ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΜΑΝΙΑ ΝΑ ΤΩΡΑ… Η ΑΦΑΣΙΑΚΗ ΑΝΙΑ
Οι πόλεις ησυχάσανε
Καί τά χωριά επίσης
καί ούτε φλόξ υφίσταται
νά πάς καί νά τήν σβήσεις.
Μιά ησυχία θλιβερά
τήν Χώρα δυναστεύει
κι η πλήξις ως Μογγόλιος
τούς οίκους κυριεύει.
Η νύχτα περιέρχεται
οδούς τε ως καί ρύμας,
αλαλιασμένος βούβαλος
πού φέρνουν οι καιροί μας.
Μία νωθρότης απειλεί
τό νούν μας καί τό σώμα
κι η ατονία σέρνεται
ως όφις είς τό χώμα.
Οι κλίνες δέν γνωρίζουσι
τού έρωτος τήν πράξη
καί όλοι ομοιάζουμε
μέ πλοίον πού έχει αράξει.
Ουδείς σηκώνει κεφαλή
τά άστρα τά βαριέται
κι ο ήλιος μεσουράνιος
ούτε κι αυτός κουνιέται.
Είς τά βουνά ψηλά εκεί
ασάλευτες κατσίκες
καί τά ξωκλήσια έρημα
αρνούνται θείες δίκες.
Οι ταξιτζήδες υπνηλείς
αράζουσι στά πάρκα
καί στά μουράγια δυστυχώς
ούτε κουνιέται βάρκα.
Τά καζανάκια τής νυκτός
εσίγησαν καί κείνα
καί μόνον κάποιοι πωληταί
κινούνται απ’ τήν Κίνα.
Ο ριγηλός ο έρωτας
αυτός καί άν υπνώττει,
(οι πρώτοι τώρα έπονται
καί παύουν νά ‘ναι πρώτοι).
Χιλιάδες πιά οι μαστροποί
μπαίνουν στήν ανεργία
καί τών ανδρών τά όργανα
δηλώνουν απεργία.
Καί θλίβομαι ως κόρακας
κι αναφωνώ καί κράζω
καί ως παπάς σε κήδευση
σειρά ψαλμών διαβάζω.
Πού είν’ η Χώρα η φαιδρά
π’ ανθεί πορτοκαλέα
πού γένναγε τόν έξυπνο
κι έθλιβε τόν μαλέα;
Πού είναι τά περήφανα
τά γηρατειά, θεέ μου.
Πού είν’ οι νεολαίοι μας
πές μου, θεέ μου, πές μου.
Πού πήγαν οι ζεϊμπέκηδες
κι οι τόσοι «νταβατζήδες»,
εσύ πού βρίσκεσαι ψηλά
πές μου εάν τούς είδες.
Διατί μιά τόση ερημιά
μιά τόση ακινησία,
εις τήν Ελλάδα βρίσκομαι
ή μήπως σ’ εκκλησία;
Καί μ’ απαντάει ο θεός
απ’ τά μεγάλα ύψη
χωρίς κάν νά καταδεχτεί
ολίγον τί νά σκύψει:
«Μήν δέρνεσαι, ρέ Μιχαλιό
κάνε κουράγιο, κάνε,
πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς
πάλι δικά σας θά ‘ναι».
Καί ήσυχος πλέον εγώ
αρχίζω ν’ αρμενίζω
εις τά πελάγη τής χαράς
καί διαρκώς ελπίζω.
Κι ελπίζοντας ευελπιστώ
κι ευελπιστώντας κλαίω
λυπούμενος τόν Έλληνα
πού έχρισαν πειναλέο.
…………………………………………
…………………………………………
Ο Θεός δέν λέει ποτέ ψέματα.
Αλλά: Μέχρι νά φύγουμε
από τήν ραστώνη και ανία, τά ντόπερμαν τής διαπλοκής,
φυλάσσοντα Θερμοπύλες, θά έχουν κατασπαράξει τό πάν.