Από το 1998 είχαν προειδοποιήσει οι δασικοί για την καταστροφή

Κανείς πλην των δασικών υπαλλήλων και των δασοφυλάκων, που γνωρίζουν τι σημαίνει πυρκαγιά στο δάσος και είχαν έγκαιρα αντιληφθεί τις συνέπειες που ενδεχομένως θα είχαν οι αλλαγές που θεσπίζονταν.

Ακριβώς γι’ αυτό, επειδή δηλαδή είχαν την αίσθηση του επερχόμενου κινδύνου, είχαν στείλει από το 1999 υπόμνημα προς τον υπουργό Δημόσιας Τάξης με παρατηρήσεις σχετικά με τον νέο νόμο, αλλά και επισημάνσεις ή προτάσεις για το τι πρέπει να βελτιωθεί σ’ αυτόν για την καλύτερη προφύλαξη, προστασία και πυρόσβεση των δασών.

Τις προτάσεις όμως αυτές η τότε ηγεσία του υπουργείου δεν τις έλαβε υπόψη της, με αποτέλεσμα να εφαρμόσει τον νέο νόμο, χωρίς να κάνει την παραμικρή αλλαγή και να φτάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα, το οποίο αν είχαν εισακουσθεί τότε οι δασικοί θα ήταν σίγουρα διαφορετικά.

Ας δούμε όμως ορισμένες από τις επισημάνσεις των δασολόγων και των δασικών υπαλλήλων:

Κατ’ αρχάς τονίζεται ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει διαχείριση δασικών πυρκαγιών από διαχειριστική μονάδα νομού ή περιφερειών.

Η διαχείριση μέχρι την ψήφιση του νόμου γινόταν από τοπικούς παράγοντες δασοπυρόσβεσης και δασοπροστασίας επιπέδου δασικού σταθμού ή δασαρχείου.

Όπως αναφέρεται στην επιστολή:

Η υιοθέτηση αυτού του επιπέδου για τον σχεδιασμό του έργου της δασοπυρόσβεσης αμβλύνει τη γνώση για τα τοπικά δεδομένα και ουσιαστικά αποδυναμώνει τη δυνατότητα αξιοποίησης ντόπιου εμψύχου δυναμικού τόσο για την πρόληψη των πυρκαγιών όσο και για την καταστολή. Στην περίπτωση του Πυροσβεστικού Σώματος εφαρμόστηκε αυτό ακριβώς το επίπεδο, αναγκαστικά ίσως, λόγω της ίδρυσης και στελέχωσης των θερινών πυροσβεστικών κλιμακίων με αποσπασμένους υπαλλήλους του Πυροσβεστικού Σώματος από υπηρεσίες εκτός του Νομού της σύστασής τους, εποχιακών υπαλλήλων και αποσπασμένων κατώτερων δασικών υπαλλήλων.

Με τον τρόπο αυτό ήταν δεδομένη η αδυναμία γνώσης των εποπτευόμενων δασικών συμπλεγμάτων, η αδυναμία γνώσης και αξιοποίησης των τοπικών κοινωνικών συνθηκών και των προκατασταλτικών έργων, η αδυναμία εκτίμησης του δείκτη επικινδυνότητας, και εν κατακλείδι η αδυναμία οργάνωσης του αντιπυρικού σχεδίου δράσης σε τοπικό επίπεδο.

Απόρροια του γεγονότος αυτού, αναφέρεται στην επιστολή, είναι η εμφάνιση των εξής προβλημάτων:

1. Κρίσιμα και μεγάλης επικινδυνότητας οικοσυστήματα έμειναν ουσιαστικά αφύλαχτα, διότι μειώθηκε ο αριθμός των πυροσβεστικών οχημάτων που τα προηγούμενα έτη διασπείρονταν εντός αυτών επί 24ώρου βάσεως.

2.Η διασπορά των οχημάτων πολλές φορές γινόταν χωρίς να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα πρόσβασης των οχημάτων από τη μια δασική θέση στην άλλη. Δυστυχώς πολλές φορές δεν υπήρχε καν δυνατότητα πρόσβασης, που σημαίνει πλήρη έλλειψη γνώσεων του δασικού οδικού δικτύου και των λοιπών έργων υποδομής.

