Το ράπισμα από τα Σκόπια στον ΟΗΕ
Αρχίζουμε τώρα να εισπράττουμε τα επίχειρα μιας ερασιτεχνικής, ανακόλουθης και σπασμωδικής διαχείρισης των εθνικών μας υποθέσεων από πρόσωπα απαράσκευα για την κρίσιμη αποστολή, που κινούνται σε ετεροκαθοριζόμενες συντεταγμένες και με κυρίαρχη τη φροντίδα των εσωτερικών εντυπώσεων. (Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπουργός των Εξωτερικών, ενήμερη για το σχεδιασμένο πραξικόπημα του σκοπιανού προέδρου της συνέλευσης, προτίμησε να μη χάσει το πρώτο αεροπλάνο της επιστροφής, αντί να παρίσταται και να δώσει κάποιο βάρος στην έστω εκ των υστέρων και απαράγωγη αντίδραση.)
Εισπράττουμε επίσης τις συνέπειες της ουσιαστικής αποσύνθεσης του υπουργείου των Εξωτερικών, υπό αλληλοδιάδοχες παρδαλές κλίκες εμφυτευόμενων υπουργικών «συμβούλων» και τον παραγκωνισμό της αξιοκρατίας από την εύνοια, με αποτέλεσμα την εμπέδωση μιας ψυχολογίας ωχαδερφισμού. Μια σχετικά σύντομη παρένθεση υπό έμπειρο διπλωμάτη δεν ήταν δυνατό να αναστρέψει ανθεκτικά την εκφυλιστική διαδικασία μιας δεκαπενταετίας και πλέον. Ενας κάποτε συλλογικός εγκέφαλος εθνικού προβληματισμού και πολιτικής σχεδίασης υποκαταστάθηκε έτσι από ένα όργανο στη υπηρεσία των εμπνεύσεων του υπουργού και των κάθε λογής συμβούλων του.
Μονόφθαλμος παραγοντισμός
Στη Κύπρο –όπου πρέπει να αναμένεται η επόμενη πυρκαγιά, ενώ ο «πολιτικός» προβληματισμός θα αναλίσκεται στη χαμένη υπόθεση του σκοπιανού– το άνοιγμα των λιμανιών της Συρίας στα πλοία του ψευδοκράτους από την Αμμόχωστο σημαίνει την πρώτη ντε φάκτο αναγνώριση από αραβικό κράτος. Είναι και αυτό καρπός μιας μονόφθαλμης αραβικής πολιτικής, δουλικά προλαμβάνουσας τις ατλαντικές επιθυμίες και καρυκευμένης με προσωπικό παραγοντισμό. Παραπέμπει σʼ εκείνη τη θεαματική –μετά ηχηρών μονοπλεύρων δηλώσεων– περιοδεία της υπουργού των Εξωτερικών, με τη λήξη του πολέμου, στον Λίβανο, που περιέλαβε το Ισραήλ και την Ιορδανία και επιδεικτικά παρέλειψε τη Συρία. Εντάχθηκαν και οι Τούρκοι στη διεθνή «ειρηνευτική δύναμη», αλλά δεν έπαψαν να αναπτύσσουν στενές σχέσεις με τη Συρία και να δρέπουν –σε βάρος μας– τους καρπούς μιας σοβαρής και υπεύθυνης εθνικής πολιτικής.
