μια φορά κι έναν καιρό
Κάνοντας «μακροβούτια» στο παρελθόν, για να περιγράψουμε την περιρέουσα ατμόσφαιρα των προεκλογικών περιόδων, μιας άλλης μακρυνής εποχής, πρέπει να επισημάνουμε κάτι χαρακτηριστικό, τώρα που όλοι μας μιλούμε για «ποιότητα ζωής», τώρα που ψάχνουμε για… καλότροπους, εμφανίσιμους και καλοζωισμένους «ψύλλους» σε… αποστειρωμένα άχυρα, ας δούμε πώς αντιμετώπιζε η Ελλάδα του 1930 τον πολίτη. Τότε η Ελλάδα ήταν ένα πάμφτωχο κράτος, με ανοιχτές και πυορρούσες ακόμη πληγές από τον εικοσαετή σχεδόν πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή, με εκατομμύρια ανέστιους πρόσφυγες, όπου τα πάντα μπορεί να είχαν χαθεί, όμως η Πολιτεία, όπως κι οι άνθρωποι, είχανε διατηρήσει τη φιλοκαλία τους. Μπορεί τότε στις εκλογές που προκηρύσσονταν κάθε λίγο και λιγάκι η «βία και η νοθεία» να είχαν ενεργό συμμετοχή. Μπορεί και οι «μαγκούρες» να προσέθεταν αδιάσειστα επιχειρήματα για τη… «μεταστροφή» των εκλογέων. Μπορεί τέλος να ξεσπούσαν κινήματα και «επαναστάσεις», αλλά, όλα κι όλα.
Το κράτος της πάμφτωχης Ελλάδας εφοδίαζε τους ψηφοφόρους με εκλογικά βιβλιάρια που ήταν άψογα σε εμφάνιση, «χάρμα ιδέσθαι», απόλυτα εναρμονισμένα με το ύψιστο δικαίωμα που εκαλείτο να ασκήσει ο πολίτης. Ήταν τα «διαβατήρια» που οδηγούσαν στην κάλπη και γιʼ αυτό έπρεπε να εμπνέουν στον κάτοχό τους σεβασμό, με την καλαισθησία και τη ποιότητά τους. Ήταν μια μικρογραφία βιβλίου με εξήντα σελίδες, η καθεμία των οποίων έγραφε με ωραία τυπογραφικά στοιχεία πως:
«Ο εν τη πρώτη σελίδι σημειούμενος εκλογεύς, εψήφισε». Και από κάτω υπογραφές και ημερομηνίες, σταθμοί κάποτε σημαντικοί στη πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Εξωτερικά είχαν ένα χοντρό πανόδετο εξώφυλλο, ντυμένο μʼ ένα «σοβαρό και αξιοπρεπές» γκρι ύφασμα όπου ο καλλιτέχνης βιβλιοδέτης είχε βάλει στο δέσιμό τους όλο το μεράκι, για να τους προσδώσει την πρέπουσα επισημότητα, κι ας μη προοριζότανε για κάποια φανταχτερή βιτρίνα.
Τα βιβλιάρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τελευταία φορά στις εκλογές της 26 Ιανουαρίου του 1936. Κατόπιν, μεσολάβησαν η δικτατορία και η κατοχή, όσοι δε επέζησαν τα ανέσυραν ξεχασμένα σε κάποιο συρτάρι, για να τους προσφέρουν και πάλιν τις υπηρεσίες τους δέκα χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 1946 και τα… δημοψηφίσματα. Προηγουμένως τους έγινε αναθεώρηση με τον Αναγκαστικό Νόμο 392/1945.
Διάδοχοι τους ήταν τα μεταπολεμικά,
τα «καρμίρικα», τα χωρίς προσωπικότητα, που διατηρήθηκαν μέχρι πρόσφατα. Μʼ ένα απλό χαρτόνι για εξώφυλλο και δεκαοκτώ σελίδες, που όταν συμπληρώνονταν, έπρεπε να τρέχεις στο Πρωτοδικείο, να στέκεσαι στην ουρά, για να σου προσθέσουν καινούργιες, κι από πάνω να τις κοιτάζουν καχύποπτα τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής την ώρα της ψηφοφορίας. Αλλά για να επανέλθουμε σʼ εκείνη την προπολεμική εποχή, η ψηφοφορία δεν γινόταν όπως στις μέρες μας σε σχολεία ή άλλους χώρους που καθορίζονται ως «εκλογικά τμήματα» αλλά στις… εκκλησίες.
