Μεσαίος χώρος και «συνεργασίες»

Γιατί οι αντιπαραθέσεις στο «εσωτερικό» του σοσιαλιστικού κόμματος δεν αφορούν μόνον στην επίρριψη των ευθυνών της ήττας ή στις συνήθεις διαμάχες που παρατηρούνται με διακύβευμα την ανακατάταξη των εξουσιών των ηγετικών προσώπων ή των κυρίαρχων ομάδων. Οι επιλεκτικές προσκλήσεις του κ. Ν. Σαρκοζί προς επιφανή στελέχη και προσωπικότητες του σοσιαλιστικού κόμματος (Στρις Καν, Ζακ Λανγκ κ.λπ.) και η ευθεία ή έμμεση αποδοχή των «προσκλήσεων» αυτών θέτει ευρύτερα θέματα πολιτικο-ιδεολογικού χαρακτήρα για τη φύση των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων και των πολιτικών φορέων, θέματα που εκτείνονται πολύ πέραν της κριτικής των ίδιων των προσώπων και των ατομικών τους επιλογών.

Γιατί η αποδοχή της άμεσης ή έμμεσης συνεργασίας των πολιτικών αυτών προσωπικοτήτων με την «κεντροδεξιά», ηγεμονεύσα, παράταξη του κ. Ν. Σαρκοζί δεν μπορεί να αποδοθεί στην «εξουσιολαγνεία», την «πολιτικο-ιδεολογική αποστασία» ή την ηθική «έκπτωση» των στελεχών αυτών. Αντίθετα, φαίνεται ότι έχουν διαμορφωθεί -εμφανώς η υπογείως- μεσολαβητικές «γέφυρες» μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, γέφυρες που δεν αφορούν μόνο την απάμβλυνση των πολιτικο-ιδεολογικών αντιθέσεων και των προγραμματικών στρατηγικών, αλλά θεμελιώνονται σε ισχυρότερα κοινωνικο-πολιτικά θεμέλια που διαμορφώνονται μέσα από το σύγχρονο – αγοραίο – οικονομικό πρότυπο.

Όλες αυτές οι αλλαγές σηματοδοτούν κάποιες νέες τάσεις μετασχηματισμών που συντελούνται στο εσωτερικό των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων. Η αδυναμία όχι απλώς αντιμετώπισης, αλλά και σύλληψης των κρίσιμων προβλημάτων του καιρού μας από τα κόμματα της διακυβέρνησης απαιτεί ευρύτερους τύπους πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης από τους μέχρι σήμερα αποδεκτούς.

Το διπολικο-δικομματικό «σχήμα», που διακρίνεται από τη διαμόρφωση δύο ισχυρών και αυτόνομων κοινωνικο/πολιτικών σχηματισμών οι οποίοι εναλλάσσονται στην εξουσία, φαίνεται ότι δεν «επαρκεί». Ακόμα και η ύπαρξη «ενδιάμεσων» κομμάτων που στήριζαν παλαιότερα κατ’ επιλογήν τα μεγάλα κόμματα τόσο στα Κοινοβούλια όσο και στο επίπεδο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία) φαίνεται ότι απώλεσε τη σημασία της.

Η γερμανική πολιτική σκηνή φαίνεται ότι προχώρησε στο «επόμενο βήμα» αναδιάρθρωσης του πολιτικού συστήματος, μέσα από τη συνεργασία σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών. Αν και η σύμπραξη αυτή εμφανίσθηκε ως «τέκνο της ανάγκης», εν τούτοις όχι μόνο δεν παρουσίασε προβλήματα αλλά και δεν απασχολεί σήμερα «ως παράδοξο» κανέναν ευρωπαίο αναλυτή.

Αν δεχθούμε ότι αμβλύνθηκαν οι πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων της διακυβέρνησης και ότι το νεοφιλελεύθερο οικονομικο-κοινωνικό πρότυπο επιβάλλει στην πολιτική εξουσία τους δικούς του όρους διαχείρισης, ταυτόχρονα θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι διαμορφώνεται ιστορικά ένα ευρύτερο κοινωνικό θεμέλιο -κοινό και για τους δύο κυρίαρχους κομματικούς σχηματισμούς- το οποίο και διασφαλίζει την ευρύτερη κοινωνική συναίνεση πάνω στην οποία στηρίζεται το πρότυπο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης.

