Η διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής
Δημοσιονομική προσαρμογή είναι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος στην εκτέλεση και όχι στην κατάρτιση μόνον του κρατικού προϋπολογισμού. Συγκεκριμένου όμως ύψους πλεονάσματος που να βοηθάει στην πραγματική αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους και ως ποσοστού του ΑΕΠ και ως απολύτου αριθμητικού μεγέθους. Δηλαδή θα πρέπει να πετύχουμε πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου ύψους που να είναι ικανά να εξοφλούν ένα κομμάτι του δημοσίου χρέους εμφανώς μεγαλύτερο από το καινούργιο χρέος που συνάπτει το Δημόσιο για την κάλυψη του ταμειακού του ελλείμματος. Η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος, στην πραγματικότητα και όχι με τη βοήθεια της «δημιουργικής λογιστικής». Βήμα βήμα από την εξυγίανση πάμε στην προσαρμογή και μετά στη διατηρησιμότητά τους.
Aν υποθέσουμε ότι η μείωση του ελλείμματος είναι πραγματική και δεν είναι αποτέλεσμα απόκρυψης ή ετεροχρονισμού ορισμένων δαπανών, τότε μπορεί η κυβέρνηση δικαιολογημένα να είναι υπερήφανη ότι πέτυχε ένα μεγάλο βήμα προς την εξυγίανση της από χρόνια «θολής» δημοσιονομικής μας κατάστασης. Η απόφαση του ECOFIN για μηδενισμό του ελλείμματος μέχρι το 2010, αν εφαρμοστεί με ειλικρίνεια από την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, θα πρέπει να ολοκληρώσει τη δημοσιονομική εξυγίανση, βέβαια με την εφαρμογή σκληρών αντιλαϊκών μέτρων. Στη συνέχεια, ως επόμενο βήμα θα έχουμε τη συνέχιση της σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής, σε επίπεδο φορολογικής και εισοδηματικής πολιτικής, για να πετύχουμε την προσαρμογή (πραγματική αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους) και μετά θα έχουμε τον αγώνα της διατηρησιμότητας της δημοσιονομικής αυτής θετικής εξέλιξης. Προσαρμογή και διατηρησιμότητα θα απαιτήσουν υψηλότερο βαθμό δημοσιονομικής σκληρότητας και εκτεταμένες θυσίες από τους εργαζόμενους και γενικά από τις κατώτερες εισοδηματικές τάξεις. Οπότε ο Γολγοθάς της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας θα κρατήσει για χρόνια. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: μπορεί η δημοσιονομική εξυγίανση, προσαρμογή και διατηρησιμότητα να αποτελέσουν αυτοσκοπό και να οδηγηθεί έτσι στην εξαθλίωση η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία; Τότε ποια είναι η προσφορά της δημοσιονομικής πολιτικής στην οικοδόμηση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου; Η δημιουργία μερικών υπερπλουσίων και η εξαθλίωση των υπολοίπων πολιτών; Μα, τότε έχουμε ολιγαρχία. Αργέγονο πολίτευμα!
Παρακάμπτοντας τα παραπάνω καυτά ερωτήματα, ας δούμε ποιες είναι οι απειλές στη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής μας εξυγίανσης και προσαρμογής, εάν και όποτε αυτή επιτευχθεί με πραγματικούς όρους. Τη διατηρησιμότητα λοιπόν την απειλούν:
α) Η ανεύθυνη πολιτική της κρατικής μηχανής, της πολιτικής εξουσίας, αλλά και των πολιτών. Η κρατική μηχανή δουλεύει με αργούς ρυθμούς και συνεπώς με μειωμένη αποδοτικότητα, ως αποτέλεσμα της κομματικοποίησής της, της διαφθοράς που την έχει κατακυριεύσει και της εκτεταμένης διαπλοκής. Αποτέλεσμα η μείωση των πάσης φύσεως εσόδων του κράτους και η απώλεια σημαντικής κρατικής περιουσίας. Η πολιτική εξουσία, όμηρος του πολιτικού κόστους και της διαπλοκής με τους οικονομικά και κοινωνικά ισχυρούς παράγοντες, προκαλεί το δημόσιο αίσθημα με τις εντελώς άστοχες αποφάσεις της. Πώς μπορεί κανείς να πείσει τον τόσο σκληρά εργαζόμενο οικοδόμο ή οδοκαθαριστή ότι είναι δίκαιο να αρκεστεί σε μια αύξηση των αποδοχών του κατά 4% ετησίως, όταν βλέπει να ρέουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σαν αναδρομικά στους υψηλόμισθους δικαστές και παχυλά μπόνους και άλλες έκτακτες αποδοχές στους μάνατζερ του ευρύτερου δημόσιου τομέα; Ή όταν βλέπει την ακρίβεια να του πριονίζει το ισχυρό εισόδημά του και τις μεγάλες επιχειρήσεις να συσσωρεύουν κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ετησίως; Μια τέτοια ανισότητα είναι που τροφοδοτεί και τη φοροδιαφυγή και γενικά το οικονομικό έγκλημα. Η φοροδιαφυγή ασφαλώς συνιστά αποδοκιμαζόμενη πρακτική και καθιστά τον πολίτη ανεύθυνο, όμως τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό και από την ανεύθυνη συμπεριφορά των κυβερνήσεων στον τομέα της διαχείρισης των οικονομικών του κράτους. Πώς μπορείς να πείσεις τον μικρομεσαίο επιχειρηματία ή τον χαμηλόμισθο του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα ότι η φοροδιαφυγή είναι έγκλημα, όταν βλέπει το κράτος να χαρίζει εκατομμύρια ευρώ στις ΠΑΕ ή να πληρώνει αδρά τις τράπεζες και τις ξένες και ντόπιες εταιρείες συμβούλων για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που προσφέρουν στο κράτος και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα; Αν οι κυβερνήσεις εγκαινιάσουν μια διαχείριση συνετού οικογενειάρχη στον δημοσιονομικό τομέα και σταματήσουν τις απλοχεριές σε επιλεγμένες περιπτώσεις διαπλοκής, τότε και οι φορολογούμενοι πολίτες θα αποκτήσουν φορολογική συνείδηση. Όταν οι πολιτικοί, για οποιονδήποτε λόγο, διολισθαίνουν στην ανευθυνότητα, πώς είναι δυνατόν να ζητάμε από τους φορολογούμενους πολίτες, υπευθυνότητα στην εκπλήρωση των φορολογικών τους υποχρεώσεων; Η εξουσία θα διδάξει υπευθυνότητα στον πολίτη.
β) Η δεύτερη σοβαρή απειλή για τη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, που χωρίς αμφιβολία προκαλεί σημαντική αύξηση των πρωτογενών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, είναι η μεγάλη αύξηση των εξόδων για την καταβολή των συντάξεων του Δημοσίου και των κρατικών επιχορηγήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία. Το θέμα συναρτάται με τις αδυναμίες του ασφαλιστικού μας καθεστώτος. Εδώ απλώς θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι από την επεξεργασία των προϋπολογισμών των ετών 1999 και 2007 προκύπτει ότι το 1999 το κράτος πλήρωσε 2.717 εκατ. ευρώ για συντάξεις και 2.760 εκατ. για επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, σύνολο 5.477 εκατ. που αντιστοιχούν στο 4,86% του ΑΕΠ της χρονιάς εκείνης (ΑΕΠ 1999= 112.686 εκατ. ευρώ). Έπειτα από συνεχείς αυξήσεις των δαπανών αυτών από χρόνο σε χρόνο φτάσαμε μέσα σε εφτά χρόνια, δηλαδή το 2007, να θέλουμε τριπλάσια χρήματα για την κάλυψη των δαπανών αυτών, δηλαδή για συντάξεις 4.812 εκατ. και για επιχορηγήσεις 8.734 εκατ., ήτοι σύνολο 13.546 εκατ. ή το 6,47% του φετινού υπολογιζόμενου ΑΕΠ (ΑΕΠ 2007=209.268 εκατ. ευρώ). Και βέβαια αυτή η αύξηση των δαπανών καθόλου δεν βελτίωσε την οικονομική κατάσταση των συνταξιούχων. Απλώς οι συνταξιούχοι έπαιρναν τις προβλεπόμενες από την εισοδηματική πολιτική πενιχρές αυξήσεις. Η διόγκωση των δαπανών οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων και στην αύξηση των δαπανών, ιατρικής, φαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, καθώς και στα διογκωμένα έξοδα διοίκησης. Το κακό είναι ότι η γήρανση του πληθυσμού θα προκαλεί συνεχείς αυξήσεις αυτών των δαπανών, δυσανάλογες με τις αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού. Αν δεν υπάρξουν σύντομες παρεμβάσεις του κράτους στο ασφαλιστικό καθεστώς, προς τη σωστή όμως κατεύθυνση, δημοσιονομική εξυγίανση δεν πρόκειται να δούμε. Αλλά και εάν οι μεταρρυθμίσεις είναι άστοχες, γρήγορα θα καταλήξουμε στην ίδια ασυλλόγιστα σπάταλη κατάσταση. Και οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συμπεριλάβουν ασφαλώς και το σύστημα διαχείρισης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, που επιβάλλεται να γίνει ολιγοδάπανο και περισσότερο αποδοτικό για τα Ταμεία. Και προσοχή στα αρπακτικά της διεθνούς και ντόπιας χρηματαγοράς που ανυπόμονα περιμένουν για να κατασπαράξουν τα αποθεματικά. Αλλά για τις μεταρρυθμίσεις γενικά του Ασφαλιστικού έχουμε ακόμη χρόνο, καθώς θα δρομολογηθούν για μετά τις εκλογές και θα υπάρξει λόγος και αντίλογος σε ευρεία έκταση. Κάτι που είναι αναγκαίο εάν θέλουμε να αναζητήσουμε τις καλύτερες λύσεις για το τόσο σημαντικό αυτό θέμα που, όπως είπαμε και προηγουμένως, χρόνο με το χρόνο θα επιδεινώνεται, μέχρις ότου καταστεί εκρηκτικό για την δημοσιονομική ισορροπία.
