Ρόουβ και Γκονζάλες φεύγουν
Όλα αυτά καθώς η παραίτηση του Γκονζάλες δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά προστίθεται στη μακρά αλυσίδα στοχευμένων απωλειών που έχει υποστεί το τελευταίο διάστημα το προεδρικό επιτελείο. Σημαντικότερες εξ αυτών ήταν του υπουργού Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, που εκδιώχθηκε την επομένη της νίκης των Δημοκρατικών στις περυσινές ενδιάμεσες εκλογές, του πρόεδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας, Πολ Γούλφοβιτς, που απομακρύνθηκε κατηγορούμενος ότι είχε δώσει μισθό στην ερωμένη του υψηλότερο κι από υπουργού, και τέλος μόλις πριν από δύο εβδομάδες του στρατηγικού ιθύνοντος του Μπους, Καρλ Ρόουβ.
Η περίπτωση όμως του Γκονζάλες είναι ξεχωριστή, μια και οι υπηρεσίες που προσέφερε στον Μπους όλα αυτά τα χρόνια –κι αφορούσαν την περιστολή των ελευθεριών, που ξεκίνησε στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας– ήταν νευραλγικές και αναντικατάστατες. Ξεκίνησαν δε πριν από τον διορισμό του στο υπουργείο Δικαιοσύνης, που έγινε το 2005. Ο Γκονζάλες πριν τραβήξει επάνω του τα φώτα της δημοσιότητας (χαρακτηρίζοντας κι επίσημα ως «απαρχαιωμένη» τη Συνθήκη της Γενεύης κατά τη διάρκεια της ακρόασης που συνόδευσε την ανάληψη των καθηκόντων του) συνέβαλε καθοριστικά από τη θέση του συμβούλου του Μπους στη δημιουργία του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, μια και οι βασικότερες παράμετροι αυτού του καθεστώτος θεωρούνται δικής του επινόησης. Δικές του ιδέες για παράδειγμα ήταν οι έκτακτες εκτελεστικές αρμοδιότητες που εκχωρήθηκαν στον Μπους, το καθεστώς της παρατεταμένης κράτησης υπόπτων για τρομοκρατία χωρίς δίκη και της εξαίρεσής τους από τις δικαστικές εγγυήσεις ακόμη και η δημιουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης και βασανισμών στο Γκουαντανάμο. Τις ημέρες που προηγήθηκαν της επίσημης ανάληψης των καθηκόντων του, τον Φεβρουάριο του 2005, ο Γκονζάλες τις πέρασε στο κρεβάτι, όπου νοσηλευόταν ο μέχρι τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Τζον Άσκροφτ –άλλη σκοτεινή φυσιογνωμία και αυτή του πολέμου κατά της τρομοκρατίας– όπου ο νομικός σύμβουλος τους Μπους τον πίεζε να άρει τις αντιρρήσεις του και να εγκρίνει το πρόγραμμα παρακολουθήσεων του Μπους. Η έγκριση που δόθηκε χαρακτηρίζεται ακόμη και σήμερα προϊόν ανήθικων πιέσεων και εκβιασμών. Οι ημέρες του στο υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ακόμη πιο μαύρες (πείθοντας τους πάντες ότι ο Γκονζάλες ήταν ο αρχιτέκτονας του Μεσαίωνα που δημιούργησε ο Μπους), καθώς επιδόθηκε σε ένα κυνήγι μαγισσών με στόχο εισαγγελείς που δεν ήταν αρεστοί στον Λευκό Οίκο, οι οποίοι στη συνέχεια ωθούνταν σε έξοδο από το σώμα. Τότε ξεχείλισε και το ποτήρι, και οι Δημοκρατικοί ζήτησαν να διεξαχθούν έρευνες για τις αιτίες των αποχωρήσεων. Ο Γκονζάλες υπέβαλε στη συνέχεια την παραίτησή του, θέλοντας να αποτρέψει εν τη γενέσει του ένα κύμα ερευνών, που μπορεί να κατέληγε στην ταπείνωσή του.
