Με οικονομικό στραγγαλισμό απειλούν το Ιράν

Το πιθανότερο ωστόσο είναι πως οι Αμερικανοί, απειλώντας ότι θα διπλασιάσουν το στοίχημά τους στη Μέση Ανατολή, τη στιγμή κατά την οποία οι ζημιές που έχουν υποστεί από την επίθεσή τους στο Ιράκ είναι ανυπολόγιστες και συνεχώς αυξάνονταν, απλώς… μπλοφάρουν.

Tο δημοσίευμα της κυριακάτικης βρετανικής εφημερίδας ωστόσο δεν ήταν τυχαίο. Η επαναφορά των επιθετικών σχεδίων κατά του Ιράν διευκολύνει τα μέγιστα τους αμερικανικούς σχεδιασμούς, καθώς πρώτον, αυξάνει την πίεση στο καθεστώς του Αχμαντινετζάντ, αναβαθμίζοντας τη θέση των πιο συμβιβασμένων τμημάτων του ιρανικού κατεστημένου και την περιθωριοποίηση των αδιάλλακτων στο πλαίσιο της εσωτερικής διαπάλης για την εξουσία, δεύτερον, ωθεί τους Ευρωπαίους να σκεφτούν καλύτερα το κόστος μιας πιθανής αποστασιοποίησής τους και πιο συγκεκριμένα να μην ξανακάνουν το λάθος που έκαναν με το Ιράκ, και τέλος εμφανίζει σαν μάννα εξ ουρανού όλα τα άλλα λιγότερα αιματηρά μέσα πίεσης που αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη.

Ο ρευστός χαρακτήρας του ιρανικού καθεστώτος (παρά τη θριαμβευτική εκλογική επιτυχία του Αχμαντινετζάντ πριν από δύο χρόνια και παρά επίσης τις αφοριστικές και χονδροειδείς περιγραφές για «καθεστώς μουλάδων» που ανθούν στη Δύση) φάνηκε πεντακάθαρα την Τρίτη, όταν ο αγιατολάχ Χασεμί Ραφσαντζανί, πρόεδρος της χώρας από το 1989 μέχρι το 1997 και μεγάλος χαμένος των εκλογών του 2005, εξελέγη πρόεδρος της Συνέλευσης των Ειδημόνων. Η υπόσχεση που έδωσε να διαδραματίσει έναν πιο δραστήριο ρόλο η Συνέλευση των κληρικών στις υποθέσεις του Ιράν ερμηνεύτηκε ως προαναγγελία ενεργότερης ανάμιξής τους στα πράγματα σε μια κατεύθυνση νεοφιλελεύθερη (στον αντίποδα, για παράδειγμα, των φιλολαϊκών μέτρων του Αχμαντινετζάντ, όπως η πρόσφατη απόφαση του να μειωθούν τα επιτόκια στα δάνεια για να ωφεληθούν οι φτωχοί) και επίσης φιλοαμερικανική (θέτοντας υπό συζήτηση ακόμη και τη σκοπιμότητα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος). Η εκλογή του Ραφσαντζανί, επομένως, εν όψει μάλιστα και των κρίσιμων εκλογών που θα γίνουν τον Μάρτιο του 2008, οξύνει τη σύγκρουση στο εσωτερικό του καθεστώτος, ευνοώντας πρόσκαιρα τις αμερικανικές θέσεις.

Ο Σαρκοζί φερέφωνο του Μπους

Εκτός του Ιράν, η επίδειξη προκλητικότητας από τους Αμερικανούς λειτουργεί εξίσου ενισχυτικά για τις θέσεις τους, καθώς το σημαντικότερο μάθημα των Ευρωπαίων από τη διπλωματική σύγκρουση με τις ΗΠΑ, που προηγήθηκε της εισβολής στο Ιράκ, αφορούσε την ελλιπή αποτελεσματικότητα των μέσων που διαθέτουν. Βλέποντας τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση να διανέμεται ερήμην της η πετρελαϊκή πίτα του Ιράκ κι έχοντας μάλιστα στο τιμόνι της αντί για τον Σιράκ και τον Σρέντερ τους φιλοαμερικανούς Σαρκοζί και Μέρκελ, το πιθανότερο είναι να ανοίξει δρόμους συμβιβασμού με τους Αμερικανούς κι όχι νέες πληγές. Του λόγου το αληθές το επιβεβαιώνουν οι ασυνήθιστα επιθετικές φραστικές επιθέσεις του γάλλου προέδρου, που μάλλον ζήλεψε τη δόξα του Μπλερ σαν σκυλίτσα του Μπους, εναντίον της Τεχεράνης την προηγούμενη εβδομάδα κατά την πρώτη δημόσια ομιλία του για θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Οικονομικό αδιέξοδο

