Κροκοδείλια δάκρυα και μέτρα για τη φτώχεια!

Χρόνια τώρα πολλοί παράγοντες της δημόσιας ζωής (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, δημοσιογράφοι κ.λπ.) φώναζαν για τη ραγδαία αύξηση της εξαθλίωσης στη χώρα μας και οι κυβερνήσεις κώφευαν και προσπερνούσαν το πρόβλημα. Και τούτο γιατί κάτω από το μοντέλο της οικονομικής πολιτικής του νεοφιλελεύθερου συστήματος η καταπολέμηση της φτώχειας και των αιτίων που την προκαλούν συνιστά αντινομία του συστήματος. Τώρα, εν όψει εκλογών, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αισθάνθηκαν ότι ήταν εύκολο να μετατρέψουν τη φτώχεια σε «εκλογικό χρυσωρυχείο». Την ανέσυραν στην επιφάνεια για εκλογικά οφέλη. Θα τα καταφέρουν άραγε;

Οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι υπεύθυνες για την εξάπλωση της φτώχειας στην Ελλάδα. Από το 1992 και μετά έχουμε τη ραγδαία εξάπλωσή της. Από τότε άρχισε η μεγάλη ληστεία των εργαζομένων. Από τότε οι εργαζόμενοι βρίσκονται «σταυρωμένοι» εν μέσω δύο ληστών: του κράτους και της εργοδοσίας! Το 1992 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε εφεύρει την παροιμιώδη εκείνη εξίσωση 0 + 0 = 17%, για να δικαιολογήσει την άρνηση χορήγησης αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις. Έκτοτε το κράτος με τη φορολογική και εισοδηματική πολιτική καταληστεύει τους εργαζομένους. Και η εργοδοσία, οχυρωμένη γύρω από την «εφεύρεση» του ανταγωνισμού και με τη βοήθεια της ανεργίας και της εισοδηματικής πολιτικής των εκάστοτε κυβερνήσεων, ροκάνιζε όλα αυτά τα χρόνια το ισχνό εισόδημα των εργαζομένων. Η φτώχεια εξαπλωνόταν συνεχώς και οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι έτρεξαν στις πιστωτικές κάρτες (αγορές με δόσεις) και στα διάφορα δάνεια, που «πρόθυμα» χορηγούσαν οι τράπεζες «έξοδος κινδύνου».

Από το 1992 μέχρι σήμερα (και με την προσδοκία ότι το 2007 ο πληθωρισμός θα αυξηθεί κατά 3,5%) έχουμε συνολικό τιμαριθμοποιημένο πληθωρισμό 224%. Και με βάση το ποσοστό αυτό ξεκινάμε τους υπολογισμούς μας, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας ακόμη τη μεγάλη ακρίβεια που έφερε το ευρώ. Το 1992 οι κατώτεροι μισθοί έφταναν στις 180.000-200.000 δρχ. μηνιαίως ή ετησίως στα 2.500.000 δραχμές. Οι μεσαίες αποδοχές έφταναν στις 300.000 δρχ. τον μήνα, ή 4.200.000 δρχ. ετησίως. Αφαιρώντας δαπάνες 400.000 δρχ., έχουμε φορολογητέο εισόδημα 3.800.000 και βάσει της ισχύουσας τότε φορολογικής κλίμακας (με αφορολόγητο ποσόν 1.300.000 δρχ.) πλήρωνε ο φορολογούμενος φόρο 35.000 δρχ. ή 103 ευρώ. Αν τη μηνιαία αμοιβή των 300.000 δρχ. την τιμαριθμοποιήσουμε με συντελεστή 224% φτάνουμε σε σημερινές αποδοχές 24.980 ευρώ ετησίως ή φορολογητέο εισόδημα 16.442 ευρώ. Και με βάση τη σημερινή φορολογική κλίμακα πληρώνει σε φόρο εισοδήματος 698 ευρώ. Για αποδοχές που έχουν την ίδια τιμαριθμοποιημένη αξία, ο φόρος εισοδήματος από 103 ευρώ το 1992 φτάνει στα 698 το 2007. Η φορολογική πίεση το 1992 έφτανε στο 1,4% του φορολογητέου εισοδήματος και τώρα φτάνει στο 4,24% και ο αναλογών φόρος που εισπράττει το Δημόσιο παρουσιάζει αύξηση 700% περίπου! Για να επαληθεύσετε τους υπολογισμούς αυτούς λάβετε υπόψη έγγαμο φορολογούμενο με σύζυγο χωρίς εισόδημα και με δύο ανήλικα παιδιά.

