Στην ολόμαυρη ράχη της Αρτέμιδας…
Ήταν λίγο πριν από τις 10 το πρωί της Τετάρτης όταν στην εκπομπή του Γιώργου Παπαδάκη στον ΑΝΤ1, από τις στάχτες της Πελοποννήσου ο παπα-Δημήτρης άρχισε την αφήγησή του για εκείνα τα τρομακτικά, τα χωρίς προηγούμενο, που έζησε… Και ακούγοντάς τον δεν υπήρξε καρδιά που να μη ράγισε.
Είναι ένα μνημείο περιγραφής, ένα κείμενο αρχαίας τραγωδίας, που δείχνει ότι η Εκκλησία είναι εδώ, ζει δίπλα μας.
Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να μην το στερηθείτε…
«Πρώτον, με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσαμε όλοι την αρχή της φοβερής πύρινης λαίλαπας που κατέτρωγε τα σπλάχνα της Ελλάδας μας, της πατρίδας μας. Έκαψε περιουσίες, έκαψε δέντρα και, το χειρότερο, έκαψε ανθρώπινες ψυχές.
Το ερώτημά μου είναι το εξής:
Γιατί άραγε;
Αυτό θα πλανάται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το καθήκον της ιεροσύνης και ο ανθρωπισμός μου μού επέβαλαν από την πρώτη στιγμή να τρέξω στα πυρόπληκτα χωριά της Αρκαδίας, από τα οποία και κατάγομαι.
Δεύτερον, με πόνο ψυχής έφτασα στο καμένο ολοσχερώς χωριό, στην Αρτέμιδα.
Ανεβαίνοντας τον καμένο δρόμο, δεξιά και αριστερά καμένα τα πάντα. Με τρεμάμενα χέρια και ψυχή έφτασα στο σημείο όπου συνέβη το ολοκαύτωμα με τους 17 ή και περισσότερους νεκρούς.
Λευκά στεφάνια μέσα σε μια καμένη γη, προχώρησα με βήμα αργό, ζήτησα από τον πρώτο πυρόπληκτο κάτοικο της περιοχής να τελέσουμε ένα τρισάγιο στη μάνα και τα 4 παιδιά. Τα 4 αγγελούδια που δεν γνώρισαν ακόμη τον κόσμο και έφυγαν τόσο ξαφνικά και πέταξαν σαν λευκά περιστέρια κοντά στον πλάστη και δημιουργό.
Όντως είμαι πολύ συγκινημένος και δακρύζω συνεχώς.
Φτάνω στο παλιό σχολείο που έχει μετατραπεί σε κέντρο συλλογής των αγαθών.
Η ανθρωπιστική βοήθεια στο έπακρον, αλλά και η Εκκλησία είναι ζώσα, όποιος θέλει να την πιστεύει και την πιστεύει είναι καλό.
Φτάνω, βάζω το πετραχήλι μου και αρχίζω να ψελλίζω την τρισάγια δέηση για τις ψυχές που χάθηκαν. Δεν μπόρεσα να συνεχίσω, γονάτισα, έκλαψα και φίλησα το καμένο χώμα, όπου είχε δεχτεί η γη της Αρτέμιδος τις ανθρώπινες αυτές αθώες ψυχές.
Θεώρησα καλό να περπατήσω στην ολόμαυρη ράχη της Αρτέμιδος, συλλογίστηκα και είπα: κάηκαν σπίτια, κάηκαν άνθρωποι, κάηκαν περιουσίες.
Η ελληνική ψυχή όμως δεν κάηκε, γιατί πέρασαν διώκτες, τύραννοι, Τούρκοι, Γερμανοί και έκαψαν τα πάντα.
Από την τέφρα της η Ελλάδα μας, η χώρα μας, ο πολιτισμός μας θα αναδύεται συνεχώς.
Θεώρησα καλό, και από πρόσκληση του κ. Α. Παπαδάκη, έμεινα απόψε στην Αρτέμιδα. Με φιλοξένησε ο πρόεδρος του χωριού, βγήκα στην πλατεία, μαζεύτηκαν οι πυρόπληκτοι και οι πυροπαθείς της Αρτέμιδος και κάθισα μαζί τους για ώρες.
Μέσα σε μια καμένη γη, από το τρεμάμενο φως της γεννήτριας και με το φως του φεγγαριού, τους μίλησα παρηγορητικά.
Έσφιξα το χέρι τους, περιηγήθηκα όλο το χωριό, καμένα τα πάντα.
Φτάνω σε ένα σπίτι που κι αυτό υπέστη την καταστροφή και την απώλεια προσφιλών προσώπων.
Σε ένα ξυλοκρέβατο κείται μια γιαγιά.
«Ποιος είναι αυτός, παιδί μου;»
«Ένας παπάς.»
Της σφίγγω το χέρι, τη φιλώ στο μέτωπο και βλέπω ένα σώμα τελείως ταλαιπωρημένο και ένα βλέμμα απλανές να κοιτάει το πουθενά και με μάτια βουρκωμένα.
«Παπά μου, τώρα πρέπει να πεθάνω.»
«Πώς σε λένε γερόντισσα», τη ρωτάω.
«Παγώνα, παπά μου.»
«Οφείλεις, γιαγιά, να απλώσεις τα φτερά και την ουρά σαν το παγόνι και να σκεπάσεις την Αρτέμιδα, η οποία από σήμερα θα αρχίσει να ορθοποδεί.»
Στα χέρια μου κρατώ σφιχτά δυο μποτίλιες, μία με κρασί και μία με λάδι, περυσινές των κατοίκων της περιοχής και γράφουν επάνω «από το ολοκαύτωμα της Αρτέμιδος το λάδι, να μας θυμάστε»!
Το άλλο, το κρασί από τα αμπέλια τους, γράφει από την Αρτέμιδα.
Μου είπαν πάρ’ τα παπά, να το πιεις το κρασί και να βάζεις το ωραίο μας το λάδι στη σαλάτα. Τους είπα «όχι».
Και εκεί ανέτρεξα στην Καινή Διαθήκη και οφείλω να το πω.
Στην πρώτη εκκλησία, όταν κάποιος αρρώσταινε καλούσαν τους πρεσβύτερους της εκκλησίας και τους άλειφαν με λάδι και κρασί.
Τα δύο συστατικά για την αρρώστια, την ψυχική και τη σωματική.
Από την πρώτη στιγμή περιήγα όλες τις περιοχές, γιατί αυτό μου επέβαλλε το καθήκον το ανθρωπιστικό και το καθήκον της ιεροσύνης.
Να πιστεύετε και να ξέρετε ότι ακράδαντα η Εκκλησία μας είναι ζωντανή και προσφέρει και είναι συμπαραστάτης σε κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη.
Να είστε πεπεισμένοι πως η Εκκλησία είναι ζώσα και παρούσα σε κάθε προσταγή-διαταγή που παρουσιάζεται.