Μια φορά και έναν καιρό

Τώρα όμως, καθώς ο ηλεκτρικός τον μεταφέρει στην Αθήνα, το ρυθμικό ντούκου ντουκ του τρένου πάνω στις ράγες γίνεται θαρρείς μια μουσική υπόκρουση που του θυμίζει, λέξη προς λέξη, στίχους από χρόνια ξεχασμένους…

Περαστικός για λίγες ώρες από την Αθήνα, ο κ. Λάμπης παράτησε το γκρουπ της κρουαζιέρας στο λιμάνι και ολομόναχος, παρέα με τις αναμνήσεις του, πήρε το τρένο των ΕΗΣ που τώρα λέγεται ΗΣΑΠ, για μια επίσκεψη στην πόλη των παιδικών και των νεανικών του χρόνων. Να ξαναζήσει τα μικράτα του, να αναπολήσει τα ραντεβουδάκια του στα πάρκα, να δώσει και συγχώρεση σ’ εκείνο το «κέρατο» τʼ αφεντικό του που έγινε η αιτία να πάρει των ομματιών του και να ξενιτευτεί, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του… Μέχρι και τις Κυριακές τον κουβαλούσε στο γραφείο ο γάιδαρος, επειδή περίμενε –λέει– ένα «επείγον τηλεγράφημα», που δεν έλαβαν ποτέ! Ερχότανε ακόμα για να «κλέψει» λίγο αέρα απʼ την πόλη όπου ανδρώθηκε και που σαν δειλός την εγκατέλειψε. Αλλά κι εκείνη για εκδίκηση, όταν τις νύχτες ο ύπνος δεν ερχόταν, γινότανε αερικό κι όλο βρισκόταν μπροστά του κι όλο του ανασκάλευε τις θύμησες.

Το εισιτήριο που έβγαλε από «αυτόματο» στον σταθμό του Πειραιά, με το γνώριμο και αναλλοίωτο περιβάλλον, δεν ήταν σαν άλλοτε εκείνο το μακρουλό χαρτονάκι που κάποια στιγμή στη διαδρομή θα το «τρυπούσε» ο ελεγκτής με την καφέ στολή και το χρυσό σιρίτι στο πηλήκιο. Ούτε και ήρθε ο συρμός με τα ξύλινα βαγόνια που οραματιζόταν, καθώς περίμενε στην πλατφόρμα, αλλά ένας ολοκαίνουργιος, μοντέρνος, που τον προσγείωσε, μα τι να κάνει, μπήκε και πήρε θέση κοντά στο παράθυρο. Αδιάφορα κοιτούσε προς τα έξω ο κ. Λάμπης, γιατί η ανυπομονησία τον έτρωγε να φτάσουν στην Ομόνοια. Να δρασκελίσει τα πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια και να βρεθεί στο κέντρο της πλατείας, ανάμεσα στα λιγοστά ανθοπωλεία με τους κατιφέδες και τα γαρίφαλα που μοσχομύριζαν. Να αγοράσει σπίρτα και τσιγάρα ελληνικά, ένα «Άριστα» Ματσάγγου ας πούμε, από τα περίπτερα που ήταν στον περίγυρο και να χαζέψει στα γειτονικά καφενεία τους «επαρχιώτες» που προσμένουν να συναντήσουν κάποιον συμπατριώτη που θα τους φέρει τα νέα του χωριού.

Ο συρμός μπήκε στον υπόγειο σταθμό, οι πόρτες άνοιξαν και ο κ. Λάμπης με το πρώτο αντίκρισε τα κίτρινα πλακάκια των τοίχων, τα «εμαγιέ» τα παλιά, που φέρναν στο πορτοκαλί κι ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του σαν να έβλεπε έναν παλιό του φίλο, χαμένο από χρόνια. Έκανε πως παραπατά και στηρίχθηκε επάνω τους, γιατί ήθελε να τα χαϊδέψει χωρίς να τον καταλάβουν, αλλά η ανθρωποθάλασσα τον έσπρωξε στις κυλιόμενες, που τον ανέβασαν στην… επιφάνεια του εδάφους, σʼ ένα πεζοδρόμιο γεμάτο μικροπωλητές και αργόσχολους που μιλούσαν όλες τις γλώσσες του πύργου της Βαβέλ. Πλατεία δεν υπήρχε πια. Ένα ικρίωμα με ζάντες ποδηλάτου έτοιμες για… «ακτινολόγηση» ήταν η αισθητική παρέμβαση, στολίδι και δημιουργία, απέναντι στην Ακρόπολη, που θρασύτατα επιμένει να υπάρχει για να υπονομεύει παρόμοιες εμπνεύσεις. Δύο τρία κτίρια, παλιά ξενοδοχεία θυμίζουν πώς ήταν η Αθήνα πριν αλωθεί από τους ντόπιους επιδρομείς.