Πέρα από τη ληστρική φορολογία εισοδήματος, έχουμε και την αύξηση της έμμεσης φορολογίας που, όπως είναι γνωστό, επιπίπτει με την ίδια σφοδρότητα επί πλουσίων και φτωχών. Και για τον λόγο αυτόν θεωρείται κοινωνικά απαράδεκτη. Το 2004 η σχέση άμεσης / έμμεσης φορολογίας ήταν 43,5% (άμεση) προς 56,5% (έμμεση). Και το 2007 η σχέση αυτή διαμορφώνεται στο 40% προς 60% αντίστοιχα. Δηλαδή σε διάστημα τριών ετών (2005 – 2006 – 2007) παρουσιάζεται μια υψηλή ανατροπή της σχέσης κατά 3,5 μονάδες υπέρ της έμμεσης φορολογίας, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, αν η φορολογική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης λάβαινε υπόψη της και τις ανάγκες των χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριών. Αυτή η ανατροπή της σχέσης άμεσης / έμμεσης φορολογίας δεν μπορεί να κάνει ευτυχέστερο τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Προσωπικά, θεωρούμε ότι η υπερφορολόγηση των αμοιβών της μισθωτικής εργασίας αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες της εξάπλωσης της φτώχειας.

Η χρονιά που η δραχμή αντικαταστάθηκε από το ευρώ (2002) αποτελεί το δεύτερο έτος – ορόσημο στην καταλήστευση των μισθών και των συντάξεων. Η νομισματική μεταρρύθμιση έγινε χωρίς κανέναν σχεδιασμό για την ανίχνευση και για τα μέτρα αντιμετώπισης των επιπτώσεων. Είναι το μεγάλο έργο του Σημίτη, που θα ευεργετούσε τάχα τους εργαζομένους. Μέχρι τότε ληστεύονταν οι μισθωτοί στην προσπάθεια της χώρας μας να ανταποκριθεί στα κριτήρια εισόδου στην ΟΝΕ, που κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση την παρουσίαζαν σαν τη «γη της επαγγελίας». Ίσως από αμάθεια ή επειδή είχαν τέτοια εντολή από το «ιερατείο των Βρυξελλών»! Η καθιέρωση του ευρώ μαζί με την ακρίβεια έφερε και την εξαθλίωση στην πλειονότητα των μισθωτών, τους οποίους οδήγησε στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών με δόσεις (πιστωτικές κάρτες) και στον υπερδανεισμό. Το ευρώ κάποιοι ισχυροί το μετέτρεψαν σε ταξικό χρήμα. Δηλαδή σε χρήμα για να διευκολύνονται οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και για να μη νομίσουν οι αγαπητοί αναγνώστες μας ότι αυτά αποτελούν συνθήματα προεκλογικής σκοπιμότητας, ας δούμε με στοιχεία τη μεγάλη ληστεία που έφερε το ευρώ.