3.Η διασπορά των οχημάτων δεν γινόταν στις καταλληλότερες θέσεις.

4.Τα πυροφυλάκια (παρά τη ρητή διάταξη του ν. 2612/98) δεν επανδρώθηκαν επαρκώς όλη την περίοδο.

5.Μειώθηκε ο αριθμός των εποχιακών υπαλλήλων ανά υπηρεσία χωρίς καμία αντίστοιχη αύξηση του μονίμου προσωπικού με αποτέλεσμα την ελάττωση του αριθμού των οχημάτων επιφυλακής.

6.Λόγω και της εναλλαγής του προσωπικού επάνδρωσης των οχημάτων δεν υπήρχε γνώση για τα σημεία υδροληψίας εντός του δάσους ή λοιπές ιδιαιτερότητες των εποπτευόμενων περιοχών.

Στη συνέχεια αναφέρονται παρατηρήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια πυρκαγιών που ξέσπασαν μετά την εφαρμογή του νόμου, όπου αναδείχθηκαν σαφείς αδυναμίες όπως:

• Καθυστέρηση στην αναγγελία (μόνο μέσω του κέντρου, 199) και τον εντοπισμό των δασικών πυρκαγιών, αδυναμία επιβεβαίωσης της πληροφορίας για εκδήλωση δασικής πυρκαγιάς, από όμορους σταθμούς ασυρμάτου (πυροφυλάκια ή οχήματα) και τελικά μη έγκαιρη επέμβαση.

• Κατά την επέμβαση των πυροσβεστικών οχημάτων τα οχήματα καταλάμβαναν θέσεις κυρίως στο επαρχιακό οδικό δίκτυο, δεν έμπαιναν στο χωμάτινο δασικό οδικό δίκτυο και περίμεναν την έλευση αξιωματικού του ΠΣ για την παροχή σχετικών οδηγιών ή εντολών.

• Το προσωπικό επάνδρωσης των πυροσβεστικών οχημάτων ακόμα και το πλέον έμπειρο που προερχόταν από τη Δασική υπηρεσία δεν είχε τη δυνατότητα αναλήψεως πρωτοβουλίας και περίμενε τον αξιωματικό του ΠΣ για την παροχή εντολών, με αποτέλεσμα την απώλεια χρόνου, την καθυστερημένη επέμβαση ή ακόμη και την αδυναμία επέμβασης λόγω επεκτάσεως της πυρκαγιάς.

• Κατά την τελική κατάσβεση δεν γινόταν καθαρισμός ανάμεσα στο καμένο άκαυτο και οι ελεγχόμενες εστίες εγκαταλείπονταν, με αποτέλεσμα τις συχνές αναζωπυρώσεις. Το ίδιο παρατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της αεροπυρόσβεσης και μετά τις ρίψεις νερού των αεροσκαφών, όπου αντίστοιχα δεν είχαμε επέμβαση των χερσαίων δυνάμεων για την τελική κατάσβεση των εστιών.

Σε άλλο σημείο του υπομνήματος οι δασικοί αναφέρουν ότι τα οχήματα της Πυροσβεστικής αποδείχθηκαν ανεπαρκή για τον ρόλο που τους ανατέθηκε. Συγκεκριμένα υπογραμμίζουν:

• Τέλος εκτιμούμε ότι υφίσταται και πρόβλημα επιχειρησιακής δυνατότητας μεγάλου μέρους από τα 1.112 διαθέσιμα υδροφόρα οχήματα του Πυροσβεστικού Σώματος από τα οποία ουσιαστικά μικρό μόνο μέρος μπορεί να αξιοποιηθεί στο έργο της δασοπυρόσβεσης και κυρίως αυτά τα οποία διατέθηκαν στο ΠΣ από τη Δασική Υπηρεσία.

Αυτό οφείλεται στο ότι μεγάλος αριθμός από τα 527 υδροφόρα πυροσβεστικά οχήματα διαφόρων τύπων που διέθετε το ΠΣ πριν από τη μεταφορά της αρμοδιότητας, έχουν κατανεμηθεί σε πυροσβεστικές διευθύνσεις μεγαλουπόλεων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Βόλος, Πάτρα, Ιωάννινα περίπου σε ποσοστό 30%). Επίσης ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτά τα υδροφόρα οχήματά του (117 οχήματα), μπορεί να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον ανεφοδιασμό ελαφρύτερων πυροσβεστικών οχημάτων (δότες) και αυτό μόνο επί επαρχιακού δικτύου και όχι δασικού, λόγω του μεγάλου φορτίου μεταφοράς (>10-15 τόνων).

Αλλά και για τα υπόλοιπα οχήματά του, που θεωρητικά λόγω του μεγέθους των θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στην καταστολή δασικών πυρκαγιών, υπήρχαν αδυναμίες οι οποίες οφείλονταν στις τεχνικές προδιαγραφές των οχημάτων αυτών και στην απόλυτη προσαρμογή τους στο έργο του Πυροσβεστικού Σώματος, στις αστικές πυρκαγιές. Σε άλλο σημείο του υπομνήματος αναφέρεται ότι δεν πρέπει να παραμεληθεί ο ρόλος του υπουργείου Γεωργίας.

Τέλος, οι δασικοί υπάλληλοι υπέβαλαν σαφείς προτάσεις που κατά την άποψή τους θα μπορούσαν να «θωρακίσουν» τα δάση και να διευκολύνουν το έργο της δασοπυρόσβεσης.

Οι προτάσεις αυτές είναι:

= Η τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 2612/98 πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού του έργου της καταστολής των δασικών πυρκαγιών, το οποίο και πρέπει να παραμείνει ως αρμοδιότητα του Πυροσβεστικού Σώματος, μαζί με την αρμοδιότητα του Συντονισμού των λοιπών φορέων που εμπλέκονται στον αντιπυρικό αγώνα, από το έργο του επιχειρησιακού σχεδιασμού το οποίο πρέπει να ανατεθεί στις Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες.

= Ο ορισμός του όρου επιχειρησιακός σχεδιασμός του ν. 2612/98 πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα ρύθμιση. Ο νέος ορισμός του όρου «επιχειρησιακός σχεδιασμός» ουσιαστικά θα συμπεριλαμβάνει τη σύνταξη μιας ολοκληρωμένες μελέτης (αντιπυρικού σχεδίου) για κάθε Δασαρχείο στην οποία θα λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα δεδομένα των δασικών οικοσυστημάτων, η επικινδυνότητά τους, τα υπάρχοντα προκατασταλτικά μέτρα (δρόμοι, κρουνοί υδροληψίας, παρατηρητήρια, πυροφυλάκια, θέσεις διασποράς οχημάτων, σημεία συγκεντρώσεως προσωπικού και μέσων ανεφοδιασμού κ.λπ.) ή ακόμη και ειδικών δράσεων που θα αναλαμβάνει η δασική ή η πυροσβεστική υπηρεσία και οι άλλοι εμπλεκόμενοι φορείς. Στη σύνταξη του αντιπυρικού σχεδίου θα λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα των τοπικών πυροσβεστικών υπηρεσιών να διασπείρουν εντός του δάσους υδροφόρα πυροσβεστικά οχήματα όπως επίσης και η δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων και προτάσεων από τις οικείες πυροσβεστικές Διευθύνσεις.

= Το σχέδιο δράσης που θα διαμορφώνεται με τον τρόπο αυτό θα υλοποιείται από το Πυροσβεστικό Σώμα, και ασφαλώς θα δεσμεύει όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες.

Με την προαναφερθείσα τροποποίηση του άρθρου 1 θα εξασφαλισθεί η δυνατότητα ύπαρξης ολοκληρωμένων σχεδίων δράσης κυρίως για τις περιοχές υψηλής επικινδυνότητας ή των εθνικών δρυμών στις οποίες απαιτείται η συστηματική εποπτεία, ο έλεγχος και η δυνατότητα αμέσου και προσχεδιασμένης επεμβάσεως. Επιπροσθέτως η νέα ρύθμιση δεν αναιρεί το πνεύμα του νόμου 2612/98 για την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, αναθέτοντας αποκλειστικά έργο καταστολής στο Πυροσβεστικό Σώμα εξασφαλίζοντας και για τα δάση το πλεονέκτημα της παρουσίας ενός άρτια οργανωμένου και επαγγελματικού μηχανισμού όπως είναι αυτό. Ο διαχωρισμός όμως του «επιχειρησιακού σχεδιασμού» από το έργο της καταστολής θα δώσει τη δυνατότητα καθορισμού των απαιτήσεων, από τη Δασική Υπηρεσία, του έργου της πυροπροστασίας με βάση τη δασολογική επιστήμη, το είδος των δασικών οικοσυστημάτων, τη διαχειριστική μορφή τους, την επικινδυνότητά τους, και τον προστατευτικό ή αισθητικό χαρακτήρα τους.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του ν. 2612 θα πρέπει να αναπροσαρμοσθεί αναλόγως με τα προαναφερθέντα, και να επαναοριοθετηθούν οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Το σημείο εκείνο στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι το θέμα της επάνδρωσης των πυροφυλακίων όπου με τη νέα ρύθμιση το έργο της επάνδρωσης των πυροφυλακίων πρέπει να το αναλάβουν οι Περιφερειακές Δασικές Υπηρεσίες όπως επίσης και το έργο της ενημέρωσης του πληθυσμού για το θέμα των πυρκαγιών στο οποίο μπορεί να έχει αρμοδιότητα και η Δασική Υπηρεσία (στον τομέα της πρόληψης) χωρίς αυτό να δημιουργεί τριβές.

Με τη νέα ρύθμιση του άρθρου 7 πρέπει να λυθεί το θέμα του τρόπου εμπλοκής των Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών στο έργο της καταστολής των δασικών πυρκαγιών.

Η θεσμοθέτηση ενεργού ρόλου για τις δασικές υπηρεσίες στο έργο της καταστολής των δασικών πυρκαγιών είναι επιβεβλημένη. Η ανάγκη αυτή φάνηκε κατά την εξέλιξη των επιχειρήσεων δασοπυρόσβεσης την περασμένη περίοδο, όπου σε όχι λίγες περιπτώσεις η συμμετοχή δασικών κατέστη εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη και σε άλλες περιπτώσεις η απουσία τους ήταν καταλυτικά αρνητική για την κατάληξη των περιστατικών.

Προτείνουμε την με νομοθετική ρύθμιση, ενεργό συμμετοχή των δασικών υπηρεσιών στο έργο της καταστολής και τη συγκρότηση στον τόπο της πυρκαγιάς συντονιστικού οργάνου με τη συμμετοχή του αξιωματικού του Πυροσβεστικού Σώματος, του Δασάρχη ή του ορισθέντος δασικού υπαλλήλου, και του αξιωματικού των Ενόπλων Δυνάμεων στην περίπτωση που έχουν κληθεί. Το συντονιστικό αυτό τοπικό όργανο θα έχει την ευθύνη συντονισμού του έργου της δασοπυρόσβεσης.

Επιπροσθέτως στα πλαίσια των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 2344, το συντονιστικό τοπικό όργανο έχει κυρίως συντονιστικές αρμοδιότητες με σαφή και καθοριστικό εκ των πραγμάτων ρόλο στον εκπρόσωπο της δασικής υπηρεσίας (γνώση της σύνθεσης των ειδών, της δασοπονικής αξίας και των προτεραιοτήτων στην κατάσβεση, του ανάγλυφου, των έργων υποδομής, των σημείων υδροληψίας, του οδικού δασικού δικτύου κ.λπ.).

Τέλος στο άρθρο 7 πρέπει να προστεθεί παράγραφος σχετικά με την τήρηση στατιστικών στοιχείων από τις υπηρεσίες για τα θέματα των δασικών πυρκαγιών σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς της ΕΕ και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της χώρας μας.


Σχολιάστε εδώ