Τουρκικές εκλογές και ελληνοτουρκικές σχέσεις
O θεσμός του πρόεδρου στην Τουρκία θεωρείται από τους αυτοπροβαλλόμενους ως «εγγυητές» του κοσμικού κράτους, ως θεσμικό οχυρό απροσπέλαστο ακόμη και στο καθόλου ανατρεπτικό μετριοπαθές Ισλάμ. Προβάλλεται γι’ αυτό ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει μετριοπαθές Ισλάμ. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα εξελιχθεί σε ριζοσπαστικό, εάν παραμερισθούν τα θεσμικά και δυναμικά αναχώματα, όπως είναι ο στρατός, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, του Ανωτάτου Δικαστηρίου και οι διορισμένες από το βαθύ κράτος διοικήσεις των πανεπιστημίων, άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και οργανισμών.
Η διαμάχη για τον πρόεδρο είχε αποτέλεσμα ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν να αξιοποιήσει την πλειοψηφία που είχε στην εθνοσυνέλευση και να προτείνει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για την άμεση εκλογή του πρόεδρου από τον λαό: Ο πρόεδρος Σέζερ εξάντλησε τα συνταγματικά περιθώρια που είχε για να καθυστερήσει την έγκριση των συνταγματικών αλλαγών και να παρεμποδίσει την ταυτόχρονη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών, όπως επεδίωκε ο τούρκος πρωθυπουργός.
Μια τέτοια εξέλιξη θα αποσταθεροποιούσε, κατά την άποψη των στρατηγών, το πολιτικό σύστημα, που διατηρεί τον θεσμό του προέδρου ως τελευταίο ανάχωμα ελέγχου των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων πριν από την άμεση επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων ως εσχάτη «λύση».
Ιδεολογική και πολιτική υπερφαλάγγιση των κεμαλιστών από τους ισλαμιστές
Φαίνεται παράδοξη η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία. Ανταποκρίνεται όμως σε μια εξελισσόμενη πραγματικότητα, που αλλάζει σημαντικά τα στερεότυπα που κυριάρχησαν σε μια ολόκληρη περίοδο ως επίσημος κρατικός ιδεολογικός λόγος για «πρόοδο», «μεταρρύθμιση», «εκσυγχρονισμό», «εξευρωπαϊσμό».
Το κεμαλικό καθεστώς αυτοπροσδιοριζόταν εξ ορισμού ως καθεστώς «προόδου», που αντιμάχεται τον ισλαμικό οπισθοδρομισμό. Ως αυτό που προωθεί, εξ αντιθέτου, τον «εξευρωπαϊσμό», έστω υπό την αυταρχική εκδοχή της επιτηρήσεως του στρατού, νομιμοποιούμενης ιδεολογικά ως αναγκαίου και αναπόσπαστου μέρους της κεμαλικής κληρονομιάς και παρακαταθήκης.
Ορίστε, όμως, που στο ίδιο το πολιτικό και ιδεολογικό του πεδίο, ο κεμαλισμός υπερφαλαγγίζεται από ένα νέο, μετριοπαθές ισλαμικό κίνημα. Το τελευταίο υπερακοντίζει σε κηρύγματα προόδου, δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού. Το τελευταίο υποστηρίζεται με τη μορφή της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, που αποτελεί εκ των πραγμάτων το αποκορύφωμα του εξευρωπαϊσμού. Ομολογουμένως, η κατάσταση άλλαξε σημαντικά για τις καθεστωτικές «κοσμικές» δυνάμεις:
Οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι υποστηρικτές
της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ προσπαθούν
να αναδείξουν σε τακτικό πλεονέκτημα
τη σύγκρουση Ερντογάν και στρατηγών.
Οι δύο σημαντικότεροι πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία στη σημερινή συγκυρία είναι αφενός οι τουρκο-αμερικανικές σχέσεις, σε συνδυασμό με το κουρδικό και το Ιράκ, και αφετέρου οι ευρωτουρκικές τουρκικές σχέσεις. Οι τελευταίες σε συνδυασμό ιδιαίτερα με την επανατοποθέτηση της γαλλικής πολιτικής έναντι της ενταξιακής προοπτικής της Τουρκίας.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, παρατηρείται, για πρώτη φορά μετά από μια ολόκληρη περίοδο, στρατηγική απόκλιση μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας στο θέμα των Κούρδων του Ιράκ. Για την Άγκυρα, το θέμα αυτό διασυνδέεται άμεσα με το μεγαλύτερό της πρόβλημα, που είναι η αναγνώριση των δικαιωμάτων των Κούρδων και της περιφερειακής αυτονομίας τους.
