Οι έλληνες «φαν» του Ερντογάν…
Δυστυχώς στη χώρα μας το διακομματικού χαρακτήρα «φιλο-ερντογανικό» μπλοκ -που κυριαρχεί άλλωστε στις πολιτικο-οικονομικές ελίτ και στα ΜΜΕ- αρκέσθηκε στις απλοϊκές ερμηνείες. Το στρατιωτικό κατεστημένο και η εθνικιστική Δεξιά του Μπαχτσελί αποτελούν τους «αντίπαλους», ενώ ο Ερντογάν συνιστά τον φορέα των «δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων»… Η λύση της απλοϊκής αυτής «εξίσωσης» επιβάλλει -σύμφωνα με τη «λογική» αυτών των ελίτ- τη στήριξη του Ερντογάν με την ελπίδα να λυθούν «βήμα προς βήμα» τα προβλήματα με τη -σταδιακώς «εξευρωπαϊζόμενη»- Τουρκία…
Αν απομακρυνθούμε από αυτές τις αφελείς διαπιστώσεις -που αποδεικνύουν την πνευματική ρηχότητα των πολιτικών μας ελίτ- θα πρέπει να αναζητήσουμε τις σύνθετες δομές και σχέσεις που διαμορφώνονται στη σύγχρονη Τουρκία.
Κατά πρώτον, οι εκλογές αποτύπωσαν, στην κοινοβουλευτική τους έκφραση, τις βαθιές αντιθέσεις -πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές- που διαπερνούν τη σημερινή Τουρκία. Οι αντιθέσεις αυτές πολιτικοποιήθηκαν -όπως π.χ. συνέβη με την εκλογή 24 κούρδων βουλευτών- και στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών συσχετισμών διαμορφώθηκαν δύο ισχυρά μέτωπα: Το ισλαμικο-μεταρρυθμιστικό του κ. Ερντογάν και το κεμαλικό μπλοκ (αριστερός και δεξιός πόλος του κεμαλισμού) με προμετωπίδα τον «κοσμικό εθνικισμό». Με μια σημαντική όμως διαφορά: Η έκταση της νίκης του Τ. Ερντογάν εκφράζει μια ευρύτατη λαϊκή νομιμοποίηση που περιλαμβάνει την πλειοψηφία της νέας αναδυόμενης οικονομικής τάξης, αλλά και ορισμένους παραδοσιακούς οικονομικούς παράγοντες.
Ενώ από την πλευρά του το «κεμαλικό μπλοκ» διατηρεί την κυριαρχία μιας ευρύτατης γραφειοκρατικής τάξης που διοικεί στην ουσία το κρατικο-πολιτικό σύστημα.
Η νίκη του Ερντογάν στηρίχθηκε κατά βάση στην επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και στους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας. Για πρώτη φορά ο τουρκικός λαός ένιωσε μια σταθερότητα και μια προοπτική βελτίωσης της ζωής του. Αντίθετα, το θέμα των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων -«διανθισμένο» με την επαγγελία της εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση- δευτερεύοντα ρόλο διαδραμάτισε σ’ αυτήν τη διαδικασία κοινωνικής νομιμοποίησης του ισλαμικού κόμματος.
Δεν μεταβλήθηκε, συνεπώς, σε σημαντικό βαθμό το ιδεολογικό εποικοδόμημα του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού. Ισλαμισμός, κεμαλισμός, εθνικισμός συγκροτούν ένα σύνθετο μεν -ίσως και σε κάποιες περιπτώσεις αντιφατικό- πολιτισμικό «περίβλημα», το οποίο όμως παραμένει αρραγές και θα εξακολουθεί να καθορίζει τις στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας.
Αυτές τις βασικές επιλογές θα τις προσδιορίζει και στο μέλλον το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας στην Τουρκία, που τελεί υπό την κυριαρχία του στρατιωτικού-κεμαλικού κατεστημένου. Γι’ αυτό και ο Τ. Ερντογάν από τις πρώτες του κιόλας μετεκλογικές δηλώσεις άφησε ανοικτή την «προοπτική» εισβολής στο βόρειο Ιράκ.
