Όλα αυτά όμως είναι ζητούμενα…
Πέρα όμως από τα «πρόσωπα» –που φαίνονται σήμερα ανήμπορα να κατανοήσουν τις επιταγές της συγκυρίας και τους ιστορικούς όρους της κρίσης του ΠΑΣΟΚ– η πραγματική σύγκρουση έχει ευρύτερη διάσταση:
Αφορά από τη μια πλευρά ένα κρατικιστικό – διαχειριστικό πρότυπο κόμματος με απόλυτο προσανατολισμό στις κυβερνητικές εξουσίες και από την άλλη μια κοινωνική-λαϊκή συνείδηση που συγκροτείται από τις αξίες και τις αρχές του Κινήματος και διατηρεί –ακόμα– ζωντανά τα ιδεολογικά και κοινωνικά του προτάγματα και η οποία αφορά ένα κόμμα που πριν απʼ όλα αναφέρεται στην κοινωνία και όχι στην κυβερνητική εξουσία.
Από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν αυτό το ιστορικό δίλημμα η ηγεσία και οι ηγετικές ομάδες στο ΠΑΣΟΚ θα εξαρτηθεί και η «απάντηση» που θα δώσουν στις 11 Νοεμβρίου μέσα από τη νέα «φιέστα» του ανοικτού δημοψηφίσματος. Γιατί το ερώτημα «ενότητα» ή «διάσπαση» είναι ψευδές. Όπως ψευδής είναι μια «ενότητα» που στηρίζεται στην τυπική συνύπαρξη και στην αλληλοϋπονόμευση και αγνοεί ότι μια πραγματική ανασυγκρότηση απαιτεί ρήξεις με το παρελθόν, αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις πάνω σε πολιτικές θέσεις και όχι απλά ευχολόγια στους τηλεοπτικούς σταθμούς.