Πρωί πρωί της Κυριακής, «άμα τη Έω…» εστήνετο ένα παραβάν κάτω από τον Άμβωνα και μπροστά από παγκάρι και τα μανουάλια τοποθετούσαν την κάλπη και πέριξ αυτής βρισκόταν η εφορευτική επιτροπή φορώντας τα «καλά της», όπως η περίσταση επιβάλλει. Η Εκκλησία σκοτεινή, με μια ησυχία διάχυτη και με χαμηλόφωνες ομιλίες διεξαγόταν η ψηφοφορία. Ούτε πολυελαίοι υπήρχαν αναμμένοι ούτε αγιοκέρια έκαιγαν μπροστά στην εικόνα κάποιου αγίου, το όνομα του οποίου ίσως να παρέπεμπε σε… συνονόματο του υποψηφίου, παραβιάζοντας έτσι την απαγόρευση ψηφοθηρίας… Και ακόμα, αν παρίστατο ιερεύς, απαγορευόταν να… εξομολογεί και για τον λόγο αυτόν, δεν ετελείτο Θεία λειτουργία. Ούτε οι καμπάνες εκρούοντο διότι δεν ήθελαν και πολύ να εκλάβουν τον ήχο τους σαν… έναρξη κινήματος. Και στους στρατώνες, οι φαντάροι και τα «ευζωνάκια», καρτερούσαν τούτη τη στιγμή για να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στη λαοπρόβλητη κυβέρνηση των… όπλων. Τότε, σʼ εκείνες τις ιστορικές εκλογές του 1936, με πήρε ο πατέρας μου από το χέρι και πήγαμε στον Άγιο Σώστη, την ενορία μας, για να «ψηφίσουμε». Γκρίνιαξε βέβαια η μάνα μου: «Τι το θες το παιδί μαζί σου;», επειδή το κίνημα του ʼ35 ήτανε πρόσφατο και φοβόταν μήπως γίνουνε τίποτα ταραχές, αλλά ποιος με κρατούσε. Αμφιταλαντεύθηκε προς στιγμήν ο πατέρας, αλλά έβαλα τα κλάμματα κι η μάνα μου υποχώρησε. Φτάσαμε στη θεοσκότεινη εκκλησία όπου βλοσυροί βυζαντινοί άγιοι συναγωνίζονταν τα βλοσυρά μέλη της εφορευτικής επιτροπής. Πήραμε τα ψηφοδέλτια και τραβήξαμε προς το «παραβάν» για να «ψηφίσουμε» το κόμμα που θα μας αντιπροσώπευε για μια ολόκληρη τετραετία. Μόλις έκανα να διαβώ το «ιδιαίτερο», πετάχτηκε επάνω ο πρόεδρος της εφορευτικής και έξαλλος έβαλε τις φωνές: «Έξω το παιδί από το ιδιαίτερο.
Τι δουλειά έχει το παιδί στο ιδιαίτερο; Βγάλτε το έξω από την εκκλησία…».
Φοβισμένος και δακρυσμένος, με βαριά θλίψη στην καρδιά, βγήκα στο κηπάκι και «κούρνιασα» σε μια γωνία, περιμένοντας να «ολοκληρώσει» ο πατέρας μου το καθήκον του. Στις εκλογές εκείνες ετηρήθη με θρησκευτική ευλάβεια το έθιμο της… νοθείας. Και ο κ. πρόεδρος φοβήθηκε πως τη νοθεία που θα ανέτρεπε το εκλογικό αποτέλεσμα θα την προκαλούσα εγώ.
Μπορεί ακόμα να πίστευε πως η παρουσία μου θα παραβίαζε το απόρρητο της ψηφοφορίας. Πως θα γινόμουν ίσως «exit poll» πρωτοπόρος και σε… μικρογραφία.
Αλλά δεν αποκλείεται να είχε και προφητικές ιδιότητες. Διότι νοθεία πράγματι έκανα, μεγάλος πια, σε… φοιτητικές εκλογές!