Μηχανισμοί χωρίς «ταυτότητα»
Αυτά είναι μερικά από τα κρίσιμα ερωτήματα που παραμένουν ανοικτά, καθόσον η αντιπαράθεση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ με τον Ε. Βενιζέλο δεν ανάγεται σε πολιτικοϊδεολογικές συνιστώσες αλλά αφορά κεντρικά ζητήματα εξουσίας: Δηλαδή την προεδρία στο ΠΑΣΟΚ και τη δυνατότητα -μελλοντικά- της πρωθυπουργίας. Κι όταν η διαμάχη γίνεται για την εξουσία, τότε τα ιδεολογικοπολιτικά και κοινωνικά προτάγματα μόνο ως καλαίσθητο «περιτύλιγμα» των μηχανισμών εξουσίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Διέθετε, άραγε, ο Γ. Παπανδρέου ένα «δικό του» πρότυπο για την οργάνωση του κόμματος και τη σχέση του με την κοινωνία; Κι αν ναι, πώς οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση της κομματικής αποδυνάμωσης, της ιδεολογικής αμορφίας, της αποσύνδεσης από την κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ, δηλ. σε μια κατάσταση που έχει μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σʼ ένα «πολυπολιτισμικό φαινόμενο» στο οποίο όλοι συνυπάρχουν, δίδοντας όμως ο καθένας τη δική του ερμηνεία για το «τι είναι» και ποιους εκπροσωπεί το ΠΑΣΟΚ;
Ασφαλώς ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ διαθέτει εδώ και πολλά χρόνια τη δική του αντίληψη. Αυτή συμπυκνώνεται στην άποψη για ένα αντιγραφειοκρατικό, αντιεξουσιαστικής δομής κόμμα και για μια κοινωνία που, σύμφωνα με τις σύγχρονες τεχνολογικές και κοινωνικές εξελίξεις, οργανώνεται και επικοινωνεί μέσα από δικτυακούς τόπους. Παρόμοια επιμέρους «κοινωνικά δίκτυα» συγκροτούν ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες ή οικονομικοκοινωνικά συμφέροντα.
Στη θέση, συνεπώς, των συλλογικών εκφράσεων, των κυρίαρχων ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεων, αναδείχθηκε, έστω και δειλά, έστω με παρεμβάσεις και οπισθοχωρήσεις, ένας νέος τύπος «ατομικότητας», ένα νέο πλαίσιο «ιδιαιτερότητας» που διατηρεί την αυτονομία του χωρίς όμως να μπορεί να αρθρωθεί σε κεντρικό – συλλογικό κοινωνικό και πολιτικοκομματικό επίπεδο.
Οι κυρίαρχες σήμερα –και κακοποιημένες από τους μεταμοντέρνους στοχαστές– έννοιες της «κοινωνίας των πολιτών» και της «δικτυακής» κοινωνίας αποτέλεσαν για τον Γ. Παπανδρέου τις «προμετωπίδες» του κοινωνικοπολιτικού του προτύπου. Ενός προτύπου που, κυριολεκτικά, αιωρείται στο κενό.
Πέρα από την αποδυνάμωση του κόμματος, την «έκπτωση» των πολιτικών – θεσμικών κέντρων αποφάσεων του Κινήματος, το «πρότυπο» αυτό οδήγησε στη ρευστότητα και στην κατάλυση των πολιτικοϊδεολογικών ορίων και της ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ. Γιʼ αυτό και η «φυγή» ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ -όχι μόνο προς ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ αλλά και προς κάθε κατεύθυνση- συντελέστηκε χωρίς να συναντήσει σοβαρές ιδεολογικές αναστολές. Μέσα από τη «θολή» και αποδυναμωμένη ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ «τα πάντα επιτρέπονται»…
Ποια «πολιτική ταυτότητα» αναδεικνύει ο Ε. Βενιζέλος; Μα στην υπερδεκαπενταετή πολιτική του διαδρομή με δυσκολία θα αναζητήσουμε μέσα από τη χειμαρρώδη –και πολλές φορές πομπώδη– φρασεολογία του κάποια ψήγματα «κοινωνισμού» και κάποιες συγγένειες με την «παραδοσιακή» ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ στα εθνικά θέματα ή σε σχέση με τις ακραίες επιλογές της οικονομίας της αγοράς.