Η σημαντικότερη όμως αξία της απειλής χρήσης βίας έγκειται στην αυθόρμητη αποδοχή που συναντά το «Σχέδιο Β», ανεξαρτήτως της νομιμότητας ή της αποτελεσματικότητάς του. Πολύ περισσότερο τώρα που το Σχέδιο Β υπάρχει και δουλεύεται στοχεύοντας στον οικονομικό στραγγαλισμό του Ιράν. Προκρίνεται δε από τις ΗΠΑ, γιατί ορθά εκτιμούν ότι η οικονομία του Ιράν, και ειδικότερα η ενεργειακή βιομηχανία του, αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του. Παρότι στο υπέδαφος του Ιράν βρίσκονται τα δεύτερα, μετά τη Σαουδική Αραβία, σε μέγεθος κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο και τα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου οι ποσότητες πετρελαίου τις οποίες εξάγει κάθε χρόνο μειώνονται (παρότι τα έσοδα αυξάνονται λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου) και ταυτόχρονα οι ποσότητες βενζίνης που εισάγει αυξάνονται σταθερά, δημιουργώντας ένα πραγματικά εκρηκτικό μείγμα για τη σταθερότητα της οικονομίας της τα επόμενα χρόνια. Οι αιτίες που οδηγούν στις δύο παραπάνω αντικρουόμενες τάσεις είναι καθαρά πολιτικές. Οι εξαγωγές πετρελαίου (που ανέρχονται σε 2,5 εκατ. βαρέλια από 3,8 που παράγονται ημερησίως) μειώνονται λόγω της τεχνολογικής απαξίωσης των εγκαταστάσεων εξόρυξης και των επενδύσεων διύλισης που επέφερε το εμπάργκο επενδύσεων που επέβαλαν οι Αμερικανοί μετά την επανάσταση του 1979, την κράτηση των ομήρων και τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Η έλλειψη επενδύσεων είναι τόσο μεγάλη σήμερα (παρότι μέρος του κενού το καλύπτουν ευρωπαϊκές και κινέζικες εταιρείες), που εκτιμάται ότι αν συνεχιστούν αυτοί οι ρυθμοί εξόρυξης, τότε, το 2015 δεν θα περισσεύει ούτε ένα βαρέλι για εξαγωγές. Η σημασία που έχει αυτή η δραματική πρόβλεψη αναδεικνύεται αν δούμε ότι το 2006 από εξαγωγές πετρελαίου εισέρρευσαν στα κρατικά ταμεία 47 δισ. δολάρια, που αντιστοιχούν στο ήμισυ των δημόσιων εσόδων. Από την άλλη μεριά η εγχώρια κατανάλωση αυξάνεται με ρυθμούς υπερβολικούς, καθώς το κράτος δαπανά το εξωφρενικό ποσό των 20 δισ. δολαρίων ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, για να επιδοτεί τις τιμές στην ενέργεια και να είναι προσιτές στον λαό. Έτσι, η τιμή της βενζίνης στα πρατήρια του Ιράν είναι από τις φθηνότερες στον κόσμο: κάτω από 10 σεντς το λίτρο! Ως αποτέλεσμα των παραπάνω δυναμικών (που οδηγούν τις συναλλαγματοβόρες εισαγωγές βενζίνης να αυξάνονται και το 2005 για πρώτη φορά οι εισαγωγές φυσικού αερίου να ξεπεράσουν τις εξαγωγές) στο λαιμό του Ιράν υπάρχει μια θηλιά που σφίγγει ολοένα και περισσότερο.

Αξίζει να πούμε ότι η τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το Ιράν με αφορμή το ενεργειακό του πρόβλημα δείχνει ανάγλυφα το φιλί ζωής που θα του προσέφερε ένας πυρηνικός αντιδραστήρας καθώς θα απελευθέρωνε μεγάλο μέρος της εγχώριας παραγωγής, για να κατευθυνθεί στο εξωτερικό. Υπό αυτή την έννοια η εναντίωση της Ουάσινγκτον στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ενδέχεται να μην είναι μόνο μια εύσχημη αφορμή για να πάρει τη ρεβάνς από ένα καθεστώς που οδήγησε τις ΗΠΑ στη μεγαλύτερη ταπείνωση που έχουν δεχτεί, αλλά ένα επιπλέον μέσο για να παραταθούν τα οικονομικά αδιέξοδα του Ιράν και πιο άμεσα να ανασταλούν φιλολαϊκά μέτρα, όπως οι επιδοτήσεις στα καύσιμα, δημιουργώντας ρήγματα στις σχέσεις του καθεστώτος με τον λαό.

