Ξένοι προσδιορίζουν και τα όρια της Ελλάδας!

Οι επιπολαιότητες και των δύο κομμάτων εξέθεσαν την Ελλάδα στα δόλια σχέδια ξένων παραγόντων, που εξακολουθούν να δουλεύουν για την εφεύρεση νέων βαλκανικών εθνών και να μηχανεύονται περιφερειακές μεταμορφώσεις χωρίς τέλος…»

Αυτή η καταθλιπτική διαπίστωση δεσπόζει σε μονογραφία, για την ελλαδική εξωτερική πολιτική, του καθηγητού Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ της Νέας Υόρκης κ. Νικολάου Α. Σταύρου, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Mediterranean Quarterly.

΄Εγκυρος αναλυτής, με ακαδημαϊκό κύρος και με εντυπωσιακά αδιάβρωτη, στη διάρκεια των χρόνων, ελληνοπρέπεια, ο καθηγητής Σταύρου προβαίνει σε μια ψυχρή, τεχνοκρατική ανάλυση των χαρακτηριστικών αυτής της ιδιότυπης εξωτερικής πολιτικής και των αποτελεσμάτων της, υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Η ελληνική εξωτερική πολιτική σε αναζήτηση ορθολογισμού».

Πρόκειται για τη συνοπτική, συντριπτική διάγνωση μιας βαριάς εθνικής αναπηρίας, με τραγικά για τη χώρα αποτελέσματα, στην περίοδο διαχείρισης των εθνικών υποθέσεων από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Χρήσιμη και για την σφαιρική πληροφόρηση του αυριανού ψηφοφόρου, αυτή η έγκυρη και ανιδιοτελής έξωθεν μαρτυρία, αναφέρει σε μετάφραση τα ακόλουθα:

Ένα οικτρό κατάντημα

«Ποιος παράγοντας συνέβαλε σε μια κατάσταση όπου η Ελλάδα έχει απομειωθεί στο να παίζει αμυντικό παιχνίδι έναντι γειτόνων που, σε γενικές γραμμές, εξαρτώνται από ελληνικές επενδύσεις και μεταναστευτικά εμβάσματα για την επιβίωσή τους;

Δεν χρειάζονται πολλά για την εξεικόνιση της πραγματικότητας, φτάνουν μερικά γεγονότα. Είκοσι χρόνια σχεδόν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, η FYROM, η Αλβανία και η Βουλγαρία είναι τα αγαπημένα παιδιά της Ουάσινγκτον (μέλη τής κατά τον Ράμσφελντ «Νέας Ευρώπης»).

Η Κύπρος παραμένει διχασμένη. Το Αιγαίο απειλείται. Ο Πατριάρχης έχει υποβιβασθεί σε στρατηγικό πιόνι. Ενώ η Ελλάδα παρουσιάζεται στον δυτικό Τύπο σαν χώρα σοβινιστική που οφείλει να αναθεωρήσει τα βιβλία της Ιστορίας της και να κατεβάσει τα σύμβολά της για να μην προσβάλλει τους γείτονές της.

Μια οποιαδήποτε σε βάθος ανάλυση της διαμόρφωσης, της φύσης, των στόχων και των μέσων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι δεν χωράει σε κανένα από τα γνωστά μέτρα ανάλυσης. Τα υπάρχοντα μοντέλα ανάλυσης περιλαμβάνουν πάντοτε την αναγνώριση των στόχων τους οποίους επιδιώκει να επιτύχει ένα έθνος, τα μέσα που διαθέτει για την επίτευξή τους, την αναγνωρίσιμη διαδικασία που οδηγεί σε ορθολογικές αποφάσεις, έναν γνωστό αριθμό επίσημα εντεταλμένων για τη λήψη αποφάσεων, ένα επίσημο και ανεπίσημο σύστημα πληροφοριών που παρέχει την εμπειρική βάση για τη λήψη των αποφάσεων και μια καλά μελετημένη μέθοδο νομιμοποίησής τους από την κοινή γνώμη. Η πληροφόρηση του κοινού για τη συλλογιστική που δικαιολογεί τις αποφάσεις δεν πρέπει να συγχέεται με το διακομματικό πινγκ-πονγκ των δηλώσεων κυβερνητικών εκπροσώπων.