Συνδέεται, ταυτοχρόνως, με τις επεκτατικές της βλέψεις στα πετρέλαια του Κιρκούκ και της Μοσούλης, για τα οποία ισχυρίζεται ότι «αδίκως» δόθηκαν στο Ιράκ μετά την κατάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η αμερικανική πλευρά επιδιώκει να βρει μια σύνθεση των γεωπολιτικών συμφερόντων της με εκείνα της Τουρκίας. Η γνωστή όμως κατάσταση στο Ιράκ δεν αφήνει σ’ αυτήν πολλά περιθώρια. Δεν θέλει να αποσταθεροποιήσει τη φιλική γι’ αυτήν κατάσταση στο βόρειο Ιράκ, όπου μπορεί να υπολογίζει, εκτός των άλλων, σε σταθερή στρατιωτική παρουσία για αόριστο χρόνο.
Τον τόνο του αντιαμερικανικού κλίματος που επικρατεί στην Τουρκία έδωσε προσφάτως ο υπουργός Εξωτερικών Γκιουλ. Ο τελευταίος κατηγόρησε τους Αμερικανούς ότι σύμφωνα με ομολογίες συλληφθέντων ανταρτών του PKK προμηθεύουν όπλα και άλλα εφόδια στους αντάρτες του PKK στο βόρειο Ιράκ.
Σε ανάλογο τόνο, ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν απέρριψε τις αιτιάσεις που ήγειραν οι ΗΠΑ για την υπογραφή προσφάτως από την Άγκυρα συμφωνίας με το Ιράν για την εξαγωγή στην Ευρώπη, μέσω Ιράν και Τουρκίας, φυσικού αερίου του Τουρκμενιστάν και για την εκμετάλλευση από τουρκική κρατική εταιρεία πηγών φυσικού αερίου στο Ιράν.
Η συμφωνία αυτή της Τουρκίας με το Ιράν έρχεται αφενός ως απάντηση στην εξαγγελία του νότιου αγωγού φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ιταλία, μέσω Βουλγαρίας και Ελλάδος, με υποθαλάσσιο αγωγό στον Εύξεινο Πόντο. Έρχεται αφετέρου ως μέσο πιέσεως στις ΗΠΑ για την αλλαγή της πολιτικής της στο βόρειο Ιράκ.
Ως γνωστόν, οι ΗΠΑ αντιτίθενται σφόδρα σε κάθε είδους σημαντικές οικονομικές συμφωνίες με το Ιράν. Επισείουν γι’ αυτό πολύ αυστηρές κυρώσεις εναντίον κάθε χώρας και εταιρείας που θα προέβαινε σε επενδύσεις στο Ιράν μεγαλύτερες των 20 εκατ. δολαρίων.
Η αμερικανική πλευρά όμως, ανεξάρτητα από στρατηγικές αποκλίσεις και διαφορές με την Τουρκία στην Ανατολή, έχει κάθε λόγο να πρωτοστατήσει υπέρ της Τουρκίας στη Δύση. Τόσο γενικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την προώθηση της τουρκικής εντάξεως στην Ευρώπη, όσο και ειδικότερα στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η υποστήριξη από τις ΗΠΑ της Άγκυρας στη Δύση συνδέεται με αμερικανικές γεωπολιτικές προτεραιότητες και στόχους. Ενέχει επίσης τη μορφή διπλωματικών και στρατηγικών ανταλλαγμάτων αναλώμασι αντιστοίχως της Ευρώπης και της Ελλάδος. Για να υπερκερασθούν σε ευρωπαϊκές επιφυλάξεις και αντιδράσεις, που ανανεώθηκαν έντονα μετά την εκλογή Σαρκοζί στη Γαλλία και τη σαφή θέση που διακήρυξε για την Τουρκία, αξιοποιείται από τους συμμάχους και υποστηρικτές της Άγκυρας ως τακτικό πλεονέκτημα η εσωτερική σύγκρουση Ερντογάν – στρατηγών. Προβάλλεται δηλαδή σχηματικά η ανακριβής ιδέα ότι δήθεν ο Ερντογάν είναι υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ, ενώ οι στρατηγοί είναι εναντίον.
Η αλήθεια είναι ότι οι στρατηγοί δεν είναι καθόλου λιγότερο υπέρ της εντάξεως της Τουρκίας στην ΕΕ. Αντιπροσωπεύει γι’ αυτούς, όπως και για τον Ερντογάν, τον πρώτιστο στρατηγικό στόχο της Άγκυρας, για πολύ προφανείς λόγους.