Αν δεν έχει ήδη πραγματοποιηθεί αυτή η εισβολή αυτό δεν οφείλεται στους δημοκρατικούς «δισταγμούς» του Τ. Ερντογάν, αλλά στην έντονη αντίδραση των ΗΠΑ, που έχουν τους δικούς τους σχεδιασμούς για το ενεργειακό και πολιτικό πρόβλημα του βορείου Ιράκ και των Κούρδων της περιοχής…
Ασφαλώς πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή των στρατιωτικών πραξικοπημάτων στην Τουρκία, τα οποία, άλλωστε, ετέλουν υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ και του οικονομικού κατεστημένου της ίδιας της Τουρκίας. Σήμερα η Τουρκία αναζητεί έναν νέο, πλέον αυτόνομο ρόλο έναντι των ΗΠΑ, αφού ήδη έχει απολέσει την αυτονόητη -στην ψυχροπολεμική περίοδο- πρωτοκαθεδρία και στήριξη στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ για την ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Γι’ αυτό και η Τουρκία διαμορφώνει σχέσεις με το Ιράν, τη Ρωσία, παρεμβαίνει -μέσω του Κουρδικού- στο Ιράκ. Αναζητεί ένα νέο «χαρτί» διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ γι’ αυτό και παρατηρούμε σήμερα αυτήν τη «ρευστότητα». Οπωσδήποτε όμως το δίπτυχο «εθνικισμός-ισλαμισμός» θα καθορίζει και στο μέλλον τον επεκτατικό χαρακτήρα της γείτονος…
Ας μας απαντήσει όμως το ελληνικό «φιλο-ερντογανικό» μπλοκ: τι έκανε ο Τ. Ερντογάν εδώ και 5 χρόνια με τις δημοκρατικές του μεταρρυθμίσεις και πώς βελτίωσε τις σχέσεις με τη χώρα μας;
Κάποιοι νόμοι που ψηφίσθηκαν στην Τουρκία ελάχιστα ή καθόλου εφαρμόσθηκαν. Τα δικαιώματα της κουρδικής μειονότητας εξαντλήθηκαν στη μετάδοση μίας ώρας την εβδομάδα(!) από το κρατικό τουρκικό κανάλι των ειδήσεων στην κουρδική γλώσσα, ενώ οι διωγμοί στη ΝΑ Τουρκία κατά του κουρδικού λαού καλά κρατούν…
Βελτιώθηκαν άραγε οι σχέσεις με την Ελλάδα; Μόνο στο επίπεδο της «κουμπαριάς» του με τον Κ. Καραμανλή.
Η Τουρκία διεκδικεί «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, παραβιάζει προκλητικά τον εθνικό μας χώρο, δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, εξακολουθεί να κατέχει στρατιωτικά τη βόρεια Κύπρο, ενώ το Πατριαρχείο υφίσταται πρωτοφανείς διώξεις και εκβιασμούς, που ανάγκασαν τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη να εκφράσει την απογοήτευση και την απόγνωσή του…
Μόνο μωροί και τυφλοί δεν μπορούν να αναγνωρίσουν το αμετάβλητο της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Μόνο οι ανίδεοι και οι ανίκανοι μπορούν αντί να χαράξουν μια αποφασιστική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία να εναποθέτουν τις «ελπίδες» τους στον Τ. Ερντογάν για τη λύση των «προβλημάτων», δηλαδή των διεκδικήσεων της Τουρκίας.
Η «είσοδος» της Τουρκίας στην ΕΕ θα έπρεπε να έχει ως πρώτη προϋπόθεση την αντιμετώπιση των τουρκικών απαιτήσεων με βάση το διεθνές δίκαιο και τα εθνικά μας δικαιώματα. Μόνο αφού βρεθεί μια τέτοια διέξοδος θα έπρεπε εμείς ως ευρωπαϊκή χώρα να συνηγορούμε υπέρ της «εισόδου» της Τουρκίας στην ΕΕ. Κάθε άλλη «αντιμετώπιση» υποθηκεύει την εθνική μας ακεραιότητα και αξιοπρέπεια.
Τέλος, εκείνοι που σκέφτονται τόσο κοντόθωρα, μετρούν τις τύχες των λαών και των εθνών με βάση την πεπερασμένη πολιτική τους «διαδρομή» γνωρίζουν άραγε τι επέρχεται στο μέλλον;
Γιατί γύρω στο 2055 ο πληθυσμός της Τουρκίας θα ξεπερνά, αθροιστικά, εκείνον της Γαλλίας και Γερμανίας μαζί… Ποιος θα είναι τότε ο συσχετισμός στα θεσμικά-πολιτικά όργανα; Θα αποφασίζει μήπως η Τουρκία για τη μοίρα της Ευρώπης;
Απαιτείται, συνεπώς, σύνεση, αναλυτική σκέψη και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός.
Και όχι κοντόθωρες προσεγγίσεις που εξαντλούν την εμβέλειά τους στα «παράθυρα» των δεξιών ειδήσεων και στις κοσμικές – πολιτικές συγκεντρώσεις…