Εξαρτημένοι και ανίκανοι διαχειριστές

Όσο κι αν ψάξει κανείς στη λεπτομερή ανασκόπηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, δεν θα βρει μια συνεκτική αλληλουχία εθνικών στόχων (εκτός από πλατειασμούς περί προστασίας των εθνικών συμφερόντων) που μπορούν να χρησιμεύσουν σαν μέτρο αποτελεσματικότητας αυτής της πολιτικής. Μετά το 1990 οι διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να πήραν άδεια από κάθε κριτικό διαλογισμό και να επέτρεψαν σε εξωτερικές δυνάμεις να προσδιορίσουν τα όρια της κυριαρχίας της Ελλάδος και της επιρροής της στην περιοχή. Όσοι είχαν εθνικό φρόνημα, οξυδέρκεια και ικανότητα σύλληψης και δημιουργικής σύνθεσης αντικαταστάθηκαν από πρόσωπα εθισμένα στην εξάρτηση από μεγάλες δυνάμεις.

Οι επιπολαιότητες των δύο κομμάτων κατά την κρίσιμη δεκαετία εξέθεσαν την Ελλάδα στα δόλια σχέδια ξένων παραγόντων που εξακολουθούν να δουλεύουν για την εφεύρεση βαλκανικών εθνών και να μηχανεύονται περιφερειακές μεταμορφώσεις χωρίς τέλος. Από όσα ξέρουμε οι διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν κατάλαβαν τίποτα από το νόημα της αλλαγής της αποστολής του ΝΑΤΟ, το 1992 στη Ρώμη, που μετέβαλε τον αμυντικό χαρακτήρα της συμμαχίας και της Διακήρυξης Αποστολής, που υιοθετήθηκε ομόφωνα στη σύνοδο της Ουάσινγκτον το 1999, που μετέτρεψε τη συμμαχία σε μια ιεραρχικά διοικούμενη παγκόσμια αστυνομική δύναμη. Οι πολιτικο-στρατηγικές μεταβολές που εισήχθησαν σ’ αυτές τις συνάξεις, οι οποίες διέφυγαν της προσοχής των Ελλήνων αντιπροσώπων, εμείωσαν τη στρατηγική σημασία της χώρας και συνακόλουθα στέρησαν την Ελλάδα από οποιονδήποτε μοχλό πίεσης στις δοσοληψίες της με τους γείτονές της, μεγάλους και μικρούς.

Απουσία στόχων και εθελούσια εξάρτηση

Απουσία προσδιορισμένων στόχων και απερίφραστα διατυπωμένων ζωτικών συμφερόντων αναγκάζουν τα έθνη να αντιδρούν στις κρίσεις με επισφαλείς αυτοσχεδιασμούς ή, ακόμη χειρότερο, μόνο να αντιδρούν σε κρίσεις αντί να διαμορφώνουν τα γεγονότα. Επιπλέον, πολιτικές και ενέργειες που αποφασίζονται σε συμμόρφωση με το πρόγραμμα κάποιου άλλου, σπάνια συμπίπτουν με τη λαϊκή αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος. Πουθενά η διάσταση αυτή δεν ήταν τόσο κατάφωρη όσο με τη θέση της Ελλάδος στη γιουγκοσλαβική κρίση. Πάνω από το 98% του ελληνικού έθνους εναντιώθηκε στις ενέργειες του ΝΑΤΟ, αλλά η κυβέρνησή του τις διευκόλυνε. Τώρα οι διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής θέλουν να πιστέψουμε ότι το βέτο στην εισδοχή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ μπορεί να αποτελέσει πολιτικό μοχλό. Ελάχιστα πειστικός ο ισχυρισμός, όταν κορυφαίοι διαχειριστές της εξωτερικής πολιτικής συμπεριφέρονται ή θεωρούνται εθελούσια εξαρτήματα προ-συσκευασμένων στρατηγικών οραματισμών. Η αντίληψη ότι ένας υπεύθυνος εξωτερικής πολιτικής μπορεί αυτόβουλα να προσφέρει υπηρεσίες και αργότερα να επικαλείται αυτές τις υπηρεσίες για να εξασφαλίσει συγκεκριμένη ανταπόδοση είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολης αξίας και στη χειρότερη μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση.

Αυτοσχέδια, σπασμωδική και αλλοπρόσαλλη

Δύο άλλα κρίσιμα συστατικά οποιασδήποτε ανάλυσης μιας εξωτερικής πολιτικής -η διαδικασία λήψεως αποφάσεων και η πληροφοριακή βάση των αποφάσεων- καθιστούν δυσχερή την κατανόηση της ελληνικής πολιτικής. Είναι εξόφθαλμο ότι η ελληνική προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής είναι απρόσεκτα αυτοσχέδια και συμπτωματική. Όσο και να ψάξει κανείς θα βρει μόνο ένα σχήμα όπου αλληλοεπικαλύψεις ρόλων και έριδες αρμοδιοτήτων μεταξύ μελών της κυβέρνησης διευθετούνται ή οδηγούν σε συμφιλίωση.

Αντίστοιχα, δεν υπάρχει μια διαδικασία που θα διευκόλυνε μιαν επίσημη καταγραφή των απαιτούμενων και διαθέσιμων μέσων για την επίτευξη ενός δεδομένου στόχου εξωτερικής πολιτικής ή, απλώς, για την αντιμετώπιση μιας πιθανής κρίσης, όπως το θέμα της FYROM, το καθεστώς ομηρίας του Πατριάρχη, η δημιουργία μιας δεύτερης Αλβανίας στα Βαλκάνια ή η προοπτική μιας Μείζονος Βουλγαρίας, εάν η FYROM αποσυντεθεί.

Είναι πρόδηλο ότι η εξωτερική πολιτική στην εποχή της πληροφορίας δεν είναι πλέον το στεγανό αποκλειστικής αρμοδιότητας διπλωματών με κολλαριστά πουκάμισα και ριγέ παντελόνια. Ωστόσο εγωκεντρικοί έλληνες υπουργοί απεχθάνονται πάντοτε τον συντονισμό αμυντικής, εμπορικής, ενεργειακής, γεωργικής και εργατικής πολιτικής για την επίτευξη βασικών εθνικών στόχων. Το αποτέλεσμα είναι κάθε υπουργείο να φαίνεται να ασκεί τη δική του εξωτερική πολιτική, με στενά καθορισμένους εθνικούς στόχους και να επιδιώκει συμφωνίες που δεν δημιουργούν διαπραγματευτικό κεφάλαιο για την εθνική εξωτερική πολιτική.

Τέλος, αιώνιο πρόβλημα των διαμορφωτών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι η απροθυμία της μεγιστοποίησης των πληροφοριών τους προτού καταλήξουν σε αποφάσεις και η τάση τους να αποδίδουν ίση αξία σε επίσημες και ανεπίσημες πηγές. Επιπλέον, κατά τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρεί κανείς μιαν επικίνδυνη εξάρτηση αρμόδιων υπουργών από δωρεάν προσφερόμενη εμπιστευτική ενημέρωση από ξένους πάτρωνες, από μέλη της δικής τους πολιτικής κουζίνας και απλά φιλαράκια της κοινωνικής τους συναναστροφής.»

Εγερτήριο Σάλπισμα

Αυτή είναι η εικόνα της τραγικής πραγματικότητας στον τρόπο αντιμετώπισης προβλημάτων υπαρξιακής σημασίας για το μέλλον του τόπου -στην πραγματικότητα για την ίδια του την επιβίωση- από τα δύο κόμματα εξουσίας, και της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα στα είκοσι χρόνια που διαφεντεύουν τις τύχες της -κατά τα παραγγέλματα ξένων πατρώνων και συμβούλων τύπου ΕΛΙΑΜΕΠ, που ήδη εντάσσονται και σε εκλογικές λίστες Επικρατείας!

Είναι η αδιάβλητη «έξωθεν μαρτυρία» ενός ειδικού επιστήμονα, διεθνολόγου, που πονά την Ελλάδα, του καθηγητή Νικολάου Σταύρου, στα φώτα και τις συμβουλές του οποίου προσέτρεχαν οι πολιτικοί την εποχή της δικτατορίας και μετά την τουρκική εισβολή στη Κύπρο. Ο κ Σταύρου δεν συμμετέχει βέβαια στα ετήσια φαιδρά -όσο και πολυδάπανα- φεστιβάλ φλυαρίας του Σ.Α.Ε. ούτε καλείται να προσφέρει τις συμβουλές του στους φωστήρες του ΥΠΕΞ, όπου προτιμώνται είτε αγγλόφωνοι τύποι του είδους Άλεξ Ρόντος είτε προσωπικοί παρατρεχάμενοι και αυλικοί.

Ο κ. Σταύρου ακτινογραφεί μια νοσηρή εστία του εθνικού οργανισμού, της οποίας τα καθημερινά συμπτώματα συγκαλύπτονται στην προσοχή του έλληνα πολίτη από την οργιαστική δημοσιότητα περί τα δευτερεύοντα και τα ευτελή. Το άρθρο του αποτελεί μια πολύτιμη κραυγή αφύπνισης, ιδιαίτερα στις παραμονές της λαϊκής κρίσης και επισημαίνει την ανάγκη άμεσης «επέμβασης», με την ανατροπή του σημερινού σκηνικού, με ένα σωτήριο πολιτικό σεισμό.


Σχολιάστε εδώ