Μια φορά και έναν καιρό

Μόλις βγήκανε σαν μπουλούκι από τη μαούνα και πάτησαν στη στεριά, στο λιμάνι της Μυτιλήνης, εκείνες τις φοβερές ημέρες του Σεπτέμβρη του 1922, η γιαγιά μου έκανε τον σταυρό της κι ορκίστηκε να μην πει ξανά ποτέ της ούτε μια λέξη γαλλικιά, ούτε καν ένα «μερσί», που θα έλεγε ενδεχομένως από συνήθεια. Κι ας μίλαγε «φαρσί» τα φραντσέζικα, γιατί είχε σπουδάσει σε γαλλικό σχολείο στη Σμύρνη, όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έστησε μιαν ευτυχισμένη οικογένεια με δύο παιδιά και σπίτι πάνω στο «quai», όπως αποκαλούσαν την προκυμαία και που μέχρι τον θάνατό της δάκρυζε σαν το θυμόταν… Σ’ αυτήν την προκυμαία, όπου το πλήθος… «συνωστιζόταν» και συνωθούνταν, μπας και βρει κάποιο πλεούμενο, για να γλιτώσει.

Θυμόταν και κοκκίνιζε το πρόσωπό της από οργή και η φωνή της αγρίευε, καθώς εξιστορούσε για τους γάλλους ναύτες που πάνω στα πολεμικά τους σκάφη, τα αγκυροβολημένα στα ανοιχτά, φέρονταν απάνθρωπα σε όσους κατέφθαναν αλλόφρονες για να σωθούν. Άνθρωποι αποκαμωμένοι, κολυμπούσαν ανάμεσα σε τουμπανιασμένα πτώματα, σε μια απονενοημένη προσπάθεια επιβίωσης, και άλλοι στοιβαγμένοι σε μια βάρκα φορτωμένη ως τα μπούνια, που ήταν θαύμα πώς δεν βούλιαξε με τόσο φορτίο. Τα κύματα κάθε τόσο τους κουκούλωναν και γέμιζαν το βαρκάκι με νερό. Απεγνωσμένα ζητούσανε βοήθεια και είχαν εναποθέσει την ελπίδα για τη σωτηρία τους στους φίλους και συμμάχους τους, που χριστιανοί ήταν κι αυτοί και στον ίδιο Θεό πιστεύανε. Λαός πολιτισμένος, ευαίσθητος, με υψηλόφρονα ιδανικά και με ανεπτυγμένα τα αισθήματα ανθρώπινης αλληλεγγύης, αν «έβηχαν» απλώς ή αν έκαναν πως γυρίζουν τα κανόνια τους προς τη στεριά, οι Τούρκοι θα το βάζανε στα πόδια. Αλλά οι Φραντσέζοι ούτε τα κανόνια τους έστρεψαν ούτε ένα «βήξιμο» ή κάτι άλλο παρεμφερές ακούστηκε που θα σταμάταγε το μακελειό.

Απλώς, ακουμπισμένοι οι ναύτες στην κουπαστή των καραβιών τους απολάμβαναν το θέαμα. Ίσως και να ευλογούσαν την τύχη τους που τους αξίωσε να δούνε… live, από κοντά, αυτές τις ιστορικές και ανεπανάληπτες στιγμές.

Την ίδια ώρα άλλοι πιο δραστήριοι συνάδελφοί τους χτυπούσανε και κλωτσούσαν με μανία όσους αρπάζονταν από ένα καραβόσχοινο, μιαν αλυσίδα ή από ένα κάποιο εξάρτημα, για να ξεφύγουν από το «μαχαίρι» που δούλευε ασταμάτητα.

Κι αν ένας τυχερός κατάφερνε με χίλια ζόρια να φτάσει και να σκαρφαλώσει, τον γραπώνανε οι ναύτες και σαν τσουβάλι τον πετούσανε ξανά στη θάλασσα. Κι ας φώναζε, ας «τσίριζε», ας εκλιπαρούσε…

Εκεί στην προκυμαία, όπου «συνωστίζονταν», έχανε το παιδί τη μάνα με την απόλυτη σημασία της λέξης. Βλέπανε οι δικοί μου τη φωτιά να κατατρώει και να προχωράει σταθερά προς το σπίτι τους, που το είχανε ήδη εγκαταλείψει. Έβλεπαν φλόγες να ξεπετιούνται και να φτάνουν στον ουρανό, χορεύοντας μέσα σε πυκνούς κατάμαυρους καπνούς που έκρυβαν τον ήλιο, κάνοντας τη μέρα νύχτα. Μια φοβερή δυσωδία από τα πτώματα που καίγονταν στους δρόμους ολοκλήρωνε το εφιαλτικό σκηνικό. Φωνές, κραυγές αγωνίας, οιμωγές και ουρλιαχτά ακούγονταν από τα γύρω, ανακατεμένα με τουρκικές βλαστήμιες και βρισιές. Και οι δικοί μου, με κάτι ελάχιστα που κατάφεραν να πάρουν μαζί τους, «συνωστίζονταν» στην προκυμαία και καρτερούσανε να δούνε τι τους επεφύλασσε η μοίρα…

