Εκλογές σε καθεστώς τηλεοπτικής ολιγαρχίας

Το τοπίο της ενημέρωσης την προεκλογική περίοδο ελάχιστα απέκλινε από την περιγραφή του διευθυντή της μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας, «Los Angeles Times», John Carrol, ο οποίος σε διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, στις 7 Μαΐου 2004, με τίτλο, «Λύκος με δημοσιογραφική προβιά -Η άνοδος της ψευδοδημοσιογραφίας στην Αμερική» παρατηρούσε:

• «Σε ολόκληρη τη χώρα συναντά κανείς γραφεία που μοιάζουν με δημοσιογραφικές αίθουσες και είναι άνθρωποι σ’ αυτά τα γραφεία που δείχνουν όπως ακριβώς οι δημοσιογράφοι, αλλά δεν ασκούν δημοσιογραφία. Αντιμετωπίζουν το ακροατήριο με ψυχρό κυνισμό. Κάνουν αυτό που ονομάζω ψευδοδημοσιογραφία και βλέπουν το ακροατήριό τους ως μία αγέλη που μπορούν να την καθοδηγήσουν…»!

Την τελευταία 20ετία, και στην Ελλάδα, η ολιγοπωλιακή διαχείριση των ΜΜΕ μετάλλαξε τη φυσιογνωμία των εκδοτικών επιχειρήσεων. Δεν είναι πια οι «ειδικές επιχειρήσεις», οι οποίες ενώ ανήκαν σε ιδιώτες, εξυπηρετούσαν παράλληλα και το συμφέρον των πολιτών (δημόσιο συμφέρον), και το κέρδος δεν ήταν ο μόνος στόχος, αλλά ένας από τους στόχους.

Η γιγαντιαία ανάπτυξη των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, κυρίως η Τηλεόραση, ολιγοπωλιακή στη διαχείρισή της, πλέκει καθημερινώς έναν ασφυκτικό βρόχο γύρω από τις ελάχιστες ανεξάρτητες εφημερίδες που συνεχίζουν να λειτουργούν και βλέπουν την κυκλοφορία τους να συρρικνούται και να είναι όλο και περισσότερο εξαρτημένες από τις διαφημιστικές εταιρείες και εκτεθειμένες στις βλέψεις των ολιγαρχών της ενημέρωσης!

Το φαινόμενο βεβαίως δεν είναι μόνο ελληνικό. Και στη μικρή χώρα μας ο σύγχρονος επικοινωνιακός μηχανισμός χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των μονοπωλίων και στον ορίζοντα προβάλλουν με δραματικό τρόπο οι προειδοποιήσεις του Τζωρτζ Οργουελ και του Άλντους Χάξλεϋ «για την απατηλή πρόοδο του κόσμου που ελέγχεται από την αστυνομία της σκέψης…»!

Στην ελληνική μικροκλίμακα των ΜΜΕ η άγραφη υποχρέωση του δημοσιογράφου να μεταδίδει την αλήθεια, να παρουσιάζει μια άποψη με ακρίβεια ή τις απόψεις που υπάρχουν ισορροπημένα, να είναι αμερόληπτος, εξακολουθεί να είναι πρωταρχική, τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες.

Ειδικότερα αυτή η ισορροπία συνταγματικής ελευθερίας των ΜΜΕ και της άγραφης υποχρέωσης για υπευθυνότητα όχι μόνο δεν γίνεται κατανοητή, αλλά και δεν ακολουθείται από τους «τηλεστάρ της δημοσιογραφίας»!

• «Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μερικοί δημοσιογράφοι που έρχονται σε συχνή επαφή με επώνυμους γίνονται το ίδιο κακομαθημένοι και πλούσιοι επώνυμοι και οι ίδιοι», σημειώνει ο Ian Hargreaves, διακεκριμένος βρετανός δημοσιογράφος και καθηγητής της δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ.

Και συνεχίζει:

• «Οι μισθοί των συγκεκριμένων επώνυμων τηλεστάρ της δημοσιογραφίας ανέρχονται σε εκατοντάδες, αν όχι εκατομμύρια ευρώ και σαν τους στάρ του αθλητισμού, τους ηθοποιούς και τα μοντέλα, μερικοί εμφανίζονται να ενδιαφέρονται υπερβολικά για τη μεγιστοποίηση της αξίας του ονόματός τους, είτε με περιοδείες είτε με διαλέξεις είτε με εγκαίνια σούπερ μάρκετ είτε ανοίγοντας επιχειρηματικά συνέδρια, ή ακόμη και συμμετέχοντας σε διαφημίσεις προϊόντων…».

Είναι ενδεικτικό και σύμφωνα με τους όρους που έχει επιβάλει στην πολιτική ζωή της χώρας η «τηλε-Δημοκρατία», στην κοινή εμφάνιση των πολιτικών αρχηγών στην TV αγνοήθηκαν οι «εργάτες της έντυπης δημοσιογραφίας» και η επιλογή περιορίσθηκε στην παρουσία και μόνο των τηλεστάρ των δελτίων ειδήσεων!..

Είναι κοινός τόπος στο ομιχλώδες τοπίο της ελληνικής τηλεδημοσιογραφίας: «το στοιχείο του ενδιαφέροντος είναι πάνω από το στοιχείο της σημασίας μιας είδησης, αλλά και της ίδιας της αλήθειας»!

Έγκριτοι μελετητές του τοπίου της τηλεδημοσιογραφίας (John MacManus, Ian Hargreaves, Ιγνάσιο Ραμονέ, Andrew Boyd, Ronald Fletcher κ.ά.) μαστιγώνουν τον τρόπο με τον οποίο ενασκείται η τηλεοπτική δημοσιογραφία και καταγγέλλουν:

• «Τα χειραγωγημένα, ακόμα και τα «κατασκευασμένα» ρεπορτάζ αυξάνονται συνεχώς. Τα ρεπορτάζ που στηρίζονται σε «ανώνυμες πηγές» πολλαπλασιάζονται. Οι ανώνυμες πηγές τείνουν να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, ακόμη και το ερευνητικό ρεπορτάζ. Ασήμαντα γεγονότα μεγαλοποιούνται, ενώ άλλα σημαντικά υποβαθμίζονται γιατί δεν προκαλούν ενδιαφέρον… Το γεγονός έρχεται δεύτερο, εκείνο που έχει σημασία είναι η δράση, η σύγκρουση, το κρεσέντο, η συναισθηματοποίηση που συγκινεί όλους… Η εικόνα, με στοιχεία μάλιστα μυθοπλασίας πολλές φορές, κυριαρχεί παντού. Ενώ ο λόγος, η βάση της επικοινωνίας, υποβαθμίζεται συνεχώς… Η ερευνητική δημοσιογραφία παρακμάζει μέσα από κρυφές κάμερες και «κοριούς»… Η ερευνητική δημοσιογραφία αξιοποιείται μόνο για να καταστρέφει υπολήψεις…».

Δυστυχώς και οι ανεξάρτητες ελληνικές εφημερίδες δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν την παγίδα της τηλεδημοσιογραφίας και ακολουθούν την τηλεοπτική συνταγή: Οι πληροφορίες να έχουν τα τρία βασικά τηλεοπτικά χαρακτηριστικά -να είναι εύκολες, σύντομες και διασκεδαστικές.

Αυτή η εικόνα, όμως, αποπροσανατολίζει τους πολίτες-αναγνώστες που δεν βρίσκουν πλέον στις σελίδες των εφημερίδων μια διαφορετικά ανάλυση, πιο βαθιά, πιο σφαιρική, πιο απαιτητική από αυτές που προτείνει το τηλεοπτικό δελτίο. Απογοητεύονται και εγκαταλείπουν τις εφημερίδες και μόλις το 3 με 5% των Νεοελλήνων διαβάζει πλέον εφημερίδες και το ποσοστό αυτό μειώνεται συνεχώς.

Όμως, «η ενημέρωση εξακολουθεί να αποτελεί μια παραγωγική δραστηριότητα που είναι αδύνατον να ασκηθεί χωρίς προσπάθεια που απαιτεί μια διανοητική συμμετοχή. Μια δραστηριότητα αρκετά ευγενής στα δημοκρατικά καθεστώτα, ώστε να αξίζει να της αφιερώσει ο πολίτης ένα μέρος του χρόνου του, των χρημάτων του και της προσοχής του» (Ιγνάσιο Ραμονέ: «Η Τυραννία των ΜΜΕ»).


Σχολιάστε εδώ