Επιδιώκουν όμως η ένταξη αυτή να καταστεί εφικτή με «ειδικούς όρους», οι οποίοι να διασφαλίζουν δύο καίρια γι’ αυτούς θέματα: πρώτον, την αποτροπή μιας ισλαμικής παλινδρομήσεως και ηγεμονίας, με την αξιοποίηση από τους ισλαμιστές των ευρωπαϊκών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Δεύτερον, την αποφυγή μιας εκρήξεως στο Κουρδικό, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εδαφικό διαμελισμό της χώρας. Για το δεύτερο είναι συγκλίνουσες οι απόψεις των δύο πλευρών και διαμορφώνονται από κοινού στο πλαίσιο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
Είναι προφανές ότι με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ οι υποστηρικτές της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρώπη αξιοποιούν ως τακτικό πλεονέκτημα τον ανταγωνισμό Ερντογάν και στρατηγών για να υποστηρίξουν την τουρκική ενταξιακή πορεία και να προβάλουν την ιδέα ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να «εγκαταλείψει την Τουρκία και να της στείλει αρνητικό μήνυμα.
Στο πλαίσιο αυτό, εντείνονται οι προσπάθειες:
· Για το άνοιγμα νέων σημαντικών κεφαλαίων, όπως η «Ενέργεια». Ο αρμόδιος για θέματα διευρύνσεως φινλανδός επίτροπος Όλι Ρεν επανήλθε επί πορτογαλικής τώρα προεδρίας στην πρόταση για το άνοιγμα του κεφαλαίου «Ενέργεια». Η πρόταση είχε γίνει αρχικά επί γερμανικής προεδρίας και είχε απορριφθεί παρασκηνιακά από την Κύπρο. Η πρόταση είναι προσεκτικά επιλεγμένη για να προβάλει τον ρόλο της Τουρκίας στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης και στο «συμφέρον» που έχει η Ευρώπη να εντάξει την Τουρκία που είναι τόσο σημαντική για την ενεργειακή της ασφάλεια.
·Το άνοιγμα νέων κεφαλαίων εξυπηρετεί επίσης τη σκοπιμότητα να εμπεδωθεί η εντύπωση ότι τίποτα δεν άλλαξε στην ουσία και μετά την εκλογή Σαρκοζί, όπως και προηγουμένως μετά το πάγωμα οκτώ κεφαλαίων, λόγω της μη εφαρμογής από την Άγκυρα του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως.
Για την περαιτέρω αποσύνδεση των ελληνοτουρκικών θεμάτων και ειδικότερα του Κυπριακού από την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Για το τελευταίο, εντείνεται η προπαγάνδα για υπάρχουσα δήθεν διασύνδεση μεταξύ της υποχρεώσεως για την εφαρμογή από την Άγκυρα του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Συνδέσεως και της προωθήσεως από την ΕΕ του λεγομένου κανονισμού για το «απευθείας εμπόριο».
Τουρκικές εκλογές, ελληνοτουρκικές σχέσεις
και ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα, στα οποία μπορεί να καταλήξει κανείς είναι προφανή:
Είναι αβάσιμο και επικίνδυνο να προσδοκά η Ελλάδα ουσιαστική διαφοροποίηση στην τουρκική πολιτική στα ελληνοτουρκικά θέματα από την έκβαση των πολιτικών συσχετισμών μεταξύ Ερντογάν και στρατηγών. Στην ουσία των θεμάτων υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών πλήρης ταύτιση. Αυτό έγινε εμφανές και στη διατήρηση των ίδιων θέσεων και στην κλιμάκωση των διεκδικήσεων και προκλήσεων στο πρόσφατο παρελθόν, με τελευταία την πρόκληση κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πολιτική των ΗΠΑ και των ευρωπαίων συμμάχων της Άγκυρας να αξιοποιούν συστηματικά τον ανταγωνισμό μεταξύ Ερντογάν και στρατηγών ως τακτικό πλεονέκτημα για να στηρίζουν την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αντιμάχεται τη λογική της προβολής όρων και προϋποθέσεων, που εκ των πραγμάτων δημιουργεί νέα προβλήματα στην τουρκική ενταξιακή πορεία.
Η πολιτική αυτή επιδιώκει, αντιθέτως, τη μεγαλύτερη δυνατή αποδέσμευση και αποσύνδεση της τουρκικής ενταξιακής πορείας από όρους και προϋποθέσεις, που θα επενεργούσαν ανασταλτικά και αποτρεπτικά σ’ αυτήν.
Η επίσκεψη της γερμανίδος καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα και του έλληνα πρωθυπουργού Καραμανλή προσεχώς στο Παρίσι για συνάντηση με τον νέο γάλλο Πρόεδρο Σαρκοζί είναι μια ευκαιρία για την ελληνική πολιτική να συζητήσει εκ βαθέων το θέμα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας με δύο πολύ σημαντικούς ευρωπαίους πρωταγωνιστές. Να συναγάγει στη συνέχεια τα ανάλογα συμπεράσματα για τη χάραξη μιας δικής της πραγματιστικής τελεσφόρου και ελπιδοφόρου πορείας και στρατηγικής.
* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου.