ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΑ ΜΕΛΙΣΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΝΕΑ ΠΕΝΤΕΛΗ

Η εμφάνιση της φωτιάς σε κατοικημένες περιοχές βάζει σε άλλη βάση την έννοια μια και ο καθείς και όλοι μαζί είναι αντιμέτωποι με κάτι πολύ άμεσο, καθόλου θεωρητικό, καθόλου ενδεχόμενο κίνδυνο. Υπαρκτό εχθρό, που είναι εδώ, παρών και απειλεί το δάσος, τα σπίτια, τις ζωές. Η φωτιά είχε κατέβει μπροστά στα σπίτια, στις αυλές και σε αρκετές περιπτώσεις μπήκε μέσα σ’ αυτά, μπήκε στις αυλές σαν απρόσκλητος βάρβαρος εισβολέας. Ισοπέδωσε τα δέντρα της αυλής, πεύκα, ελιές, ευκάλυπτους ό,τι ήταν εκεί από μόνο του ή φυτεμένο. Πήρε μαζί της κι έκανε κάρβουνο ποδήλατα, παλιά και καινούργια, αποθηκούλες με ανταλλακτικά, ποτιστήρια, εργαλεία κηπουρικής, και σταματούσε μόνο όταν και αν έβρισκε μπροστά της άδειο έδαφος, χώμα αφού δεν έβρισκε τι άλλο να κάψει, ούτε καν χόρτα. Η φωτιά μεγάλωνε, μίκραινε, άλλαζε σχήματα και μεγέθη, χρώματα και όψεις, περικύκλωσε το εκκλησάκι του Αγίου Σύλλα, έστριψε αριστερά, ανέβηκε προς τα ορεινά της Νέας Πεντέλης, γύρισε λίγο κι έπιασε δρόμους κάθετους της Γ. Παπανδρέου που οδηγεί στην πλατεία, κατέβηκε προς την κλινική Λυράκου, ξαναγύρισε, ενώθηκε με την άλλη που κατέκαιε την περιοχή κάτω από τον Άγιο Παντελεήμονα.

Η φωτιά τρελαινόταν, και μαζί τρέλαινε τους κατοίκους που οπλισμένοι με λάστιχα ποτίσματος έβρεχαν τον χώρο που επρόκειτο σε λίγο αυτή να επισκεφθεί για να τον βρει υγρό και να μην μπορεί να κάνει καλά τη δουλειά της. Πυροσβέστες είχαν πάρει θέσεις σε καίρια σημεία μεταξύ δάσους και σπιτιών, τα ελικόπτερα πετούσαν σε χαμηλό ύψος μεταφέροντας νερό για την κατάσβεση, όλοι ήταν στους δρόμους και τα αυτοκίνητα δημιουργούσαν μια κίνηση πανικού και ενδιαφέροντος. Οι αστυνομικοί προέτρεπαν για γρήγορη κίνηση, έτσι ώστε να μένουν άδειοι οι δρόμοι για να περνούν ανενόχλητα τα πυροσβεστικά αυτοκίνητα κι όλα εκείνα τα οχήματα που είχαν πραγματικά δουλειά και ρόλο στην περιοχή. Μαζί με τους κατοίκους που αγωνιούσαν, ήταν κι ένα σωρό περαστικοί ή που ξεκινούσαν από μακριά για να φθάσουν εκεί να δουν τι γίνεται, αλλά όλη αυτή η έκρηξη περιέργειας δημιουργούσε το αδιαχώρητο. Τα μάτια όλων καρφώνονταν στη φωτιά που έκανε πάρτι με τα κλαδιά, τα δέντρα και ό,τι μπορούσε να καεί, ακόμα και πάνω στους κεντρικούς δρόμους. Βλέμματα περίεργα, έκπληκτα, φοβισμένα, αγανακτισμένα παρακολουθούσαν τις φλόγες να κινούνται αχόρταγα και απειλητικά δημιουργώντας μια παράξενη εφιαλτική σχέση με τις περιουσίες τους, με τα σπίτια και τα κτίσματα άλλα μικρά, άλλα μεγάλα και πολυτελή.

Η φωτιά παραλύει. Ή τρέπει σε φυγή. Αλλά αν μείνεις όσο ισχυρές είναι οι πιθανότητες αν κάνεις κάτι, να ενεργοποιηθείς εναντίον της, άλλες τόσες είναι και να υπνωτιστείς, να μην κάνεις τίποτα. Σ’ αυτή την περίπτωση, από την ώρα που το καταλαβαίνει κανείς ότι συμβαίνει καλό είναι να πάει στην άκρη, στο αυτοκίνητό του, στο πεζοδρόμιο και να αποτελέσει μέρος του σκηνικού. Ούτως ή άλλως μέρος του σκηνικού είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, τα ακίνητα, τα αυτοκίνητα, όλα όσα κοσμούν το περιβάλλον που καίγεται. Ακόμα και οι ειδικοί είναι μέρος του σκηνικού, κυρίως όταν δεν είναι σε θέση είτε από ανικανότητα και ανεπάρκεια είτε λόγω αντικειμενικών συνθηκών όπως ο αέρας, να κάνουν πολλά πράγματα. Απλώς φορούν στολές που τους διαφοροποιούν από τους άλλους κοινούς θνητούς.

Η φωτιά και η μάχη εναντίον της κράτησαν ώρες. Ο ουρανός πάνω είχε γίνει χαλκοκίτρινος, η ανάσα βαριά και η παχιά σκόνη από τα αποκαΐδια σκέπαζε κάθε επιφάνεια. Αυτές που λόγω χρώματος ήταν πιο έντονες φαίνονταν πιο γκρίζες από τις άλλες. Όταν τέλειωσε η φωτιά νωρίς το απόγευμα, όταν ελέγχθηκε, το γκρίζο ήταν το κυρίαρχο χρώμα σε όλη την περιοχή, σαν να ετοιμάστηκε για να πάει σύσσωμη σε κηδεία ή σε μνημόσυνο, εκεί που τα χρώματα δεν υπάρχουν σε ποικιλία μαύρο, γκρίζο μπλε σκούρο. Εδώ ήταν το γκρίζο.

Λίγο μακρύτερο, στον χώρο του πρώην δάσους κυριαρχούσε το μαυροκαφέ και το μαύρο σκέτο, το χρώμα του κάρβουνου. Αυτή η φωτιά είχε τελειώσει, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις κάτι έλεγαν εδώ και λίγη ώρα για πρόωρες εκλογές…


Σχολιάστε εδώ