Διαλύθηκε η ομάδα Μπους
Πολλοί Δημοκρατικοί, παρότι δούλεψαν σκληρά κι επίμονα για την αποχώρηση των Ρόουβ και Γκονζάλες, δεν χάρηκαν ιδιαίτερα στο άκουσμα της είδησης, μια και πλέον οι έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη για τα έργα και τις ημέρες των δύο παραπάνω στελεχών του Μπους παγώνουν. Μαζί παγώνει και το σχέδιό τους να αναλωθούν οι 17 μήνες που απομένουν μέχρι να περάσει την πόρτα του Λευκού Οίκου ο νέος πρόεδρος στη διερεύνηση των σχετικών καταγγελιών, όπως είχε ακριβώς συμβεί τον τελευταίο χρόνο της κυβέρνησης Μπιλ Κλίντον, όταν η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στη Γερουσία και το Κογκρέσο τού είχε κάνει τον βίο… αβίωτο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάλυση της ομάδας Μπους προμηνύει το οριστικό τέλος της κυριαρχίας των νεοσυντηρητικών και του κόμματος των Ρεπουμπλικανών και την προετοιμασία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος να διαδεχθεί τη νέα βάρδια. Το βεβαιώνουν όλες οι δημοσκοπήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα και δείχνουν το 50% των Αμερικανών να εντάσσει τον εαυτό του στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών και μόλις το 35% στους Ρεπουμπλικάνους, τα ποσοστά δημοτικότητας του Μπους να κινούνται γύρω στο 30% και το ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ βαδίζουν σε σωστό δρόμο να κινείται μόλις στο 19%. Το βεβαιώνουν επίσης οι οικονομικές ενισχύσεις που εισρέουν στα δύο κόμματα και με βάση όλα τα στοιχεία για κάθε ένα δολάριο που μπαίνει στα ταμεία των Ρεπουμπλικάνων, στους Δημοκρατικούς εισρέουν δύο. Με βάση αυτή τη δυναμική κι αν δεν μεσολαβήσει κάποια σημαντική ανατροπή, φαίνεται ότι ο δρόμος των Δημοκρατικών για τη νίκη στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2008 δεν θα κρύβει εκπλήξεις.
Τα ερωτήματα ωστόσο εντοπίζονται σε δύο κατευθύνσεις. Αρχικά στο πολιτικό στίγμα των Δημοκρατικών, το μέγεθος δηλαδή των ανατροπών που φαίνονται διατεθειμένοι να εφαρμόσουν απέναντι στη σημερινή πολιτική γραμμή. Δεύτερον, στην έκταση και το βάθος της νίκης τους. Κατά πόσο δηλαδή με την επερχόμενη νίκη τους πρόκειται να βάλουν ένα τέρμα στην μακρά εκλογική κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων, που ξεκίνησε από τη νίκη του Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1980 και στο πλαίσιό της πέντε από τις επτά τετραετίες πέρασαν με πρόεδρο Ρεπουμπλικάνο, αν όχι από το 1968 καθώς στο πέρασμα αυτών των σαράντα χρόνων και των δέκα εκλογικών αναμετρήσεων οι Δημοκρατικοί κέρδισαν μόνο σε τρεις από αυτές!
Ιδιαίτερη εντύπωση στους δημοσκόπους προκαλεί το γεγονός ότι η αναντίρρητη άνοδος της επιρροής των Δημοκρατικών δεν προέρχεται από την αυξημένη τους πολιτική εμβέλεια, αλλά κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, από την κατακρήμνιση των Ρεπουμπλικάνων. Έτσι, ταυτόχρονα με την άνοδο της επιρροής των Δημοκρατικών που καταγράφεται, ως αποτέλεσμα της μετακίνησης ψηφοφόρων, παρατηρείται και ένα ακόμη φαινόμενο: όλο και περισσότερο παραδοσιακοί υποστηρικτές των Δημοκρατικών να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για τις θέσεις που υποστηρίζει το κόμμα τους. Ακόμη και η πιο πρόχειρη ματιά στην ουσία των πολιτικών τους θέσεων, όπως εκφράζεται σε τρία από τα σημαντικότερα θέματα που κυριαρχούν στην αμερικανική πολιτική ατζέντα, αποκαλύπτει μια θεαματική συντηρητική μετάλλαξη, που υπόσχεται πως η κυβέρνηση των Δημοκρατικών θα είναι πιο δεξιά ακόμη κι από αυτές του Μπιλ Κλίντον!
Τρομολάγνοι οι Δημοκρατικοί
Το πρώτο θέμα που κυριαρχεί είναι φυσικά ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας». Άρθρο του γερμανικού περιοδικού Σπίγκελ που δημοσιεύτηκε στις 14 Αυγούστου κατέληγε με προβληματισμό πως «οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να είναι επικριτικοί απέναντι στην αποτυχημένη εκστρατεία στο Ιράκ, αλλά δεν αντιτίθενται πλέον στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» γενικά. Έχει γίνει αποδεκτός, κι όχι μόνο σαν μεταφορά», συμπέραινε το άρθρο που είχε τίτλο «οι Δημοκρατικοί μετατρέπονται σε γεράκια» και ξεκινούσε διατυπώνοντας την έκπληξή του για την απόφαση των Δημοκρατικών να ψηφίσουν τον δυσθεώρητο στρατιωτικό προϋπολογισμό. Όμως ο φιλοπολεμικός προσανατολισμός των Δημοκρατικών έχει εκφραστεί με ακόμη πιο ακραία παραδείγματα όπως για παράδειγμα με τους μύδρους που εξαπέλυσε πρόσφατα η Χίλαρι Κλίντον κατά του ιρακινού προέδρου, αναγκάζοντάς τον τελευταίο να της απαντήσει πως το Ιράκ δεν είναι αμερικανική επαρχία ή με τη συναίνεση που εξέφρασε ο Μπάρακ Ομπάμα στο ενδεχόμενο να βομβαρδιστεί το Πακιστάν! Και να σκεφτεί κανείς ότι και οι δύο τους δεν είναι καν υποψήφιοι, αλλά επιζητούν το χρίσμα…
Οι υποχωρήσεις που έχουν κάνει σε ένα δεύτερο μέτωπο αντιπαραθέσεων της αμερικανικής πολιτικής ζωής, που αφορά το δικαίωμα στην οπλοχρησία, είναι εξίσου αποκαλυπτικό για τη συντηρητική μετατόπιση των Δημοκρατικών που ανέκαθεν κρατούσαν αρνητική στάση. Έγραφαν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» την προηγούμενη Παρασκευή, 24 Αυγούστου: «Στα πρόσφατα απομνημονεύματά του ο Μπιλ Κλίντον έλεγε ότι ο Αλ Γκορ έχασε τις εκλογές του 2000 λόγω της αντίθεσής του στα όπλα. Οι Δημοκρατικοί φαίνεται να έχουν μάθει αυτό το μάθημα. Σε μια ψηφοφορία στη Γερουσία που ακολούθησε τον τυφώνα Κατρίνα το 2005, πολλοί Δημοκρατικοί συμπεριλαμβανομένου του Μπ. Ομπάμα –κι όχι της Χ. Κλίντον– ψήφισαν να επιτραπεί στους κατοίκους (εν προκειμένω της Ν. Ορλεάνης) να διατηρούν τα όπλα τους κατά τη διάρκεια καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο πριν από δέκα χρόνια».
Αδιανόητη ήταν και η στάση που υιοθέτησαν οι Δημοκρατικοί στο θέμα των γάμων μεταξύ ομοφυλοφίλων – ένα θέμα που πέρα από φαιδρό επί της ουσίας συνιστά καρικατούρα και διασυρμό της ουσιαστικής και αναγκαίας αντιπαράθεσης για τις δημοκρατικές ελευθερίες, η οποία όμως έχει εξοριστεί από την πολιτική συζήτηση λόγω του κλίματος τρομοϋστερίας που κυριαρχεί. Έτσι στο θέμα των ομοφυλοφίλων έχει καταντήσει να επικεντρώνεται η συζήτηση για τις ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα (μένοντας φυσικά στο απυρόβλητο η νομιμότητα του Γκουαντανάμο, των απαγωγών, των βασανιστηρίων κ.λπ.). Ο μαύρος διεκδικητής του χρίσματος των Δημοκρατικών, Μπάρακ Ομπάμα, πρόσφατα εξέπληξε τους πάντες διαφωνώντας επίσημα με τη νομιμοποίησή τους. «Παρότι ο Ομπάμα ανήκει στην Ενωμένη Εκκλησία του Χριστού, που υποστηρίζει τους γάμους μεταξύ ομοφυλοφίλων, δεν είναι ακόμη έτοιμος να πάει πιο πέρα από την υποστήριξη των πολιτικών ενώσεων. Υποστήριξε πως οι γάμοι των ομοφυλοφίλων ήταν ένα βήμα πολύ μπροστά επί τους παρόντος», έγραφε η «Γκάρντιαν Γουίκλι» σε άρθρο της στις 24 Αυγούστου. Να σημειωθεί ότι ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και τώρα βασικός διεκδικητής του χρίσματος των Ρεπουμπλικάνων, Ρούντολφ Τζουλιάνι, υποστηρίζει τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Αν τυχόν δηλαδή και νικητές των εσωκομματικών εκλογών βγουν οι δυό τους, θα έχουμε μια πλήρη αντιστροφή στις θέσεις των δύο κομμάτων με τον Ρεπουμπλικάνο να υπερασπίζει του ομοφυλόφιλους, εμφανιζόμενος πιο φιλελεύθερος από τον αντίπαλό του, και τον Δημοκρατικό να σφυρίζει αδιάφορα, στρέφοντας πιο δεξιά το κόμμα του.
Αβίαστα συνάγεται από τα παραπάνω ότι οι Δημοκρατικοί φιλοδοξούν να κερδίσουν τις εκλογές του 2008 εμφανιζόμενοι πιο συνεπείς Ρεπουμπλικάνοι κι όχι ανατρέποντας τις πολιτικές τους προτεραιότητες. Ως αποτέλεσμα οι πιθανότητες που έχουν να δημιουργήσουν ένα ρεύμα μακράς πνοής που θα σπάσει τη ρεπουμπλικανική συντηρητική ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία είναι θεωρητικά μηδαμινές και ουσιαστικά ανύπαρκτες.
Εν κατακλείδι, όποιοι ετοιμάζονται από τώρα να πανηγυρίσουν το κλείσιμο του Γκουαντανάμο και την κατάργηση του καθεστώτος ανελευθερίας που έχουν επιβάλει οι τρομονόμοι στην Αμερική, με αφορμή την νίκη των Δημοκρατικών τον Νοέμβριο του 2008, καλύτερα να το ξανασκεφτούν…