Ποια σχέση όμως μπορεί να έχει η ταυτότητα του ΠΑΣΟΚ με το «εκσυγχρονιστικό» κατεστημένο, τα περιτρίμματα, τα «αποκαΐδια» του οποίου αποτελούν τον πολιτικό και οργανωτικό μηχανισμό που προωθεί τον Ε. Βενιζέλο στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ; Έναν μηχανισμό που η μόνη του επιδίωξη είναι η εσωκομματική «ρεβάνς» και η επάνοδος στην κυβερνητική εξουσία, επιλέγοντας έναν ηγέτη που δεν θα έχει άλλο κεντρικό στόχο από την εξουσία.
Για ποια «ταυτότητα» όμως του ΠΑΣΟΚ μπορούμε να μιλάμε; Γιατί το ΠΑΣΟΚ έχει απολέσει εδώ και χρόνια την πολιτική του αυτονομία και οι ηγεσίες του αναδεικνύονται και αποκαθηλώνονται ανάλογα με τις επιδιώξεις των ιδιοκτητών των ΜΜΕ και των φορέων της διαπλοκής. Πάντα με το δέλεαρ της κυβερνητικής εξουσίας.
Αν αυτή η βαθιά κρίση μπορεί να προσφέρει θετικές προοπτικές, αυτές δεν είναι άλλες από τον απεγκλωβισμό του ΠΑΣΟΚ και της πολιτικής του πορείας από τα συμφέροντα αυτά. Μόνο τότε θα μπορέσει να προστρέξει στις κοινωνικές δυνάμεις που το στηρίζουν για ολόκληρες δεκαετίες, μόνο τότε μπορεί να συνδεθεί με νέα παραγωγικά στρώματα, μόνο τότε μπορεί να δώσει πνοή και προοπτική στην ΠΟΛΙΤΙΚΗ που αποδυναμώνεται χρόνο με τον χρόνο, εγκλωβισμένη στα συμφέροντα της αγοράς και των ΜΜΕ.
Η επιλογή αυτή όμως προϋποθέτει ιστορικές ρήξεις με πρόσωπα και πολιτικές, προϋποθέτει απεγκλωβισμό από το όραμα του «παραδείσου» της κυβερνητικής εξουσίας. Προϋποθέτει ένα σύγχρονο κόμμα δημοκρατικά οργανωμένο με βαθιές κοινωνικές ρίζες και όχι με επιφανειακά επιχρίσματα «αριστερής» πολιτικής, όπως συστήνονται σήμερα από ορισμένους ως είδος συνταγής για ένα επείγον πολιτικό «λίφτινγκ»…
Ο πολιτικός κυνισμός, ο στυγνός ρεαλισμός, που οδηγεί με περισσότερες πιθανότητες στην εξουσία, σηματοδοτεί τον Ευάγ. Βενιζέλο. Η ιστορική παράδοση, η διάθεση για ανοχή και ενότητα, χωρίς πολλές ελπίδες όμως για ριζικές αλλαγές δείχνει τον Γ. Παπανδρέου…
Γιʼ αυτό και οι προσδοκίες μειώνονται, ενώ η πιθανότητα μιας διάσπασης γίνεται πια ορατή. Παραφράζοντας τον γνωστό στίχο του Καβάφη φαίνεται ότι «βλάπτουν κι οι δύο τους τη Συρία το ίδιο»… Χωρίς πάντως να μπορεί να αγνοηθεί ένα βασικό κριτήριο: Ότι δεν θα πρέπει, για άλλη μια φορά, τα συμφέροντα και η ιδιοκτησία των ΜΜΕ να επιβάλουν τον εκλεκτό τους…