«Καπέλο» στα καύσιμα με άδεια Ζησιμόπουλου!
Σύμφωνα με πληροφορίες και σχετικά έγγραφα που έχει στη διάθεσή του το «Π», η Επιτροπή Ανταγωνισμού προσανατολίζεται να επιτρέψει στα διυλιστήρια να πωλούν πετρελαιοειδή απευθείας σε ανεξάρτητους πρατηριούχους, σε τιμές απαγορευτικά υψηλές και με όρους επαχθείς για τους πρατηριούχους. Με τον τρόπο αυτόν, το κύκλωμα των καυσίμων θα έχει εξασφαλίσει την πλήρη «ακινησία» στην αγορά, αφού οι «ανεξάρτητοι» πρατηριούχοι θα παραμείνουν στην πραγματικότητα δέσμιοι των εταιρειών εμπορίας, οι οποίες δεν θα αντιμετωπίσουν την παραμικρή πίεση ανταγωνισμού από τα διυλιστήρια.
Η μεθόδευση αποκαλύπτεται από την έγγραφη εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, η οποία φέρει την ένδειξη «Απόρρητο και μη ανακοινώσιμο» και υπογράφεται από τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή κ. Ιωάννη Μιχαήλ. Η εισήγηση συντάχθηκε τις «ήσυχες ημέρες» του Ιουλίου (φέρει ημερομηνία 18-7-2007), όταν ελάχιστοι ασχολούνταν με θέματα ανταγωνισμού, καθώς τη δημόσια συζήτηση τη μονοπωλούσαν οι πληροφορίες για τις πρόωρες εκλογές.
Μάλιστα, οι ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων και τα κορυφαία διοικητικά στελέχη των ΕΛΠΕ, κλήθηκαν στις 9 Αυγούστου, δηλαδή λίγες ημέρες πριν προκηρυχθούν οι πρόωρες εκλογές, να παραστούν στη συνεδρίαση του Β΄ Τμήματος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπου θα συζητηθεί η προαναφερόμενη εισήγηση. Η συνεδρίαση του Β΄ Τμήματος θα συγκληθεί στις 18 Οκτωβρίου, δηλαδή αμέσως μετά τις εκλογές, ενώ η υπόθεση παραμένει σε εκκρεμότητα από τον Αύγουστο του 2005 και ασφαλώς θα μπορούσε να είχε κριθεί σε ανύποπτο πολιτικό χρόνο…
Νόμοι για τα σκουπίδια…
Στις 5 Αυγούστου του 2005, η διοίκηση των ΕΛΠΕ είχε κάνει το μεγάλο βήμα για να καταργήσει στην πράξη δύο διαδοχικούς νόμους διαφορετικών κυβερνήσεων (3054/2002 του κ. Άκη Τσοχατζόπουλου, 3335/2005 του κ. Δημήτρη Σιούφα). Υπενθυμίζεται ότι και οι δύο νόμοι έδιναν για πρώτη φορά το δικαίωμα σε ανεξάρτητους πρατηριούχους καυσίμων, όσους δηλαδή δεν δεσμεύονται από αποκλειστικές συμφωνίες συνεργασίας με τις εταιρείες εμπορίας καυσίμων, να αγοράζουν καύσιμα απευθείας από τα διυλιστήρια.
Η πρώτη νομοθετική ρύθμιση, βέβαια, δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στην πράξη, αφού προέβλεπε ότι πρόσβαση στα διυλιστήρια είχαν μόνο οι ανεξάρτητοι πρατηριούχοι που θα σχημάτιζαν κοινοπραξίες με τουλάχιστον πέντε μέλη. Αυτός ο περιορισμός καταργήθηκε από τον κ. Σιούφα και με τον νόμο του άνοιξε, θεωρητικά τουλάχιστον, ο δρόμος προς το διυλιστήριο και για τους μεμονωμένους πρατηριούχους που δεν έχουν αποκλειστικές συμβάσεις με τις εταιρείες εμπορίας.
Στόχος της νέας νομοθετικής παρέμβασης, θεωρητικά επίσης, ήταν να ισχυροποιηθούν τα ανεξάρτητα πρατήρια, που υπολογίζεται ότι αποτελούν το 7% του συνόλου, αγοράζοντας φθηνότερα τα καύσιμα απευθείας από τα διυλιστήρια, τα οποία θα γίνονταν με τον τρόπο αυτόν ανταγωνιστές των εταιρειών χονδρικής εμπορίας.