Κόσμος που έτρεχε, αυτοκίνητα που βραδυπορούσαν, μέγαρα απρόσωπα, αγνώριστα με ξενόγλωσσες επιγραφές ήταν ένα σκηνικό που σοκάρισε τον κ. Λάμπη. Εδώ ήταν κάποτε ο Παρασκευαΐδης, με το «ταούκ κιοκσού» και το παγωτό καϊμάκι. Εδώ τον έφερνε πιτσιρίκι η μανούλα του και τον κερνούσε παγωτό με τα δύο μπισκοτάκια, τα langue dechat όπως τα έλεγε. Και μετά περνούσαν απέναντι και αγόραζαν λουκούμια από τον Σταματελάκη, εκείνα τα τεράστια «ραχάτ» που τόσο αρέσαν στη γιαγιά. Δίπλα εκεί ήταν και το γαλακτοπωλείο η «Γαλλία» όπου έρχονταν τα ξημερώματα οι δημοσιογράφοι, όταν τελείωναν το «μάρμαρο», να πιουν ένα καυτό γάλα να μαλακώσει ο λάρυγγάς τους. Τίποτε δεν υπήρχε. Ούτε κανένα από τα μπακάλικα-μπαρ στα Χαυτεία, του Θανόπουλου, η «Κυψέλη» του Καπράλου, ή ο «Όλυμπος» απʼ όπου ψώνιζε η θεία Μαρία και όπου έπινε καμιά μπιρίτσα στο πόδι ο πατέρας. Σταμάτησε για να φέρει στο μυαλό του πού ήταν ακριβώς το πρακτορείο ταξιδίων Καραγιαννίδη, τότε που με τρεμάμενα χέρια μετρούσε το αντίτιμο του εισιτηρίου για το ταξίδι στην ξενιτιά. Προχώρησε αργά, μήπως υπήρχε ο «Πολίτης Σπορ» απʼ όπου αγόραζε τα φανταχτερά πουλόβερ ή η «Ποικίλη Αγορά» απʼ όπου ο παππούς αντικατέστησε το κρυστάλλινο βάζο εκείνης της γκρινιάρας θείας. Μικρό παιδί ήταν τότε, έπαιζε και το ʼσπασε. Και ο παππούς από κείνη τη μέρα δεν της μίλησε ποτέ ξανά. Ακούς εκεί. Γριά γυναίκα τα ʼβαλε μʼ ένα μωρό.

Κοντοστάθηκε και κοίταξε απέναντι, όπου καθημερινά χαλβάδιαζε τα κοστούμια στις βιτρίνες του Γουτάκη. Και κάπου εκεί παραδίπλα ήταν η «Αττική Αγορά» απʼ όπου αγόραζε δίσκους Odeon, 78 και κατόπιν 45 στροφών… Τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα, λες κι ένα τεράστιο σφουγγάρι πέρασε από πάνω τους και έσβησε ό,τι ήξερε και ό,τι θυμόταν. Κάπου εδώ ήταν και το σινεμά «Ορφέας». Εδώ ήρθε ραντεβού με την πρώτη του αγάπη κι εδώ αισθάνθηκε την απόλυτη ευτυχία, σαν έπιασε, στα σκοτεινά, το χέρι της και το έσφιξε μες στα δικά του. Αλλά «Ορφέας» δεν υπάρχει πια. Αλλά δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει, σκέφτηκε, ίσως το «Πέτρογραδ», γιατί του ήταν αδιανόητο να χάθηκε κι αυτό. Σαν αντίλαλος στ’ αφτιά του νόμισε πως άκουσε τη μαγική φωνή της Μαίρης Λω. Δεν βρήκε τίποτα. Ρώτησε κάποιους περαστικούς. Κανένας δεν ήξερε. Ένας γεράκος μόνον που άκουσε την κουβέντα κοντοστάθηκε. Ύστερα κούνησε το κεφάλι και έφυγε χωρίς να μιλήσει. Τότε, ο κ. Λάμπης κατάλαβε πως ήταν ξένος σε μια ξένη πόλη, που ούτε ξέρει ούτε θέλει να μάθει.

… Ένα ταξί με άλλους τρεις άγνωστους μεταξύ τους επιβάτες ανέλαβε να τον γυρίσει στον Πειραιά.


Σχολιάστε εδώ