Τα αλλεπάλληλα μετεκλογικά χτυπήματα στο Σκοπιανό (η καναδική αναγνώριση, το «στρίψιμο» Νίμιτς από την προαναγγελθείσα νέα πρόταση, το σκοπιανό πραξικόπημα στον ΟΗΕ), που δεν έγιναν φυσικά ερήμην της Ουάσινγκτον, στοχεύουν στο πολιτικό υπογάστριο της νέας κυβέρνησης και στην νέκρωση οποιωνδήποτε διαθέσεων αντιστάσεως και αυτοκαθορισμού απέναντι στη ταχύρρυθμη επιβολή σχεδιασμένων λύσεων στα Βαλκάνια, το Κυπριακό, το θέμα των ενεργειακών αγωγών, ενδεχομένως και σε άλλα. Είναι παρεμπιπτόντως αποκαλυπτική μιας νοοτροπίας η δήλωση της υπουργού των Εξωτερικών, μετά την ενημέρωση του πρωθυπουργού για το σκοπιανό ράπισμα στον ΟΗΕ, ότι «Ο (πρόεδρος της γ. συνέλευσης) κ. Κερίμ επιβεβαίωσε την ορθότητα της ελληνικής επιχειρηματολογίας. Με τον τρόπο του, χθες, έστειλε ακριβές μήνυμα, το οποίο κατέστησε σαφές σε όλους τους φίλους και εταίρους ότι αυτά τα οποία υποστηρίζει η Ελλάδα είναι πράγματι έτσι».
Δηλαδή η υπουργός εξέφρασε ικανοποίηση! Επειδή οι Σκοπιανοί, με τη διακήρυξη της «συνταγματικής ονομασίας τους» από την προεδρική έδρα του ΟΗΕ υπήρξαν πειστικότεροι προς τους «στρατηγικούς μας εταίρους και συμμάχους» από όσο η ίδια στις πολλές διαχυτικές συνομιλίες της και με τη φίλη Κοντολίζα – που αυτήν τη φορά, παρά τα μηνύματα, δεν ήταν διαθέσιμη.
«Δυναμικοί» ορίζοντες…
Στον «Τουρκικό Οίκο» της Νέας Υόρκης είχε προηγηθεί –του σκοπιανού φιάσκο– η κάτʼ ιδίαν ωριαία συνάντηση με τον, νεαρό αλλά δοκιμασμένης επιτηδειότητας, τούρκο υπουργό Εξωτερικών Αλή Μπαμπατσάν, με τα συνήθη πηχυαία χαμόγελα και ανταλλαγές μετεκλογικών συγχαρητηρίων, φιλοφρονήσεων και προσκλήσεων και την υπόσχεση της επισκέπτριας ότι «μαζί θα δουλέψουμε για να πραγματοποιηθεί η επίσκεψη του κ. Καραμανλή». Στην έξοδο η κ. Μπακογιάννη δήλωσε ότι «πρέπει να εργασθούμε όσο πιο στενά γίνεται για να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας, στις οποίες έχουμε ήδη πετύχει χειροπιαστά αποτελέσματα». (Δύο μέρες νωρίτερα, στην Αθήνα είχε δηλώσει στο πρακτορείο Ασσοσιέϊτεντ το αντίθετο: «Δεν υπάρχει ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων. Αυτή είναι η πραγματικότητα.» Διαλέγετε…)
Ο κ. Αλή Μπαμπατσάν δήλωσε πως συμφώνησαν να συνεχίσουν να δουλεύουν για την ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας και ότι από την κ. Μπακογιάννη είχαν εξ αρχής ισχυρή υποστήριξη. Αμετακίνητη λοιπόν η ελληνική εξωτερική στη θέση υποζυγίου στο κάρο της Τουρκίας προς την Ευρώπη, σε πείσμα καιρών και ανέμων. Υποστήριξη που –κατά τις πληροφορίες της ηλεκτρονικής εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος», του άλλοτε διπλωματικού συντάκτη της γαλλικής «Μόντ», Σνάϊντερμαν– οδήγησαν σε μηδενικό αποτέλεσμα τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό και την υπουργό των Εξωτερικών, τον Ιούλιο, στο Παρίσι.
