Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΥΜΑΙΟΥ

Όστις διαβάζει Όμηρον
καί χαίρεται τό Έπος
όπου καλείται Οδύσσεια
κι όχι Τραπέζης ρέπος,

… θά ξέρει περί γουρουνιών
θά ξέρει περί στάνης
δέν θά χαθεί διαβάζοντας
στάς ατραπούς τής πλάνης.

Γουρούνια κι άνθρωποι ομού
συναγελάζονται όλοι
εις έναν βόθρο άβυθο
ως σύγχρονή μας πόλη.

Παράδειγμα τό Άστυ μας
κλεινόν καί φρικαλέον
τροχήλατον καί βρόμικον
ΕΝΑ, πλήν όμως λέων.

Επί αυτού τού Άστεως
κι εντός τών σωθικών του
ο βίος μας ασθμαίνοντας
βρίσκει τόν διάβολόν του.

Είναι εν κολαστήριον
άνευ ουρητηρίων,
μία χαβούζα ανοικτή
στό γκρίζο τών κτιρίων.

Περιπατώμεν αναιδείς
ως άλλοι Λουδοβίκοι
θαυμάζοντας ένα ΕΓΩ
στή βιτρινώδη φρίκη.

Ανέμελοι, γκρινιάρηδες
καί αλλαχού ωραίοι
ανάδοχοι τής μοναξιάς
καί δι’ αυτό μοιραίοι.
Βλάσφημοι καί ανέμελοι
ως σέ κοτέτσι κότες
θαυμάζομεν τήν παρακμή
αρμέγοντες κοκότες.

Ζώμεν εις ένα όνειρο
εις μίαν τραγωδία
ενώ τά τέκνα στέλνομε
διά άλλοθι εις ωδεία.

Άστυ αστείον, θλιβερόν
πού γέμει τοκογλύφων
κι όπου ουδείς μας εννοεί
τόν ιδικόν του γρίφον.

Άρχουσα τάξις τά ΤΑΞΙ
σαφώς καί οι τζιπάδες
κυρίαρχοι εις τάς οδούς
ως άλλοι αφεντάδες.

Κράνη, κρανία καθ’ οδόν
κι αιμοχαρείς οι πάντες,
είτε μέ αλουμίνιον
είτε φαλτσέτες ζάντες.

Δρεπανηφόρα άρματα
τούς πάντες κερματίζουν
εις μάχας ασυλλόγιστες
κι απέ πανηγυρίζουν.

Παντού Γραφεία Τελετών
«κοράκια», νεκροθάφτες,
νεκροταφεία άπληστα
ψάλτες, καντηλανάφτες.

Καί ο νεκρός αμίλητος
μές στήν αναμπουμπούλα
σέ έναν ενταφιασμόν
πού φέρνει αναγούλα.

Ώ!, Άστυ αστυνομικόν
μιάς φαρσοκωμωδίας
πάτρωνα τού αναίσχυντου
ως καί τής αηδίας.
Πλοίον μου ακυβέρνητον
μέ τόσες Κυβερνήσεις,
μέ νεκροφόρες άρρωστες
πού λέγονται «ειδήσεις».

Καί φεύγουσι τά χρόνια μας
τά αποδημητικά μας
λές καί ποτέ δέν ήτανε
μία στιγμή δικά μας.

Φλέγομαι πίκρες πίνοντας
διά νά κατανοήσω:
αξίζει άρα η ζωή
ή νά αυτοκτονήσω;

Άστυ μου αναλφάβητον
μέ ειδικάς ανάγκας,
όχι δέν σού αυτοκτονώ
γιατί δηλώνω μάγκας.
…………………………………………
…………………………………………
…………………………………………
Τό κλεινόν Άστυ διαθέτει τόσες λακκούβες,
πού εν μία νυκτί μπορεί νά θάψει ανέξοδα
όλους τούς κατοίκους του. Οψόμεθα.


Σχολιάστε εδώ