ΙΧΘΥΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΡΟΣ ΑΛΙΕΙΑΝ ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΝ
Περιπλανώμενος υιός
ζητούσε τόν πατέρα
ήτις καί εκολύμβαγε
ολίγον παραπέρα.
Η μήτηρ άλειφε αυτήν
μέ πούδρες καί μέ λάδια,
κομψή, χαρίεσσα γυνή
πού αποζητούσε χάδια.
Ο ουρανός λαμπίριζε
ως η ΔΕΗ στό σκότος
ότε ηκούσθη ξαφνικά
δαιμονιώδης κρότος.
Εκ τού ορίζοντος μακράν
λέμβος ταχεία εφάνη
κι ο ήλιος άνωθεν αυτής
ως φλογερό στεφάνι.
Επί τής λέμβου ίστατο
καλλίγραμμος παρθένος
ήτις τήν πλεύσιν όριζεν
μέ ύφος καί μέ μένος.
Τά στήθη πάλλονταν ομού
ως σφαίραι ποδοσφαίρου
υπό τάς χείρας εύμορφου
και μελαψού εταίρου.
Ο παίς ζητούσε τόν γονιό
κραυγάζων μεγατόνως
κι η μήτηρ αναμόχλευε
τά πατσουλί εντόνως.
Παραθαλάσσιος ανήρ
κοινώς ναυαγοσώστης
ατένιζεν τό πέλαγος
ως άλλος Άγιος Σώστης.
Η λέμβος επλησίαζε
δίκην πυραυλακάτου
καί κάποιος γέρων έθαπτε
πιο πέρα τά σκατά του.
Έλαμπε ο τόπος, έλαμπε
εξ αμεριμνησίας
καί οι της λέμβου πειραταί
εκ λαύρας συνουσίας.
Ορνιθοσκάλισμα παντού
κι ο λογισμός χαμένος
αναμεσίς στα σκέλια τους
επιθυμών ασμένως
…νά φάγωσι, νά κλάσουσι
καί νά χασκογελώσι.
(Αχ! Μοίρα, τρισκατάρατη
κάποιος θά τήν πληρώσει.)
Ο παίς συνέχιζε εκεί
να κράζει τον πατέρα
κι η μήτηρ επί τά αυτά
ρουφούσε τόν αέρα.
Η λέμβος επιτάχυνε
–στόν οργασμό επάνω
τών δύο της επιβατών–
κι έθραυσε ως Μουράνο
… κρύσταλλο βενετσιάνικο,
τόν κολυμβόντα άνδρα
πετούσα εντόσθια κι οστά
εις ξενοδόχο μάνδρα.
Ο κόσμος εκοκκίνησε
εκ τού επεισοδίου
όπως μιά φαύλη κλειτορίς
εις παρυφάς αιδοίου.
Ο Άγιος Σώστης έτερπε
πάντα τά σωθικά του
εις τό αναψυκτήριο
ολίγον παρακάτου.
Η μουσική παιάνιζε
καί χόρευαν ροκάδες,
(χέστηκε ο μαγαζάτορας
δι’ αλλονών μπελάδες).
…………………………………………………
………………………………………………..
Στή θέση πού κατασφάχτηκε ο άτυχος πατέρας,
ρίχτηκαν τιμητικά στεφάνια από πουρνάρια.
Ο υπόλοιπος πληθυσμός, ως αμέριμνος κολυμβητής,
ακόμα πλέει εις πελάγη ευτυχίας.