Ο τούρκος υπουργός των Εξωτερικών μίλησε και για «νέον ορίζοντα» και «μια νέα δυναμική» στις σχέσεις των δύο χωρών. Δήλωση που, υπό τον φακό των πιο πρόσφατων εξελίξεων, διαβάζεται και ως απειλή. Μερικά παραδείγματα:
Οι Γκιαούρηδες…
• Στις 24/5 ανακοίνωση της Αγκύρας αξιώνει τη διαγραφή της Γενοκτονίας των Ποντίων και απειλεί, μεταξύ άλλων, ότι θα διεκδικήσει αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία.
• Στις 12/7 ο τουρκικός Τύπος μάς αποκαλύπτει -από την ανάποδη- αυτό που πλέον κρύβει το ελληνικό Πεντάγωνο: ότι οι παραβιάσεις του εναερίου χώρου συνεχίζονται «με ρυθμό δύο την ημέρα κατά μέσον όρο». Αναφέρει καταγγελίες στρατιωτικών πηγών για «καθημερινή πρόκληση της Τουρκίας, με παρενόχληση τουρκικών μαχητικών από την ελληνική αεροπορία».
• Στις 31/8 αποστολή του τουρκικού ερευνητικού Yunus-S στο κέντρο του Αιγαίου, για τη δημιουργία ντε φάκτο καταστάσεων, πραγματοποιείται αδιαμαρτύρητα και συγκαλύπτεται από την ελληνική κυβέρνηση.
• Στις 2/8 ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ απειλεί με μέτρα κατά της Ελλάδας για τον νέο Νόμο περί Τύπου, που θέτει σε κίνδυνο τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη, με την εγγύηση οικονομικής βιωσιμότητας που προβλέπει.
• Παραμονές εκλογών. Το τουρκικό προξενείο (παρακυβερνείο) της Θράκης κινητοποιεί τις δυνάμεις του για την εξασφάλιση της «τουρκικής» φωνής στο ελληνικό Κοινοβούλιο και την Ευρωβουλή. «Ψηφίστε και τον χειρότερο, φτάνει να είναι Τούρκος», κραυγάζει ο «εκλεγμένος Μουφτής», σε συγκέντρωση οργάνων του προξενείου και βρίζει χυδαία τη μητέρα των βουλευτών Σγουρίδη και Κοντού. Στη μαγνητοσκόπηση της συγκέντρωσης, που παρουσίασε η εκπομπή Κίτρινος Τύπος, ο κ. Αλαβάνος και άλλες προοδευτικές δυνάμεις θα άκουσαν τον ομοϊδεάτη τους κ. Ντεντέ (δημοσιογράφο…) να τους αποκαλεί «γκιαούρηδες».
(Παράλληλη δραστηριότητα για την τουρκοποίηση του μουσουλμανικού στοιχείου της Δωδεκανήσου -των μεταναστών, αφού οι τουρκογενείς είναι ελάχιστοι- αναπτύσσει και ο πρόξενος στη Ρόδο Αχμέτ Αρντά, ο οποίος με δηλώσεις του στο πρακτορείο Ανατολή διαμαρτύρεται γιατί δεν υπάρχει τουρκικό σχολείο σε Ρόδο και Ιστάνκοϋ (έτσι αποκαλούν και γράφουν στους χάρτες τους την Κω), στο οποίο « οι Τούρκοι να εκπαιδεύονται στη μητρική τους γλώσσα». Και «τούρκος» μουφτής, σε μετάσταση από τη Θράκη, διεκδικεί την αναγνώρισή του στη Ρόδο…)
Προκαλούν την Τουρκία!
Στο μεταξύ η προπαγάνδα κατά της Ελλάδας οργιάζει από τον αγγλόγλωσσο τουρκικό Τύπο. Καταγγέλλει ότι, «σε πείσμα των προσπαθειών της Τουρκίας να μετατρέψει το Αιγαίο σε μια θάλασσα ειρήνης, η Ελλάδα παραβιάζει τα τουρκικά χωρικά ύδατα, παρενοχλεί τα τουρκικά αεροπλάνα και κάνει ό,τι μπορεί για να εξασθενίσει την Τουρκία, ακολουθώντας την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας». (Άρθρο Ορχάν Κιλερτσίογλου στην «Turkish Daily News» της 23/7). Μακροσκελέστατο άρθρο, στην ίδια αγγλόγλωσση εφημερίδα, της 10ης Σεπτεμβρίου, με τίτλο «η συνεργασία του ΡΚΚ με τους Έλληνες» εμφανίζει την Ελλάδα (και την Κύπρο) ως βάση εκπαιδεύσεως και ορμητήριο των κούρδων ανταρτών και αναφέρει ότι στρατόπεδο εκπαιδεύσεως Κούρδων στο Λαύριο εξακολουθεί να λειτουργεί, εν γνώσει των συμμαχικών μυστικών υπηρεσιών. Ο αρθρογράφος Αλή Κιουλεμπί, πρόεδρος του «Κέντρου Ερευνών Στρατηγικής για την Εθνικήν Ασφάλεια», με έδρα την Άγκυρα, ισχυρίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι βάση του ΡΚΚ και προωθεί κούρδους αντάρτες στα κατεχόμενα! Γι’ αυτό, γράφει, δεν πρέπει να αποχωρήσει ο τουρκικός στρατός από την Κύπρο…
Η κυπριακή επιχείρηση Γκιουλ
Τον «νέον ορίζοντα» μιας «νέας δυναμικής πολιτικής» προφανώς εγκαινίασε ο νέος Πρόεδρος Γκιουλ στην κατεχόμενη Κύπρο, στη φορτισμένη με συμβολισμό πρώτη επίσκεψή του, ως Προέδρου, στο εξωτερικό. Ενδεικτική της αδιάλλακτης επιθετικότητας κάθʼ εαυτήν, η ενέργεια εμπλουτίσθηκε με προκλητικές δηλώσεις, μεταξύ των οποίων και η άρνηση της εφαρμογής του πρωτοκόλλου που ο ίδιος υπόγραψε με την ΕΕ. Την προσοχή και τον προβληματισμό της Λευκωσίας και της Αθήνας απασχόλησε ιδιαίτερα η δήλωσή του ότι η λύση του Κυπριακού θα πρέπει να είναι μια λύση «πολιτικής ισότητας και ισορροπίας», που «να βασίζεται στη σημερινή πραγματικότητα, της ύπαρξης δύο λαών, δύο κρατών και δύο θρησκειών στην Κύπρο».
Η δήλωση αυτή –που χαιρετίσθηκε ως «σκληρό ξεκαθάρισμα» από τον τουρκικό Τύπο– ερμηνεύθηκε στην Κύπρο και στην Αθήνα ως στροφή υπέρ της διχοτόμησης. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, δοθέντος ότι λύση της διχοτόμησης δεν ανταποκρίνεται στον πραγματικό στόχο της Τουρκίας: να έχει υπό ομηρία και την ελεύθερη Κύπρο, με διατήρηση του ρόλου εγγυητή που της παρέχει η Συμφωνία της Ζυρίχης. Θέλει λύση που να διατηρεί όσα στοιχεία της Ζυρίχης εξυπηρετούν τον στόχο της και να εγκαταλείπει όσα δεν τη συμφέρουν.
Υπό το πρίσμα αυτό οι δηλώσεις του Γκιουλ εμφανίζονται ως τουρκική εισβολή στην κυπριακή εκλογική αναμέτρηση, προσφέροντας στους αντιπάλους του Προέδρου Παπαδόπουλου –και παλαιούς υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν– το φόβητρο της διχοτόμησης, για την ενίσχυση του προεκλογικού οπλοστασίου τους. Η επαναφορά του Σχεδίου Ανάν, υπό οποιανδήποτε ονομασία, είναι η λύση που ανταποκρίνεται στους στόχους της Τουρκίας και αυτήν επιδιώκει.