Στην πράξη, όμως, η διοίκηση των ΕΛΠΕ, που ελέγχουν το 75% της αγοράς στη διύλιση και περίπου το ένα πέμπτο της αγοράς στη χονδρική εμπορία, μέσω της ΕΚΟ, έκρινε ότι δεν είχε κανέναν λόγο να στραφεί κατά των δύο μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών εμπορίας (BP και Shell), οι οποίες είναι άλλωστε και οι μεγαλύτεροι πελάτες του διυλιστηρίου.
Έτσι, έστειλε τον Αύγουστο του 2005 στην Επιτροπή Ανταγωνισμού μια σύμβαση συνεργασίας με ανεξάρτητο πρατηριούχο, την οποία σκοπεύει να χρησιμοποιήσει ως υπόδειγμα και για άλλες αντίστοιχες συνεργασίες. Το αίτημα των ΕΛΠΕ ήταν να πιστοποιήσει η Επιτροπή ότι η σύμβαση αυτή δεν αντίκειται στις προβλέψεις της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού.
Σύμβαση με… πονηριές
Η σύμβαση αυτή, το πλήρες κείμενο της οποίας είναι στη διάθεση του «Π», περιλαμβάνει ορισμένους όρους-κλειδιά, οι οποίοι στην πραγματικότητα «τορπιλίζουν» τον νόμο Σιούφα:
• Τα ΕΛΠΕ επιβάλλουν στον ανεξάρτητο πρατηριούχο να αγοράζει τα καύσιμα με μεγάλο «καπέλο». Επί της τιμής που αγοράζουν οι εταιρείες εμπορίας από το διυλιστήριο, στην οποία ενσωματώνεται και το περιθώριο κέρδους του διυλιστηρίου, θα προστίθενται 8 ευρώ ανά κυβικό καυσίμων για τις βενζίνες, 9 ευρώ για το ντίζελ και 10 ευρώ για το υγραέριο. Επιπλέον, τα ΕΛΠΕ χρεώνουν 1,98 ευρώ το κυβικό ως «αμοιβές παρεχόμενων υπηρεσιών με βυτιοφόρα αυτοκίνητα». Και όλα αυτά, την ώρα που, όπως προκύπτει και από στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το «Π», οι περισσότεροι πρατηριούχοι αγοράζουν από τις εταιρείες εμπορίας 4-7 ευρώ ακριβότερα από τις τιμές διυλιστηρίου. Έτσι, γίνεται ουσιαστικά ασύμφορη η αγορά καυσίμων από τα ΕΛΠΕ!
• Επιπλέον, ο πρατηριούχος είναι στο έλεος των ΕΛΠΕ, που μπορούν να μεγαλώσουν κατά το δοκούν το «καπέλο» των 8-10 ευρώ, με την επίκληση σειράς «απρόβλεπτων μεταβολών στις συνθήκες αγοράς», που περιλαμβάνουν τυχόν αυξήσεις στις τιμές του αργού, των προϊόντων, των επιτοκίων, του τιμαρίθμου κ.λπ. όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η σύμβαση. Αν ο πρατηριούχος τολμήσει να αμφισβητήσει την αύξηση, τα ΕΛΠΕ έχουν δικαίωμα μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης συνεργασίας και… τον πετάνε έξω!
Με τέτοιους λεόντειους όρους, βέβαιο είναι ότι ελάχιστοι πρατηριούχοι θα θελήσουν να συνεργασθούν με τα ΕΛΠΕ, αφού εξασφαλίζουν καλύτερες τιμές αγοράς από τις εταιρείες εμπορίας. Σημειώνεται ότι, όπως αναφέρει και η ίδια η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην εισήγησή της, το έτερο διυλιστήριο της Motor Oil δεν προσφέρει καύσιμα σε ανεξάρτητους πρατηριούχους, παρά μόνο στις δύο εταιρείες εμπορίας που ελέγχει (Avin – Cyclon).
Παρʼ όλα αυτά, ενώ είναι προφανές ότι αυτές οι μεθοδεύσεις των ΕΛΠΕ αποσκοπούν τελικά στο «πνίξιμο» του ανταγωνισμού προς τις εταιρείες εμπορίας, κάτι που ευνοεί βέβαια τον όμιλο των ΕΛΠΕ, ως χονδρέμπορο (ΕΚΟ), ή ακόμη και ως ιδιοκτήτη πρατηρίων (μέσω της εταιρείας Καλυψώ), η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού ανάβει με την εισήγησή της «πράσινο» για την εφαρμογή της σύμβασης, πιστοποιώντας ότι δεν απειλεί τον ανταγωνισμό!