Ένα ένα τ’ αρχοντικά τα καταβρόχθιζε η φωτιά και τ’ αποκαΐδια τους τα έπαιρνε ο αέρας και τ’ άπλωνε πάνω από την πόλη, στέλνοντάς τα σαν μαντάτο πως θα γίνουν όλα στάχτη και μπούρμπερη. Φορτωμένη η γιαγιά μου μ’ ένα «μπογαλάκι» με μια αλλαξιά ρούχα, έσφιγγε στην παλάμη της ένα μικρό ταπεινό σταυρουδάκι που μπορούσε να γίνει το τεκμήριο για τη σε θάνατο καταδίκη της, αν βρίσκονταν μπροστά τους οι τσέτες. Στο άλλο της χέρι βάσταγε «α λα μπρατσέτα» την εικοσάχρονη στρουμπουλή κόρη της, που δεν έπρεπε να τη δει «βασιβουζούκου» μάτι και γι’ αυτό όλο προσπαθούσε να την καλύψει με το σώμα της. Ευσεβής και θεοφοβούμενη, όλο μουρμούριζε όσες προσευχές ήξερε, επικαλούμενη τη βοήθεια της Παναγίας και της Αγίας Φωτεινής, της πολιούχου της Σμύρνης, που κι αυτή την ίδια ώρα δεχότανε τις… «αβρόφρονες» επισκέψεις των Τούρκων.

Το άλλο τους παιδί, το αγόρι, μόλις πάτησε τα δεκατρία, ένας τούρκος χαμάλης που είχανε στη δούλεψή τους, συμβούλευσε τον παππού να το στείλει στην ξενιτιά. Τον άκουσε και τον έστειλε σε κάτι συγγενείς στην Αίγυπτο. Έτσι, δεν έζησε τα πολλά και χειρότερα που τραβούσε το υπόλοιπο σόι. Ο άντρας μιας εξαδέλφης τους ήταν γιατρός. Πάνω στην αναμπουμπούλα ένας Τούρκος ήρθε σπίτι τους και ζήτησε τη βοήθειά του. «Άκου ντοκτόρ εφέντη», του εξήγησε. «Ο πατέρας μου είναι βαριά άρρωστος. Έλα να τον κάνεις καλά. Αλλά να ξέρεις, αν πεθάνει, θα πεθάνεις κι εσύ!».

Πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη πήρε ο γιατρός το βαλιτσάκι με τα ιατρικά του συμπράγκαλα και ξεκίνησαν, αλλά, όταν φτάσανε στο κονάκι του, ο άρρωστος τα είχε τσιτώσει. Ο βαρυπενθών υιός κράτησε προφανώς τον λόγο του και ο «ντοκτόρ εφέντης» δεν γύρισε σπίτι του ποτέ. Τον κακοκέφαλο σύζυγο μιας ανιψιάς τους τον έφαγε η περιέργεια. Στον δρόμο γινότανε χαμός. Οι τσέτες καβαλάρηδες όσους έβρισκαν μπροστά τους τους «κλαδεύανε». Εκείνος ντύθηκε, στολίστηκε, φόρεσε το «παγιασόν» του, πήρε το μπαστουνάκι του και βγήκε για να «μάθει τα χαμπέρια», όπως είπε. Τα έμαθε. Μόνο που δεν ξαναγύρισε να τα πει, να τα μάθουν κι οι άλλοι. Κι αυτοί δεν ήταν οι μόνοι απόντες από το προσκλητήριο, όταν οι κουτσουρεμένες οικογένειες χρόνια μετά άρχισαν σιγά σιγά να ανταμώνουν…

Μέσα στον κουρνιαχτό βρέθηκε ένας γνωστός που δούλευε στο ιταλικό προξενείο. Με πολλά παρακάλια και περισσότερα εύλογα και τρανταχτά επιχειρήματα, δέχθηκε και έδωσε στους δικούς μου μια βεβαίωση πως είναι «ιταλοί υπήκοοι που επιστρέφουνε στην Ιταλία». Με τη σφραγίδα λοιπόν του «κονσολάτου» μπόρεσαν να επιβιβαστούν σε κάποιο σαπιοκάραβο, γιατί οι ξένοι υπήκοοι είχανε προτεραιότητα σε όλα απ’ όλους. Έτσι επέζησαν και ύστερα από ένα σύντομο αλλά εφιαλτικό ταξίδι πάτησαν σώοι στο χώμα της φιλόξενης Μυτιλήνης, που άνοιξε την αγκαλιά της για να χωρέσουν όσοι ξεγλίστρησαν από του χάρου τα δόντια και θα γνώριζαν τώρα την πικρή ζωή της προσφυγιάς…


Σχολιάστε εδώ