ΛΕΣΧΗ Ή ΚΟΜΜΑ;

Πριν από όλα πρέπει να διακρίνουμε την πραγματικότητα και να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Και μετά να πάμε στην αξιολόγησή της και στα σενάρια που μπορεί να προκύπτουν, τον ρόλο των συμφερόντων, οικονομικών και άλλων, τις επιδιώξεις, το ποιον θέλουν για αρχηγό του ΠΑΣΟΚ κ.λπ. Η πραγματικότητα περιέχει δύο βασικές παραδοχές. Η πρώτη είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έχασε τις εκλογές με διαφορά που πλησιάζει το 4%. Η δεύτερη είναι ότι σημείωσε το χειρότερο ποσοστό του από το 1981 και μετά. Ο πίνακας με τα στοιχεία είναι εξαιρετικά διαφωτιστικός:

ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΑΣΟΚ

1981 48,07
1985 45,82
Ιουν. 1989 39,13
Νοεμ. 1989 40,68
1990 38,61
1993 46,88
1996 41,49
2000 43,79
2004 40,55
2007 38,11

Ακόμα και στην περίοδο των παραπομπών και της συγκυβέρνησης συγκέντρωσε ποσοστό 38,61%, ενώ σήμερα έπιασε μόλις το 38,10%. Με αυτά τα δεδομένα κάθε πολιτικός οργανισμός οφείλει να αναθεωρήσει τον σχεδιασμό και την πορεία του. Κυρίως όταν αυτός ο οργανισμός είναι κόμμα εξουσίας που δεν μπορεί να υφίσταται τη μια ήττα μετά την άλλη, θεωρώντας πως όσα λέει είναι σωστά και φταίνε οι πολίτες που δεν καταλαβαίνουν ή δεν ενθουσιάζονται με όσα το κόμμα λέει και προτείνει. Ακόμα κι αν είναι σωστά, αξιόπιστα και περίφημα, το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει, αποτέλεσμα που διαμορφώνεται από την επιλογή των πολιτών. Εάν οι πολίτες δεν εγκρίνουν την πρόταση, αλλά, σε ό,τι αφορά στη διακυβέρνηση της χώρας επιλέγουν άλλη πρόταση, τότε οφείλεις να ξαναδείς την πρότασή σου. Όχι τους πολίτες. Εάν ο πολιτικός οργανισμός είναι πολύ σίγουρος για την πρότασή του οφείλει να την κάνει προσιτή και κατανοητή στους πολίτες. Εάν και πάλι δεν τα καταφέρει, οφείλει να κάνει κάτι άλλο.

Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι λέσχη ιδεών, αλλά κόμμα εξουσίας. Δεν έχει στόχο τη συγκέντρωση των μελών του προκειμένου ως κλειστό κλαμπ να συζητήσουν για την επικοινωνιακή δυνατότητα του διαδικτύου ή την προπαγάνδιση των καλών της «πράσινης οικονομίας» (!), αλλά τη συγκρότηση μιας συγκεκριμένης λειτουργικής πρότασης που θα ξαναδώσει στους πολίτες λόγο ικανό για να το ψηφίσουν, για να κυβερνήσει. Αυτό δεν συνέβη στις εκλογές που πέρασαν. Δεν συνέβη ούτε στις εκλογές του 2004. Άρα το ΠΑΣΟΚ πρέπει να κάνει κάτι δραστικό. Η μελέτη των αιτίων για τις δύο ήττες δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα, μια και το ΠΑΣΟΚ, όπως είπαμε, είναι κόμμα και όχι λέσχη ιδεών.

Επίσης είναι προφανές ότι κάποιος πρέπει να εξηγήσει στον κόσμο (κυρίως σε αυτόν που ξαναψήφισε ΠΑΣΟΚ) τι συνέβη την Κυριακή και το αποτέλεσμα ήταν το χειρότερο μέσα σε 26 χρόνια. Δεν είναι αυτονόητο και στην πολιτική δεν υπάρχουν αυτονόητα. Και φυσικά να εξηγήσει με σαφήνεια και όχι ακατάληπτες εκφράσεις που θυμίζουν μετάφραση από εγχειρίδιο ξένου κατασκευαστή κάποιου προϊόντος. Μοιραία, η όλη διαδικασία περιλαμβάνει και τη λογοδοσία του επικεφαλής, του ηγέτη. Ο οποίος, πρώτος εκείνος, οφείλει να αναλαμβάνει τις ευθύνες και όχι μόνο φραστικά.

Το ότι φθάσαμε σήμερα στο σημείο ακόμα και άνθρωποι που αντιπαθούν τον Β. Βενιζέλο να τον θεωρούν λύση για το ηγετικό πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ παραπέμπει ευθέως στη διαπίστωση ότι ο Γ. Α. Παπανδρέου ως αρχηγός έχει αποτύχει.

Ας το πούμε αλλιώς. Όταν ο Κων. Σημίτης ψηφίστηκε για πρωθυπουργός από την πλειοψηφία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ, στις 18 Ιανουαρίου 1996, δεν ήλεγχε πάνω από 20-30 βουλευτές. Όταν λίγους μήνες μετά, στις 30 Ιουνίου, έγινε και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν ήλεγχε πάνω από το 10% των οργανωμένων στελεχών του κόμματος. Όμως τόσο οι βουλευτές όσο και τα στελέχη σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές του ιδίου έτους εκτίμησαν ότι αυτός είναι που μπορεί να τους διατηρήσει στην εξουσία. Και τον εξέλεξαν. Δεν τον αγάπησαν. Ο Κ. Σημίτης δεν ζήτησε από κανέναν να τον αγαπήσει, να τον ψηφίσουν ζήτησε και αυτός θα τους κρατούσε στην εξουσία. Και το έκανε λίγο μετά, όταν τον Σεπτέμβριο του 1996 κέρδιζε τη ΝΔ του Μιλτιάδη Έβερτ με 41,49% έναντι 38,12%. Και το ξανάκανε 4 χρόνια μετά, όταν το 2000 ξανακέρδισε -οριακά- τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή με 43,79% έναντι 42,74%. Ήταν ο άνθρωπος πού ήρθε «να κάνει τη δουλειά», γι’ αυτό τον διάλεξαν και έμεινε οκτώ χρόνια πρωθυπουργός και εφτάμισι αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, μισώντας και ο ίδιος το ΠΑΣΟΚ, στο οποίο πάντα οι απόψεις του ήταν μειοψηφικές.

Σήμερα ο Β. Βενιζέλος παρουσιάζεται ως ανάγκη, όχι ως επιλογή. Λέει και ίσως πείθει ότι είναι εδώ για να κερδίσει, για να ξανακάνει το ΠΑΣΟΚ και τον κόσμο του περήφανους. Και αυτή είναι η αίσθηση που χρειάζεται ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ, πέρα από το αν αρκετοί είναι ενοχλημένοι από τον «μπουλντοζοειδή» τρόπο που εισέβαλε στην καθημερινότητα όλων, κομματική και μη. Τα κόμματα ως οργανισμοί λειτουργούν πάνω απ’ όλα με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, αδιαφορώντας για το πόσο συμπαθής (και αναμφίβολα ο Β. Βενιζέλος δεν είναι τόσο ξένος και απόμακρος όσο ο Κ. Σημίτης) είναι αυτός που μπορεί να τα οδηγήσει εκ νέου στην εξουσία. Ακριβώς σε αυτό το σημείο βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ. Μένει να δούμε προς τα πού θα κάνει το βήμα.


Σχολιάστε εδώ