γ) Η τρίτη σοβαρή απειλή αφορά τη συμπεριφορά της κυβέρνησης κατά την προεκλογική περίοδο. Ο φόβος είναι μήπως η κυβέρνηση θυμηθεί τώρα όλες τις προεκλογικές υποσχέσεις των εκλογών του 2004. Αυτές που είχε λησμονήσει επί 3 ½ χρόνια ή δεν μπόρεσε να υλοποιήσει λόγω του καθεστώτος της επιτήρησης. Οι προεκλογικές παροχές εξασθενίζουν πολύ τον βαθμό διατηρησιμότητας και ανατρέπουν τη δημοσιονομική ισορροπία. Παλαιοκομματική μέθοδος προσέλκυσης ψηφοφόρων που τη διατηρούν στη ζωή και τα δύο κόμματα που διεκδικούν την εξουσία. Όμως δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι για τα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά οι προεκλογικές παροχές που είναι πραγματικές και έχουν αντίκρισμα, δηλαδή ξεφεύγουν από τη σφαίρα των παχυλών υποσχέσεων, αποτελούν μια ανάσα ζωής. Από την άποψη αυτήν καταξιώνονται κοινωνικά, αλλά και οικονομικά. Αν είναι όμως πέρα από τις αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού, συνιστούν απειλή για τη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Σ’ αυτές τις ειδικές περιπτώσεις μη προγραμματισμένων δαπανών του Δημοσίου θα πρέπει να προσθέσουμε και άλλες που θα κληθεί μέσα στο 2008 να αντιμετωπίσει το υπουργείο Οικονομικών, όπως για παράδειγμα τα υψηλά χρέη του ΕΣΥ (ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ασφαλισμένων, χρέη δημοσίων νοσοκομείων, δαπάνες διοίκησης), τις εισφορές που θα μας χρεώσει η ΕΕ για την αναδρομική αναπροσαρμογή του ΑΕΠ (γίναμε πλούσιοι στα χαρτιά και μάλιστα σε λάθος χρόνο), η καταβολή αποζημιώσεων για τις ζημιές που προξένησαν οι πυρκαγιές και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Όλα αυτά θα διογκώσουν αισθητά τις πρωτογενείς δαπάνες και τα ελλείμματα, εκτός εάν διακανονιστούν με ομόλογα του Δημοσίου, οπότε θα τα φορτωθεί το δημόσιο χρέος.
Όλα τα κράτη της Ευρωζώνης θα αντιμετωπίσουν προβλήματα διατηρησιμότητας ισοσκελισμένων ή πλεονασματικών προϋπολογισμών. Η ΟΝΕ απαιτεί μέχρι το 2010 ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Και ο γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί πολύ σωστά απαντάει: «θα προσπαθήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να το εγγυηθούμε». Αντρίκεια απάντηση σε όσους έχουν θέσει τη δημοσιονομική ισορροπία ως αυτοσκοπό της οικονομικής πολιτικής. Για την επιβίωση των εργαζομένων η διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι πολύ επικίνδυνη «εφεύρεση» – καταδικάζει την κοινωνική πλειοψηφία στη «διά βίου ανέχεια».