Η μετεκλογική Τουρκία χωρίς χιλιαστικά όνειρα
Ελευθερωμένη από την απειλητική σκιά του Μπουγιούκανιτ, η νέα ισχυρή δημοκρατική ηγεσία θα μπορέσει τώρα να φανεί τέτοια που εμείς, οι οξυδερκείς, την εκτιμήσαμε: λογική, διαλλακτική, πρόθυμη για συναντίληψη και ειρηνική συνεργασία. Θα άρουν την απειλή πολέμου, θα αποσύρουν τα στρατεύματά τους από την Κύπρο, θα πάψουν να διεκδικούν Αιγαίο και Θράκη. Και θα γράψουν και αυτοί βιβλία του Δημοτικού, όπου τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν θα ‘χουν τουρκικά ονόματα και δεν θα τελούν «υπό ελληνική κατοχή». Έτσι δεν είναι;
Κούνια που σας κούναγε, Ταλεϊράνδοι!
Η μόνη πιθανή αλλαγή στη στάση της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά είναι η επιδείνωση. Κάτι που είναι ήδη ορατό στις απειλητικές κινήσεις για τα πετρέλαια της Κύπρου, αλλά θα γίνει πιο έντονα αισθητό με την ολοκλήρωση του νέου ηγετικού σχήματος. Αυτό που συνέβη με τις εκλογές είναι ο παραμερισμός ενός παραδοσιακού, δυτικόστροφου μεσογειακού κατεστημένου από την ανερχόμενη μεσαία τάξη των ανατολικών επαρχιών – εξίσου διακατεχόμενη από το στερητικό σύνδρομο του οθωμανικού κλέους και εξίσου σοβινιστική. Αλλά η εκλογική νίκη του Ερντογάν δεν σημαίνει και τον τερματισμό της αναμέτρησης. Απλώς ανοίγει έναν νέο κύκλο σοβούσας κρίσης.
Περίοδος συνεχούς έντασης
Η Τουρκία εισέρχεται σε μια περίοδο συνεχούς έντασης. Σ’ αυτήν τη διάγνωση συγκλίνουν τούρκοι και αμερικανοί αναλυτές, ιδίως μετά την τελική επιλογή του Αμπντουλάχ Γκιουλ για την Προεδρία. Πολιτικοί αναλυτές και μέλη ιδρυμάτων στρατηγικών μελετών της Άγκυρας (υπάρχουν αρκετά ιδρύματα μελέτης τουρκικής στρατηγικής έναντι του παρʼ ημίν αμερικανόπνευστου ΕΛΙΑΜΕΠ) αναφέρουν ότι το στρατιωτικό κατεστημένο αντιμετωπίζει αυτήν την επιλογή ως πράξη εκδικήσεως για τη ματαίωση την εκλογής του Γκιουλ από την προηγούμενη Βουλή και αναίρεση της αρχικής εξαγγελίας του Ερντογάν για επιλογή συναινετικού υποψηφίου για τη συμφιλίωση. Προβλέπουν ότι σίγουρα οι στρατηγοί θα απαντήσουν σ’ αυτήν την απόπειρα ταπείνωσης. Όχι αμέσως, αλλά θα καραδοκούν για την πρώτη ευκαιρία, μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, και θα παρακολουθούν άγρυπνα τη νέα κυβέρνηση σε κάθε βήμα της. Η μαντίλα της συζύγου του μελλοντικού Προέδρου δεν προβλέπεται να αποτελέσει την αφορμή ρήξης. Αυτό που θα περιμένουν οι πασάδες για να αντεκδικηθούν θα είναι το παραμικρό στραβοπάτημα στα «εθνικά θέματα». Το εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα και οι δημοσκοπήσεις υπέρ του Ερντογάν δεν πρόκειται να τους αποτρέψουν, λένε οι ίδιοι τούρκοι αναλυτές. Και υπενθυμίζουν ότι στη δεκαετία του ’60 οι στρατιωτικοί ανέτρεψαν (και κρέμασαν) τον Μεντερές, τρία χρόνια μετά τη σαρωτική νίκη του κόμματός του με 53%.