Οι σχεδιαστές της νομισματικής μεταρρύθμισης (ανώτατοι υπάλληλοι, σύμβουλοι, εμπειρογνώμονες κ.λπ. της ΕΚΤ) καθόρισαν πολύ υψηλά την ισοτιμία του ευρώ προς το δολάριο (1 ευρώ = 1,2 δολάρια) ίσως εν γνώσει τους ότι η ισοτιμία αυτή δεν θα αντιπροσωπεύει την αγοραστική δύναμη του ευρώ. Θα ήταν πολύ δύσκολο ένα καινούργιο νόμισμα να «χτυπήσει» το τότε κυρίαρχο και πανίσχυρο δολάριο, το προσφιλές νόμισμα του ανά τον κόσμο καπιταλισμού. Οι εργαζόμενοι όμως σε όλες τις χώρες της ΟΝΕ (και στην Ελλάδα φυσικά) αγόρασαν ακριβά το ευρώ. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα το ευρώ πρόδωσε τις προσδοκίες των εμπνευστών και των σχεδιαστών του. Η ισοτιμία του έναντι του δολαρίου μειώθηκε δραματικά. Έφτασε 1 ευρώ = 0,8 δολάρια. Αυτό είχε ως συνέπεια την αύξηση της τιμής των εισαγομένων στην Ευρωζώνη αγαθών, καθώς όλα τα διεθνώς διακινούμενα αγαθά και υπηρεσίες τιμολογούνται σε δολάρια. Έτσι έχασε σε αγοραστική δύναμη το ευρώ. Και έφερε σε δύσκολη θέση τους εργαζομένους. Ειδικά στην Ελλάδα τα φαινόμενα αυτά λειτούργησαν με μεγάλη σφοδρότητα. Εδώ ακολουθούσαμε τη μέθοδο της ελεγχόμενης κατολίσθησης της ισοτιμίας της δραχμής έναντι του δολαρίου. Και για λόγους τόνωσης των εξαγωγών μας είχαμε κατά την προενταξιακή στην ΟΝΕ περίοδο υποτιμημένη δραχμή και υπερτιμημένο δολάριο, σε σχέση που δεν αντιπροσώπευε την αγοραστική δύναμη των δύο νομισμάτων. Έτσι οι έλληνες εργαζόμενοι κατά την ένταξή μας στην ΟΝΕ αγόρασαν ακριβά το ευρώ, χωρίς να έχει τόσο υψηλή αγοραστική δύναμη. Όταν ήρθε η μείωση της ισοτιμίας του ευρώ και η απώλεια του 33% της αξίας του, τα εισαγόμενα προϊόντα παρουσίασαν γενναίες αυξήσεις τιμών και συμπαρέσυραν στον ανήφορο και τα εγχωρίως παραγόμενα. Η ακρίβεια στην ελληνική αγορά ήταν πλέον γεγονός μη ελεγχόμενο. Έτσι οι αμοιβές των εργαζομένων εξανεμίστηκαν από το ακριβό ευρώ και την εν συνεχεία υποτίμησή του. Το γενικό επίπεδο τιμών ξέφυγε προς τα πάνω και βρέθηκε πλέον εκτός ελέγχου. Έτσι εξαπλώθηκε η φτώχεια και οι μισθωτοί οδηγήθηκαν στην εξαθλίωση, ενώ οι επιχειρήσεις και οι αγρότες πέτυχαν την αυτόματη αναπροσαρμογή των τιμών των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών που παράγουν και πουλάνε (και των εισοδημάτων τους φυσικά). Οι μισθωτοί παρέμειναν στο έλεος της εισοδηματικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης. Και πληρώνουν τώρα την ντομάτα 500 δρχ. το κιλό! Θα μπορούσε η κυβέρνηση Σημίτη με την εισοδηματική πολιτική των ετών 2003 και 2004 να μετριάσει αισθητά την καταθλιπτική εις βάρος των εργαζομένων ανισότητα των εισοδημάτων κατά σημαντικό ποσοστό. Δεν το έπραξε όμως. Όπως δεν το έπραξε και η κυβέρνηση Καραμανλή στη συνέχεια. Ακολούθησε και ο κ. Αλογοσκούφης τον εξ εσπερίας τυφλοσούρτη των αυξήσεων, με βάση την αύξηση του κουτσουρεμένου πληθωρισμού. Η άνοδος του γενικού επιπέδου τιμών ή του τιμαρίθμου αγνοήθηκαν παντελώς, καθώς δεν εξυπηρετούσαν ούτε το κράτος ούτε την εργοδοσία. Και ιδού τα αποτελέσματα. Σήμερα οι αποδοχές των πρωτοεισερχομένων στην αγορά εργασίας (δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων) μετά βίας φτάνουν στα 700-800 ευρώ μηνιαίως (καθαρές αποδοχές + επιδόματα) κατά μέσο όρο. Το 1992 οι αποδοχές των πρωτοδιοριζομένων έφταναν στις 200.000 δραχμές τον μήνα. Αν τιμαριθμοποιήσουμε τις αποδοχές του 1992, έστω με τις κολοβές αυξήσεις του πληθωρισμού θα έχουμε: 200.000 δρχ. Χ 224% = 448.000 δρχ. μηνιαίως ή 1.320 ευρώ. Ελάχιστοι εργαζόμενοι πρωτοδιορισθέντες παίρνουν 1.320 ευρώ τον μήνα, για να μην πούμε κανένας. Η εισοδηματική πολιτική δεν ακολουθεί την τιμαριθμοποίηση των αποδοχών των μισθωτών, όπως και η Γενική και οι Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις. Ψαλίδισμα των αμοιβών εργασίας και ληστεία εις βάρος των εργαζομένων. Δικαιολογία οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Συμπέρασμα: Όσο καθυστερεί η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και η αναπροσαρμογή των μισθών και ημερομισθίων, με βάση τις αυξήσεις του γενικού επιπέδου τιμών, η καταλήστευση των εργαζομένων θα συνεχίζεται. Αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα τις ακούσουμε άραγε κατά την υπόλοιπη προεκλογική περίοδο από τους διεκδικητές της εξουσίας;


Σχολιάστε εδώ