Οι «νοσταλγοί» του Ανάν στο προσκήνιο
Στην ουσία επαναξιολογείται και τίθεται εκ νέου στο πλαίσιο του πολιτικού-κομματικού ανταγωνισμού η στρατηγική που ακολουθήθηκε από τον Τάσσο Παπαδόπουλο και «μορφοποιήθηκε» με την ψήφο της συντριπτικής πλειοψηφίας του κυπριακού λαού που απέρριψε το Σχέδιο Ανάν.
Την άποψη αυτήν ενισχύει σημαντικά η απόφαση του γραμματέα του ΑΚΕΛ κ. Δ. Χριστόφια να διεκδικήσει την Προεδρία της Δημοκρατίας, αποσύροντας τη στήριξη του ΑΚΕΛ στο πρόσωπο του νυν Προέδρου κ. Τ. Παπαδόπουλου.
Γι’ αυτό και στην Ελλάδα εμφανίζονται όλο και συχνότερα οι -διακομματικού χαρακτήρα- υμνητές και υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν, που το θεωρούν και σήμερα σαν λύση «σωτηρίας» της Κύπρου. Προϋπόθεση, κατ’ αυτούς, είναι η απομάκρυνση του Τ. Παπαδόπουλου.
Ποιο είναι, λοιπόν, το «λογικοφανές» πολιτικό τους επιχείρημα; Ότι η αποδοχή του Σχεδίου Ανάν θα είχε σήμερα οδηγήσει στην αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους του στρατού κατοχής, στην εξομάλυνση των σχέσεων του δύο κοινοτήτων, στη «διεθνή» αναγνώριση και «νομιμοποίηση» της Κύπρου…
Πρώτον, η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις που εξελίσσονται στον χρόνο με τη μορφή μιας αριθμητικής προόδου. Δεύτερον, υπήρξε μια ιστορική απόφαση των ελληνοκυπρίων που ελήφθη με την ευθύνη του κόστους και του οφέλους μιας επιλογής. Παρασύρθηκε ή πλανήθηκε ο κυπριακός λαός; Τίποτα από τα δύο. Απλώς οι φορείς των αντιλήψεων αυτών δεν κατανοούν ότι την ιστορία τη γράφουν οι λαοί και οι άξιοι ηγέτες τους και όχι κάποιοι πολιτικολογούντες αναλυτές μέσα από τα κομματικά γραφεία. Τρίτον, σε ποια Κύπρο αναφέρονται οι νοσταλγοί του Σχεδίου Ανάν; Σε ένα μόρφωμα που θα είχε ως ύπατη αρχή ένα τριεθνές σώμα διορισμένων δικαστών, το οποίο θα αποφάσιζε τελικά για το δίκαιο του κάθε επιμέρους κοινοβουλίου; Για μια Κύπρο δηλαδή που δεν θα είχε εθνική υπόσταση, πολιτική οντότητα, που δεν θα εξέφραζε τη λαϊκή βούληση; Που θα τελούσε υπό τη συνεχή απειλή της τουρκικής παρέμβασης, συνταγματικά πλέον κατοχυρωμένης;
Ευτυχώς σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί ανεξάρτητο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρόσφατη μάλιστα την είσοδό της στη «ζώνη» του ευρώ. Και ως μέλος της ΕΕ η Κύπρος μπορεί σήμερα να προτείνει και να διεκδικήσει την «επίλυση» του προβλήματος με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τις αρχές δικαίου που επικρατούν στην ευρωπαϊκή «οικογένεια».
Ασφαλώς για την προώθηση μιας συνολικής, δίκαιης και μακροπρόθεσμα «ανθεκτικής» λύσης ο δρόμος δεν είναι εύκολος. Γίνεται όμως ακόμα δυσκολότερος όταν δεν υπάρχει μια σαφής στρατηγική σε Ελλάδα και Κύπρο.
Στην Ελλάδα η κατάσταση βαίνει στο χειρότερο. Ο Κ. Καραμανλής μετά τη «διακριτική ευχέρεια» που παρέσχε με την, τότε, τοποθέτησή του στον κυπριακό λαό να ψηφίσει χωρίς μείζονα εκβιαστικά διλήμματα, αποστασιοποιήθηκε σταδιακά – οι επιπτώσεις της στάσης του στο Σχέδιο Ανάν ήταν ιδιαίτερα ορατές με τα «αντίποινα» των ΗΠΑ στα εθνικά μας θέματα- αφήνοντας την «ευθύνη» στην κ. Μπακογιάννη, ένθερμη οπαδό της «γραμμής» Ανάν… Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος πήρε, κυριολεκτικά, στις πλάτες του την υποστήριξη του Σχεδίου Ανάν αποτελώντας τον φανατικότερο «πολιτικό πλασιέ» του…
Στην Κύπρο είναι γνωστό ότι το ΑΚΕΛ -και προσωπικά ο κ. Δ. Χριστόφιας- αμφιταλαντεύτηκε ισχυρά πριν πάρει την απόφαση της καταψήφισης του Σχεδίου Ανάν. Μόνο η πίεση της λαϊκής βάσης του κόμματός του απέτρεψε τα χειρότερα…
Γι’ αυτό και η σημερινή του υποψηφιότητα θα πρέπει εξαρχής να έχει ξεκάθαρους στόχους και οι στόχοι αυτοί θα πρέπει να αξιολογηθούν τόσο με βάση τις παρελθούσες επιλογές του όσο και με τις μελλοντικές επιδιώξεις του ΑΚΕΛ. Και ο κυπριακός αλλά και ο ελληνικός λαός θα πρέπει να γνωρίζουν από τώρα τις σαφείς αντιλήψεις και προθέσεις του επόμενου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε να μπορούν να τις αξιολογήσουν και να τις εντάξουν σε μια γενικότερη εθνική στρατηγική.
Το «κεφάλι στην άμμο» δεν το κρύβουν όσοι ακολουθούν μια σαφή στρατηγική που και ξεκάθαρους στόχους και ρεαλιστικούς χειρισμούς συνεπάγεται, μια στρατηγική η οποία αναγνωρίζει ότι η τελική λύση δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα ενός «ιστορικούς συμβιβασμού». Ενός συμβιβασμού όμως που δεν θα απεμπολεί βασικές αρχές, δικαιώματα, ελευθερίες, την ίδια την πολιτική-εθνική και κρατική υπόσταση της Μεγαλονήσου.
Στην πράξη μόνο όσοι παραιτούνται από τις προσπάθειες, μόνο όσοι εγκαταλείπουν αρχές και ιδέες, αλλάζοντας κόμματα και ιδεολογίες «σαν πουκάμισα», μόνο όσοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε «δημοκράτες-εκσυγχρονιστές» τύπου Ερντογάν και σε διάφορους «φωτισμένους» υπαλλήλους των ΗΠΑ κρύβουν πράγματι το κεφάλι τους στην άμμο…
Αντί λοιπόν για την παραίτηση, τον πολιτικό κυνισμό, τον δήθεν ρεαλισμό, που μπορούν να καταλήξουν σε εθνική ήττα, ας υπάρξει μια κοινή αγωνιστική στρατηγική που θα υλοποιηθεί πέρα από τις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Αρκεί να πιστέψουμε στα δίκαιά μας, στις δυνάμεις μας.