Στην ίδια διάγνωση συγκλίνει και η Ουάσινγκτον, όπως σαφώς προέκυψε από την αρχική δήλωση του βοηθού υφυπουργού Εξωτερικών Ματ Μπράιζα στον «Επενδυτή» κατά της επιλογής Γκιουλ, δήλωση που προκάλεσε την αγανάκτηση των φιλοκυβερνητικών σχολιαστών στην Άγκυρα. Αλλά και η μεταγενέστερη δήλωση εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέφραζε εμπιστοσύνη «στην κοσμική δημοκρατία της Τουρκίας», υπογραμμίζοντας με επανάληψη τον προσδιορισμό «κοσμική» (σε αντιδιαστολή με το θρησκευτική-ισλαμική).
Για την Ελλάδα «ο λογαριασμός»
Αυτή η -άλλωστε εξόφθαλμη- εσωτερική πραγματικότητα προδιαγράφει και τις συνθήκες άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας από τη νέα πολιτική εξουσία. Ενδογενώς θα κυριαρχήσει η φροντίδα εθνικιστικής πλειοδοσίας, για την αποφυγή και προσχηματικής παρέμβασης των στρατοκρατών, και εστίαση στην προσπάθεια κομματικής προώθησης στον κρατικό μηχανισμό. Και -παράλληλα- συνέχεια στη διεθνή εκμετάλλευση της «απειλής κατά των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων», για την εξασφάλιση εκπτώσεων από διεθνείς υποχρεώσεις και προνομιακά ευνοϊκή μεταχείριση.
Στο διεθνές περιβάλλον αντίστοιχα οι συνθήκες θα παραμείνουν αμετάβλητα δυσμενείς για τα ελληνικά συμφέροντα. Στο «τουρκικό πρόβλημα» της Ουάσινγκτον (κυρίως οι τουρκικοί στόχοι στο Κουρδιστάν) προστίθεται το στοιχείο της εσωτερικής αστάθειας και η ανάγκη θώπευσης του τουρκικού πατριωτισμού, σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδος. Έτσι, σαν ένα από τα μέτρα για να αποφευχθεί «η τουρκική πτώση στο χάος», ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πρίνσετον Ρίτσαρντ Φαλκ εισηγείται σε άρθρο του την επιβολή του Σχεδίου Ανάν στην Κύπρο.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση επίσης μπορεί με ασφάλεια να προβλεφθεί ότι η προεκλογική αναστολή στις συμβατές υποχρεώσεις του Ερντογάν (Πρωτόκολλο, αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αποχή από παραβιάσεις των ευρωπαϊκών αρχών στις σχέσεις με μέλη της ΕΕ) θα παραταθεί επ’ αόριστον, ότι οι αιτιάσεις του για «την απομόνωση των Τουρκοκυπρίων» θα δονήσουν ευρύτερα τα ανθρωπιστικά αισθήματα των Ευρωκρατών και ότι γενικά στη στάση της ΕΕ έναντι της Αγκύρας θα πρυτανεύει αμείωτα κυριαρχική η φροντίδα «προστασίας της απειλούμενης τουρκικής δημοκρατίας»…
Με τη νίκη του Ερντογάν, επομένως, ουδέν αλλάζει για την Ελλάδα. Μένουν οι ευχές και τα συγχαρητήρια. Και έπεται ο λογαριασμός. Έναντι του οποίου, στις σκέψεις της επόμενης ελλαδικής κυβέρνησης (ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ – ΣΥΝ) θα πρυτανεύσει και πάλι η φροντίδα για τη διάσωση, με κάθε θυσία, της τουρκικής δημοκρατίας – με όσα αυτός ο χιλιαστικός παράδεισος υπόσχεται.
Ας το έχουν αυτό υπόψη τους οι αυριανοί ψηφοφόροι, προσερχόμενοι με «συνωστισμό» στην κάλπη -όπως στη Σμύρνη- με οδηγό το βιβλίο Ιστορίας των Γιαννάκου – Ρεπούση, εγκεκριμένο από ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμό.