MΑΝΤΗΛΑ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ στην Άγκυρα

2. Εάν επηρεάζει σημαντικά τη διεθνή θέση και πολιτική της χώρας, και ειδικότερα τις σχέσεις της με την Ευρώπη και την ενταξιακή ευρωπαϊκή της πορεία.
3. Εάν αλλάζει αισθητά τα δεδομένα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και δημιουργεί ελπίδες προόδου σε εκκρεμούντα θέματα και γενικά στις σχέσεις των δύο χωρών.

Με την είσοδο των Γκρίζων Λύκων ως τρίτου κόμματος, ο Ερντογάν έχει λιγότερους βουλευτές στην Εθνοσυνέλευση

Τα αποτελέσματα των τουρκικών εκλογών επιβεβαίωσαν τις προεκλογικές προβλέψεις για σημαντική άνοδο του ισλαμικού κόμματος του Ερντογάν. Πράγματι, το κυβερνών κόμμα αύξησε κατά 13% το εκλογικό ποσοστό του. Η είσοδος όμως στην Εθνοσυνέλευση ως τρίτου κόμματος των «Γκρίζων Λύκων» του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, με το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 14, 24% οδήγησε σε μείωση αντί σε αύξηση του αριθμού των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος.

Υπενθυμίζεται ότι η είσοδος στη Βουλή και άλλων «κοσμικών» κεμαλικών κομμάτων, πέραν του ρεπουμπλικανικού κόμματος, ήταν βασική στρατηγική επιδίωξη των στρατηγών για να μειώσουν τη δύναμη του ισλαμικού κόμματος στην Εθνοσυνέλευση και να καταστήσουν ανέφικτη την πλειοψηφία των 367 βουλευτών που απαιτούνται ως απαρτία στην πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου.

Το ρεπουμπλικανικό κόμμα του Ντενίζ Μπαϊκάλ, που παρουσιάζεται ως το κατ’ εξοχήν θεσμικό κεμαλικό κόμμα, έχασε 2% και περιορίσθηκε στο 17%. Μια νέα σημαντική εξέλιξη είναι η επιτυχία των Κούρδων να εκλέξουν 23 βουλευτές. Η επιτυχία τους οφείλεται στη διαφορετική στρατηγική που ακολούθησαν. Κατήλθαν ανεξάρτητοι και παρέκαμψαν το όριο του 10% των ψήφων που απαιτείται για την είσοδο ενός κόμματος στην Εθνοσυνέλευση.

Ο μαγικός όμως αριθμός των 367 βουλευτών που απαιτούνται ως απαρτία για την εκλογή προέδρου παρέμεινε για το ισλαμικό κόμμα και στη νέα Εθνοσυνέλευση ζητούμενο. Η συνδρομή των κούρδων βουλευτών θα περιόριζε σημαντικά το έλλειμμα των αναγκαίων ψήφων. Το ενδεχόμενο, όμως, αυτό είναι άκρως ευαίσθητο πολιτικά. Αφενός, λόγω της ισχυρής παρουσίας στην Εθνοσυνέλευση των «Γκρίζων Λύκων» (71 βουλευτές), που θα αντιδρούσαν ως πρωτοπορία μιας ευρύτερης εθνικιστικής υστερίας.

Αφετέρου, λόγω της σχεδιαζόμενης και συνεχώς επισειόμενης τουρκικής επεμβάσεως κατά των Κούρδων στο βόρειο Ιράκ.

Από μηχανής θεός το κόμμα των «Γκρίζων Λύκων»;

Λύση στο αδιέξοδο ήρθε να δώσει ο αρχηγός του κόμματος των «Γκρίζων Λύκων» Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος κατέστησε σαφές με δηλώσεις του ότι το κόμμα του δεν προτίθεται να συμπλεύσει με το ρεπουμπλικανικό κόμμα και να αποχωρήσει από τη συνεδρίαση για την εκλογή προέδρου, ώστε να μην επιτευχθεί η απαρτία των 367 βουλευτών που είναι απαραίτητη για την εγκυρότητα της πρώτης ψηφοφορίας.

Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί διευκρίνισε ότι η παρουσία των βουλευτών του κόμματός του δεν αποτελεί οποιουδήποτε είδους σύμπραξη και συνεργασία με το κόμμα του Ερντογάν, αλλά υπαγορεύεται από την πολιτική δεοντολογία, σημειώνοντας ότι το αντίθετο αποδοκιμάσθηκε από το εκλογικό σώμα.

Στο πολιτικό παρασκήνιο της Άγκυρας κυκλοφορούν πάντως φήμες και εκτιμήσεις ότι είναι πολύ πιθανόν να υποστηριχθεί από τους ισλαμιστές ως αντάλλαγμα υποψήφιος του κόμματος του Μπαχτσελί για τη θέση του προέδρου της Εθνοσυνέλευσης.

Η απροσδόκητη «συμπαράταξη» του κόμματος των «Γκρίζων Λύκων» με τους ισλαμιστές για την εκλογή προέδρου αναδιατάσσει τα δεδομένα και θέτει ερωτηματικά για τα κίνητρα που οδήγησαν στη στάση αυτή. Εκτιμάται ότι τα κυριότερα απ’ αυτά είναι ο ρυθμιστικός ρόλος που αναλαμβάνει με την κίνηση αυτή το κόμμα των «Γκρίζων Λύκων» παρακάμπτοντας το ρεπουμπλικανικό κόμμα και ο φόβος των νέων εκλογών. Οι τελευταίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω το ισλαμικό κόμμα σε βάρος των κομμάτων που θα παρεμπόδιζαν διαδικαστικά την εκλογή προέδρου.

Με την άτυπη αυτή συνεργασία έχουμε εν μέρει επανάληψη, σε αντίστροφους ρόλους, του συνασπισμού ενός άλλου «αριστερού» του πρωθυπουργού της εισβολής Ετσεβίτ, με τον ιστορικό ηγέτη των ισλαμιστών Ερμπακάν. Ο ρόλος του «εκσυγχρονιστή», «ευρωπαϊστή» και «δημοκράτη» αντιπροσωπεύεται τώρα από τον ηγέτη του μεταλλαγμένου, μετριοπαθούς ισλαμικού κόμματος του Ερντογάν. Είναι κι αυτό ένα σημείο των καιρών και της φθοράς που υπέστη το κατ’ εξοχήν κεμαλικό ρεπουμπλικανικό κόμμα.

Η κάλυψη της εκλογής του υποψηφίου προέδρου του ισλαμικού κόμματος Γκιουλ από τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί διασπά το μέτωπο των «κοσμικών» κεμαλικών κομμάτων και καθιστά δυσκολότερη πολιτικά την αντίδραση των στρατηγών.

Δημιουργεί επίσης τις προϋποθέσεις για σύγκλιση θέσεων στο κουρδικό θέμα, το οποίο λόγω βορείου Ιράκ προβάλλεται ως στρατηγική προτεραιότητα εθνικής πολιτικής.

Η εκλογή Γκιουλ στην προεδρία θα αποτελέσει επομένως νίκη στα σημεία του Ερντογάν. Δεν θα αμφισβητήσει όμως τον ουσιαστικό ρόλο του στρατού. Για τον τρόπο που το στρατιωτικό κατεστημένο αντιλαμβάνεται τον ρόλο του, μια ένδειξη είναι η στάση που τηρεί μέχρι τώρα ο απερχόμενος πρόεδρος Σεζέρ. Παρά το γεγονός ότι έχει ήδη λήξει η θητεία του και η παρουσία του στην προεδρία, έχει χαρακτήρα υπηρεσιακό, δεν διστάζει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, στο πνεύμα των πραγματικών εντολέων του, που είναι ο στρατός. Ανέπεμψε π.χ. στην Εθνοσυνέλευση δεκάδες κυβερνητικά διατάγματα. Στη βάση της λογικής του συστήματος που εκπροσωπεί, η λαϊκή κυριαρχία έχει περιορισμένο χαρακτήρα. Εποπτεύεται από τους «θεσμικούς φύλακες» του συστήματος, τον στρατό, σύμφωνα με τις προβαλλόμενες υποθήκες του Κεμάλ.

Οι εξελίξεις για την εκλογή του προέδρου αποτρέπουν νέα προσφυγή στις κάλπες το φθινόπωρο. Μεταθέτουν τις λαϊκές κινητοποιήσεις στο δημοψήφισμα για την απευθείας εκλογή του προέδρου από τον λαό, το οποίο έχει ορισθεί στις 18 Οκτωβρίου.

Νίκη Ερντογάν στα σημεία. Αμετάβλητη όμως η στρατηγική ισορροπία του συστήματος

Σε ποια συμπεράσματα μπορεί να καταλήξει κανείς με βάση τις παραπάνω εξελίξεις και διαπιστώσεις, για τη σημασία της νίκης Ερντογάν και τη διαμόρφωση των συσχετισμών και προοπτικών του τουρκικού πολιτικού συστήματος;

Ανεπιφύλακτα, μπορούν προς το παρόν να εξαχθούν τα εξής συμπεράσματα:

• η σημαντική εκλογική νίκη Ερντογάν επιβεβαιώνει την προϊούσα φθορά των θεσμικών καθεστωτικών «κοσμικών» κομμάτων, όπως κατʼ εξοχήν του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Η φθορά αυτή συμβαδίζει με την αμφισβήτηση της ηγεμονίας των κομμάτων αυτών στο δικό τους πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο του δυτικού εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού.

Ο ισλαμισμός επαναφέρεται και νομιμοποιείται ως «δημοκρατική και εκσυγχρονιστική» δύναμη σε συζυγία με τον εθνικισμό, που αποτελεί την επίσημη καθεστωτική ιδεολογία. Η θεαματική άνοδος του κόμματος των «Γκρίζων Λύκων» σηματοδοτεί, πάντως, μια επικίνδυνη ριζοσπαστικοποίηση προς τα άκρα του γενικότερου εθνικιστικού φανατισμού. Σημειωτέον, ο εθνικισμός, ως επίσημη καθεστωτική ιδεολογία, αποτελεί κοινό παρονομαστή όλων των πολιτικών κομμάτων και αναγράφεται ως βασική αρχή στα καταστατικά τους.

Η άτυπη συνεργασία του κόμματος Μπαχτσελί για την εκλογή προέδρου φέρνει το κόμμα αυτό στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, σε τροχιά εξουσίας, και το καθιστά ρυθμιστικό παράγοντα. Το ισλαμικό κόμμα, μέσω του πιστοποιητικού του κόμματος Μπαχτσελί, υπερφαλαγγίζει τους αντιπάλους του και στο πεδίο του εθνικισμού, που αποτελεί το προνομιακό πεδίο των κεμαλικών κομμάτων. Πού οδηγεί όμως η προσέγγιση αυτή μεταξύ «μετριοπαθούς» Ισλάμ και ακραίου εθνικιστικού φανατισμού;

Το ισλαμογενές κόμμα του Ερντογάν, προτάσσοντας την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και ασπαζόμενο επισήμως τις αρχές της δυτικής δημοκρατίας και του εξευρωπαϊσμού, διεκδικεί ρόλο δημοκρατικής δυνάμεως. Εξασφαλίζει επίσης δυτική υποστήριξη, κατά πρώτο λόγο των ΗΠΑ, που επιδιώκουν την ανάδειξη ως προτύπου ενός μετριοπαθούς Ισλάμ, κατάλληλου, μεταξύ άλλων, για ένταξη στην ΕΕ.

Το πόσο όμως το κόμμα αυτό, που συνδέεται με τον ισλαμικό συντηρητισμό, θα εξελιχθεί πραγματικά σε μια δημοκρατική πολιτική δύναμη, παραμένει ένα ζητούμενο. Ο σκεπτικισμός αυτός ενισχύεται από την πολιτική συνεργασία με το κόμμα Μπαχτσελί, έστω και αν αυτή αποτελεί, προφανώς, μια λύση ανάγκης για τον τούρκο πρωθυπουργό.

Ένας λόγος παραπάνω είναι επίσης το γεγονός ότι γενικότερα το κυβερνών κόμμα υπερακοντίζει σε εθνικισμό για να συναγωνισθεί το κεμαλικό κατεστημένο που το αντιμάχεται.

Ενισχυμένη με τον Ερντογάν η διεθνής θέση της Τουρκίας

Η εικόνα του ηγέτη που μάχεται κατά των στρατηγών για να επιβάλει τη λαϊκή κυριαρχία στην Τουρκία και να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό της και την ευρωπαϊκή ενταξιακή της πορεία είναι πολύ κολακευτική για τον τούρκο πρωθυπουργό.

Ιδιαίτερα θετικό γιʼ αυτόν είναι επίσης το γεγονός ότι τη φορά αυτή ο αμερικανικός παράγων δεν βλέπει στο πρόσωπό του τον κίνδυνο μιας ισλαμικής παλινδρομήσεως και στους στρατηγούς το αναγκαίο ανάχωμα για την αποτροπή της ανόδου του στην εξουσία. Η αλλαγή αυτή στην αμερικανική πολιτική περιπλέκει σημαντικά τα πράγματα και καθιστά πιο διστακτικό στις επεμβάσεις του το στρατιωτικό κατεστημένο. Πολύ περισσότερο τώρα που διακυβεύεται η δύσκολη, έτσι κι αλλιώς ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας.

Η μεγάλη και διαπιστωμένη διαφορά απόψεων μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ σχετικά με τους Κούρδους του βορείου Ιράκ καθιστούν τις τελευταίες πιο πρόθυμες και πιο δραστήριες να προωθήσουν τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Άγκυρας.

Η πολιτική αυτή μεταφράζεται σε πιέσεις προς τους ευρωπαίους εταίρους να «βοηθήσουν» τον Ερντογάν και να στηρίξουν την προοπτική μεταρρυθμίσεων και δημοκρατικών αλλαγών στην Τουρκία.

Ελλάδα και Κύπρος να μην προσκληθούν να πληρώσουν την αμερικανική και ευρωπαϊκή «βοήθεια» στον Ερντογάν

Ελλάδα και Κύπρος υποστηρίζουν κάθε προοπτική δημοκρατικών εξελίξεων στην Τουρκία, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς τόσο για τις δημοκρατικές περγαμηνές των σημερινών πρωταγωνιστών όσο και για το γεγονός ότι η εξωτερική πολιτική και ειδικότερα η πολιτική στα θέματα Ελλάδος και Κύπρου καθορίζοντας από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και τον τελευταίο λόγο τον έχουν γιʼ αυτά οι στρατηγοί.

Στη βάση αυτή δεν δικαιολογείται, επομένως, καμία υπερβολική ευφορία ή αισιοδοξία για την εκλογική νίκη Ερντογάν. Υπάρχει όμως σήμερα ένας πρόσθετος λόγος ανησυχίας. Να προσκληθούν Ελλάδα και Κύπρος να «συμβάλουν» στη «βοήθεια» προς τον Ερντογάν! Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό. Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν άλλα περιθώρια «κατανοήσεως» και «βοήθειας» της Τουρκίας, που συνεχίζει απέναντί τους απτόητη την ίδια πολιτική. Είναι η ώρα για όρους και προϋποθέσεις, γιατί ο πραγματικός εκδημοκρατισμός της Τουρκίας δεν είναι ανεξάρτητος από την πολιτική που ασκεί έναντι των γειτόνων της.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου.


Σχολιάστε εδώ