Η ωφέλεια απ’ την πτώσι

Οι μεν πρώτοι, σημειώνοντας χασίματα στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές (η Γουώλ Στρητ είχε τις μεγαλύτερες εβδομαδιαίες απώλειες από του Σεπτεμβρίου 2002, ενώ το Λονδίνον είδε να εξατμίζονται όλα τα προηγούμενα κέρδη του τρέχοντος έτους, εις δε τα χρηματιστήρια της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Ασίας εξεδηλώθη κύμα πωλήσεων μ’ αποτέλεσμα τη ραγδαία υποχώρησι των τιμών των μετοχών), ρευστοποίησαν τα κέρδη των και στο ΧΑ για να καλύψουν τις θέσεις των, με συνέπεια την υποχώρησι του χρηματιστηριακού δείκτου κάτω των 5.000 μονάδων.

Οι δε εν Ελλάδι τράπεζες ανεγνώρισαν ότι πρέπει να διαγράψουν απ’ το ενεργητικό των «μη εξυπηρετούμενα δάνεια», ύψους 1,5 δισ. ευρώ, περικόπτουσες τα προηγούμενα «παχυλά των κέρδη».

Η κατάληξις δεν ήταν άλλη από την σημαντική υποχώρησι των αξιών των στο ΧΑ και η διάψευσι των «παπαγάλων» που κελαηδούσαν πάλι για νέες επιδόσεις τιμών «πάνω από τις 5.000 μονάδες του δείκτη» .

-Πώς, εν τοιαύτη περιπτώσει, μπορεί να προστατευθή ο μέσος επενδυτής από τη χασούρα;

Διεθνώς, αναφερόμενοι, θα σημειώσουμε τη μεγάλην ανάκαμψι του ιαπωνικού νομίσματος, του γιεν, που κέρδισε αρκετά έναντι του ευρώ, μειώνοντας έτσι τις τυχόν απώλειες των επενδύσεων στις ιαπωνικές μετοχές. Επίσης, η άνοδος του ελβετικού φράγκου στα 1,65 ανά ευρώ εκάλυψε εν μέρει τη ζημία από την υποχώρησι των ελβετικών μετοχών.

Η ενίσχυσι των νομισμάτων της Ιαπωνίας και της Ελβετίας τερματίζει την πρόσφατη πτωτική των πορεία, εξαιτίας της «μεταφοράς συναλλαγών» (carry trade) από τα χαμηλότοκα αυτά νομίσματα, στα συναλλάγματα υψηλών αποδόσεων, όπως το αυστραλιανό, το νεοζηλανδικό, το ισλανδικό ή το λιθουανικό νόμισμα.

Η επαναγορά (unwinding) των συναλλαγματικών αυτών πράξεων σημαίνει την στέρησι μιας σημαντικής πηγής ρευστότητος που συντηρούσε τις διεθνείς χρηματαγορές, αλλά εξυπακούει και μια ασφάλεια για τους επενδυτές εκείνους που θα προτιμήσουν το γιεν και το ελβετικό φράγκο στις τοποθετήσεις των κεφαλαίων των.

Το ίδιο δεν ισχύει διά το δολάριον, παρά την αιφνιδία ανάκαμψί του από τα χαμηλά του έναντι του ευρώ και της στερλίνας. Η κτηματική κρίσι στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την πτώσι της οικοδομικής δραστηριότητος και τις πτωχεύσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων που είχαν επενδύσει σε ακάλυπτες υποθήκες, υπονομεύει την χρηματοδότησι των εξαγορών όπως της Κράισλερ και της Μπουτς, μ’ αποτέλεσμα την εξασθένισι των αμερικανικών τραπεζών και εξ αντανακλάσεως του δολαρίου.

Άλλωστε ζώντες (κακή τη μοίρα) εις περιβάλλον του (ακριβού) ευρώ, οι έλληνες επενδυτές δεν έχουν κανένα λόγον να τοποθετούνται στο δολάριο, τώρα μάλιστα που διαγράφονται πιθανότητες υποχωρήσεως των αμερικανικών επιτοκίων, εν αντιθέσει με την αναμενομένη περαιτέρω αύξησι των ευρωπαϊκών επιτοκίων. Τα κρατικά αμοιβαία κεφάλαια, όπως λ.χ. της Κίνας εγκαταλείπουν το δολάριον, όπως και οι κεντρικές τράπεζες αλλά και οι χώρες του ΟΠΕΚ.

Όπως τίποτε δεν εδικαιολόγει την μεγάλη αισιοδοξία που επεκράτησε το πρώτο 6μηνο στα διεθνή χρηματιστήρια, η οποία συμπαρέσυρε και το ιδικό μας ούτως και η μεγάλη απαισιοδοξία είναι κακός δάσκαλος. Αντιστρέφοντας τα όσα έλεγεν ο γνωστός επενδυτής σερ Τζον Τίμπλετον, ότι δηλαδή «οι χρηματιστηριακές αγορές καταρρέουν μέσα σε κλίμα ευφορίας, ωριμάζουν στην αισιοδοξία, αναπτύσσονται στον σκεπτικισμό και αναγεννώνται μέσα στην απαισιοδοξία», διαγράφεται μια αχνή ελπίδα ότι περί τον Σεπτέμβριον οι αγορές θα ανακτήσουν μέρος του χαμένου εδάφους κατά τη διάρκεια του θέρους.

Τα «καλά νέα» είναι ότι παράγεται αρκετή ρευστότητα διεθνώς, αρκετή για ν’ ανεβάσει πάλι τη ζήτησι των μετοχών και των ομολόγων. Αρκεί να είναι ο επενδυτής με ρευστά διαθέσιμα στα χέρια του, για να ψωνίσει εγκαίρως στα «χαμηλά» και να πωλήσει στα «ψηλά» όταν επανεμφανισθούν.

www.ccollmer.com


Σχολιάστε εδώ