Μια φορά κι έναν καιρό

Κύριε Συντάκτα,

Μερικές φορές σε καταλαμβάνει μια απόλυτα δικαιολογημένη οργή και τότε αποζητάς κάποιον να του πεις για το δίκιο που σε πνίγει. Επειδή όμως, δυστυχώς, εγώ περιβάλλομαι από «ώτα μη ακουόντων», αναγκάζομαι να προσφύγω στη φιλόξενη στήλη σας, αφού εξάλλου δεν θα ήμουν αποδεκτός σε μεσημεριάτικη τηλεοπτική εκπομπή, από εκείνες όπου εγώ θα έβγαζα τα «εσώψυχά μου στη φόρα» και ο παραγωγός παραδάκι. Και δεν θα ήμουν αποδεκτός για έναν απλούστατο λόγο, που ομολογώ πως ντρέπομαι να… ομολογήσω: Η περίπτωσή μου δεν περιέχει καθόλου σεξ!

Έχω έναν ανιψιό, κύριε συντάκτα, ο οποίος ενυμφεύθη από έρωτα ένα θρασύτατο θηλυκό που κατά την επικρατούσα εντύπωση «τον έβαλε στο βρακί της». Προσωπικά, θεωρώ το πράγμα αυτό τεχνικώς ανέφικτο, γιατί εκείνος μεν είναι άντρακλας πέντε μέτρα μπόι και βάλε, ενώ «εκείνο», όπως το είδα κρεμασμένο στο σχοινί της μπουγάδας, ήταν πιο μικρό και από το μανταλάκι.

Με τη συνδρομή των συγγενών και κάποιας τράπεζας, αγόρασαν ένα ωραιότατο διαμέρισμα πέντε δωματίων και δύο WC, εις πολυκατοικίαν αναβαθμιζόμενης περιοχής. Μετά την αγορά εζητήθη εκ νέου η συνδρομή των συγγενών, και της τράπεζας για την ανακαίνισή του και τρίτη φορά η συνδρομή των συγγενών με την τράπεζα να λέει «πάσο», και εμείς -δηλαδή εγώ- να λέμε «μέσα», για να ολοκληρώσουν την επίπλωσή του.

Κάποτε εδέησε και προσκαλέσανε όλους εμάς τους δωρητές και μεγάλους ευεργέτες, που γράφουν και στις εκκλησίες, να επισκεφτούμε και να θαυμάσουμε το σπιτικό τους. Τι ήταν εκείνο που αντικρίσαμε μόλις άνοιξαν την εξώπορτά τους δεν περιγράφεται. Όλο το διαμέρισμα είχε ισοπεδωθεί και έγινε μια… αχανής αλάνα. Μόνο κάτι πράματα, που ο Θεός να τα κάνει έπιπλα, υπήρχαν σκόρπια εδώθε κείθε, λες και οι επισκέπτες τους μισούνται μεταξύ τους και καθένας πιάνει το… μετερίζι του.

«Ελάτε να δείτε την ερωτική μας φωλιά», είπε καθώς μας υποδεχόταν ο ηλίθιος ο ανιψιός μου.

«Ε, όχι και φωλιά», φώναξα γεμάτος αγανάκτηση. «Χωράφι το κάνατε»!

Μάλιστα, κύριέ μου. Γκρέμισαν τους τοίχους και τα πέντε δωμάτια τα ένωσαν σε ένα. Μόνο το λουτρό κρατήσανε χωριστό, αλλά βάλανε δύο νιπτήρες λες και θα πλένονταν και οι δύο ταυτόχρονα, λες και θα κάνουν αγώνες και «ημερίδες» ποιος θα πλυθεί πιο γρήγορα, να κερδίσουν το κύπελλο. Είμαι διακριτικός εξ ιδιοσυγκρασίας και δεν πρόσεξα αν τοποθέτησαν και δύο λεκάνες, από εκείνες που οι Γάλλοι αποκαλούν «θρόνος». Όσο για κρεβατοκάμαρα, είχαν ένα στρώμα απλωμένο κατάχαμα κι ένα παραβάν με φουτουριστικά σχέδια μπροστά του για χώρισμα.

«Η ιδέα ήταν της Μπιμπής», κορδώθηκε γεμάτος υπερηφάνεια ο ανιψιός μου, εξήγηση τελείως περιττή γιατί θα το καταλάβαινε και ο μεγαλύτερος κρετίνος.

«Έλα εδώ, κοριτσάκι μου», φώναξα τη νεαρά (που εκείνη την ώρα τής καιγόταν το ψητό που θα μας πρόσφερε και είχε ντουμανιάσει το σπίτι) για να τη νουθετήσω.

«Δική σου ιδέα ήταν να πάρεις μια σπιταρόνα και να την κάνεις σαν την πίστα του… ”Ελευθέριος Βενιζέλος”. Αλλά τα σπίτια έχουν χώρους ξεχωριστούς, που τους λένε δωμάτια. Στα χρόνια μας, η κουζίνα ήταν το ”βασίλειο της νοικοκυράς”. Μέσα εκεί ”δημιουργούσε” και από εκεί ξεχύνονταν γαργαλιστικές μυρωδιές, σαν υπονοούμενο για το ”έργο” που θα παιζόταν στην τραπεζαρία. Αλλά και αυτή είχε δυο όψεις: Την καθημερινή, όπου «τετ α τετ» θα περιδρομιάζετε οι δύο σας και την άλλη, την επίσημη, με τα κολλαριστά τραπεζομάντιλα και τα καλά σας τα σερβίτσια. Ίσως και κανένα καντηλέρι για διακόσμηση, επειδή η φλόγα του κεριού κρύβει τις πρώιμες ρυτίδες, όπως ξέρεις…

Άλλο ξεχωριστό δωμάτιο, γενικής χρήσεως, είχαμε το καθιστικό. Εκεί τα βράδια ο άντρας, φορώντας τις παντόφλες του, διάβαζε την εφημερίδα. Κοντά του η γυναίκα που κεντούσε ή έπλεκε, ενώ στα πόδια της ξαπλωμένη ”χουρχούριζε” η γάτα. Και το καλοκαιράκι, το απομεσήμερο στο μπαλκόνι απολαμβάναμε μια κουταλιά βύσσινο γλυκό, ρουφώντας αργά και ηδονικά το καφεδάκι μας, που φούσκωνε στο μπρίκι. Πάει, τα σβήσατε κι αυτά. Αλλά τα σπίτια μας τότε είχαν και ένα ”ανάκτορο”, το σαλόνι, με λουσάτα έπιπλα και χαλιά που τα έστρωναν τον Οκτώβρη. Στις γιορτές το στόλιζαν και άνοιγαν τις πύλες του. Γεμάτα τα ανθοδοχεία με λουλούδια, που άφηναν ένα ανεπαίσθητο άρωμα, και πάνω στον μπουφέ τα γλυκά σχημάτιζαν λοφίσκους, μέσα στους δίσκους τους καλογυαλισμένους. Και παρακεί, το κίτρινο κουτί με τα σοκολατάκια Φλόκα, για τρατάρισμα στους μουσαφίρηδες. Η κάθε μέρα είχε την ιδιαιτερότητά της. Άλλο ήταν η καθημερινή, άλλο η Κυριακή και τελείως άλλο η γιορτή. Εσείς εκάνατε το ”αύριο με αύριο να μη μοιάζει”. Τα Χριστούγεννα κλειδώνετε το σπίτι και παίρνετε τα… βουνά και τους λόγκους. Αφήνετε το σπιτάκι σας για να πάτε στην πατρίδα του ”Σάντα Κλάους”. Μέχρι και τον Άη-Βασίλη απαρνηθήκατε. Πήρατε ένα σφουγγάρι και τα σβήσατε όλα. Να με συγχωρείς, αλλά το σπίτι σου δεν είναι σπίτι».

Η Μπίμπη παρακολουθούσε τον μονόλογό μου με γουρλωμένα μάτια. Πίστεψα πως κατάλαβε τις νουθεσίες μου και πως θα ζητούσε συγγνώμη. Αλλά, όπως είπε και ο ανιψιός μου, πάντα εκείνη έλεγε την τελευταία λέξη. Σηκώθηκε και μου είπε:

«Άκου δω, ρε μπάρμπα. Σέβομαι τα λεφτά που μας έδωσες και γι’ αυτό το βουλώνω. Αλλά εγώ δεν γουστάρω το σπίτι μου μαυσωλείο. Αν σου αρέσει, έρχεσαι. Αν δεν σου αρέσει, στρί… Κατάλαβες;».

Μάλιστα, κύριε συντάκτα, είχα καταλάβει…


Σχολιάστε εδώ