Κατʼ εντολήν του εβραϊκού Λόμπι

Στο πλαίσιο του σχεδίου για οικονομικό στραγγαλισμό του Ιράν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει πάρει δύο αποφάσεις –τον Δεκέμβριο του 2006 με αριθμό 1737 και στις 24 Μαρτίου του 2007 με αριθμό 1747– που αφορούν οικονομικές κυρώσεις και ιδιαίτερα περιορισμό δραστηριοτήτων τραπεζικών ιδρυμάτων του Ιράν που κατηγορούνται ότι σχετίζονται με το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Αξίζει μάλιστα να τονίσουμε ότι καθοριστικό ρόλο για να αναβαθμιστεί το αμερικανικό εμπάργκο προσλαμβάνοντας διεθνείς διαστάσεις διαδραμάτισε το εβραϊκό λόμπι. Ρεπορτάζ των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» που δημοσιεύτηκε στις 12 Μαρτίου με τίτλο «αμερικανικό λόμπι επιδιώκει μποϊκοτάζ επενδύσεων στο Ιράν» ανέφερε: «Το φιλο-ισραηλινό λόμπι με τη μεγαλύτερη επιρροή στις ΗΠΑ προειδοποίησε τα κρατικά συνταξιοδοτικά ταμεία για μια εκστρατεία πώλησης των δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχουν επενδύσει σε εταιρείες συνδεδεμένες με το Ιράν. Η εθνική εκστρατεία απόσυρσης των επενδύσεων ήταν ένα από τα κύρια μηνύματα που δόθηκαν από την ετήσια σύνοδο στην Ουάσινγκτον της Επιτροπής Αμερικανοϊσραηλινών Υποθέσεων (Aipac), που ζήτησε επίσης από τον ΟΗΕ να γίνουν πιο αυστηρές οι κυρώσεις κατά του Ιράν».

Διασυρμός εισηγμένων επιχειρήσεων

Η απόφαση που λήφθηκε τον Μάρτιο από τον ΟΗΕ όμως δεν ήταν αρκετή. Τον Ιούλιο, εκεί όπου χτυπάει η καρδιά του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, στην Φρανκφούρτη, βρισκόταν επί ημέρες ο υφυπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ και αρμόδιος για θέματα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ως απεσταλμένος της αμερικανικής κυβέρνησης, συναντώντας διαδοχικά κορυφαίους παράγοντες μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών. Το αίτημα που τους υπέβαλε ήταν ένα: κόψτε τις σχέσεις σας με το Ιράν! Το ίδιο αίτημα υπέβαλε και στην κυβέρνηση της Γερμανίας, απαιτώντας να σταματήσει τις εξαγωγικές πιστώσεις που παρέχει στο Ιράν διευκολύνοντας το εμπόριο με αυτή τη χώρα. Δεν σταμάτησε όμως εκεί. Η αμερικανική κυβέρνηση προχώρησε σε μια πρωτοφανή κίνηση, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα στα μάτια των επενδυτών ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, στην ιστοσελίδα του αμερικανικού χρηματιστηρίου σε εκείνες τις εισηγμένες επιχειρήσεις, κυρίως τράπεζες (όπως η Deutsche Bank, η Credit Suisse, η HSBC, αλλά και άλλες όπως η BASF και η Siemens), που διατηρούν εμπορικές συναλλαγές με το Ιράν, αναγράφηκε σήμανση που τις συνδέει με την τρομοκρατία! Το απαράδεκτο αυτό γεγονός (υπόδειγμα κρατικής και οικονομικής τρομοκρατίας) προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή. Σύμφωνα δε με ρεπορτάζ του περιοδικού «Σπίγκελ», με τίτλο «Οι ΗΠΑ πιέζουν την Γερμανία να κόψει τους επιχειρηματικούς δεσμούς της με το Ιράν» στέλεχος του Ινστιτούτου Διεθνών Τραπεζιτών έστειλε αμέσως επιστολή στον αμερικανό υπουργό Οικονομίας, χαρακτηρίζοντας «παραπλανητικές», «ανέντιμες» και «επιζήμιες» τις ενέργειες του αμερικανικού χρηματιστηρίου. Μετά τον σάλο που δημιουργήθηκε η επιχείρηση δημόσιας διαπόμπευσης των επιχειρήσεων που έχουν σχέσεις με το Ιράν διακόπηκε.

Πριν όμως είχαν δοθεί εγγυήσεις ότι θα διακοπούν οι δοσοληψίες των τραπεζών με το Ιράν, καθιστώντας αδύνατη την ανάπτυξη του εμπορίου, όπως επίσης κι ότι θα ακυρωθούν πολλά επενδυτικά σχέδια που είχαν συμφωνηθεί από ευρωπαϊκές πετρελαϊκές εταιρείες με την κυβέρνηση του Ιράν. Υποκύπτοντας σʼ αυτό τον εκβιασμό εταιρείες κολοσσοί από την Αυστρία, τη Νορβηγία, την Ελβετία και την Ιταλία αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από το Ιράν μπροστά στον κίνδυνο να καταστεί εχθρικό γιʼ αυτές το έδαφος των ΗΠΑ.

Το μήνυμα άλλωστε των Αμερικανών ήταν σαφές (αφορώντας όχι μόνο την καθυπόταξη του Ιράν, αλλά και τη διαιώνιση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης) και προανήγγειλε ταυτόχρονα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το περιεχόμενο του τρίτου πακέτου κυρώσεων κατά του Ιράν, που αναμένεται να συζητηθεί σύντομα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Η επικύρωσή του δε εκεί δεν θα έχει παρά τυπική σημασία, αφού πρώτα η Ουάσινγκτον το επέβαλε στην πράξη…


Σχολιάστε εδώ