Με βάση αυτό το «κοινό θεμέλιο» θα πρέπει θα ερμηνεύσουμε όχι μόνο τη δυνατότητα συνεργασίας «αντίπαλων» κομματικών φορέων, αλλά και τις πρακτικές «διαπίδυσης» πολιτικών προσωπικοτήτων στα θεσμικά πεδία της κυβερνητικής εξουσίας (Γαλλία).

Το βασικό ερώτημα που αναδύεται όμως από τις διαπιστώσεις αυτές είναι το ακόλουθο:

– Ποια η συνοχή και η «αντοχή» αυτού του «μεσαίου» κοινωνικού χώρου; Διαμορφώνεται μεν μέσα από κοινές ορθολογικού-διαχειριστικού χαρακτήρα αντιλήψεις και μετριοπαθείς πολιτικο-ιδεολογικές οπτικές, αλλά εξακολουθεί να «διαπερνάται» από έντονες οικονομικο-παραγωγικές αντιθέσεις; Ποιος τελικά είναι ο χαρακτήρας του αποκαλούμενου «μεσαίου» κοινωνικού πεδίου; Είναι συγκυριακός ή διαμορφώνεται σε μια μεσοπρόθεσμη

-τουλάχιστον- προοπτική, οπότε διαδραματίζει καίρια σημασία στην αναδιαμόρφωση και στον πολιτικο-ιδεολογικό αναπροσανατολισμό των κομματικών φορέων;

Τα σημαντικά αυτά ερωτήματα απασχολούν και τον πολιτικό διάλογο που αφορά τις εξελίξεις στη χώρα μας. Το θέμα, μάλιστα, της συνοχής και της «αντοχής» του «μεσαίου» χώρου τέθηκε πρόσφατα ως ερώτημα έναντι της επιχειρούμενης πόλωσης και όξυνσης μέσω των καταγγελιών για διαφθορά οι οποίες ανταλλάσσονται μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.

Οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν ότι ο μεσαίος χώρος είναι «ένας υπαρκτός και ορθολογικά δομημένος χώρος» (Χ. Βερναρδάκης, «Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα» 2004). Διαμορφώνεται πράγματι από «ενδιάμεσες» θέσεις και συνιστά -αντίθετα με ό.τι πιστεύεται- μια κοινωνική πλειοψηφία που αντιστοιχεί σε όλα σχεδόν τα κόμματα του πολιτικού φάσματος. Όμως ταυτόχρονα «διαπερνάται» από βασικές αντιθέσεις. Στον «μεσαίο» κοινωνικό χώρο θα συναντήσουμε έναν ισχυρό πόλο αυταρχικών αντιλήψεων, έναν, δευτερεύοντα, συσχετισμό που υποστηρίζει τον κοινωνικο-κρατικό τομέα, ενώ στο θέμα των αξιών και της ιδεολογίας ο συντηρητισμός είναι «ισοδύναμος» με τις μετριοπαθείς αντιλήψεις.

Ο «μεσαίος» χώρος αποκαλύπτει τη μετάβαση από τον «πολωμένο» δικομματισμό στον «συγκλίνοντα» δικομματισμό. Η «πολυσυλεκτικότητα» και ο «εκλογικισμός» που χαρακτηρίζουν τα κόμματα της διακυβέρνησης επιδρούν στην αποπολιτικοποίηση και στην ταξική-ιδεολογική «ουδετεροποίηση» ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, οι όποιες, με τη σειρά τους, οδηγούν τα κόμματα της διακυβέρνησης σε ακόμα βαθύτερη κρίση (πολιτικο-ιδεολογική, οργανωτική και τελικά σε κρίση κοινωνικής αντιπροσώπευσης).

Σ’ αυτό το πεδίο σύγχυσης και αμορφίας όπου αποδυναμώνονται τα πολιτικο-ιδεολογικά όρια και εκπίπτουν τα ηθικά-αξιακά προστάγματα, οι συνεργασίες προσώπων και κομμάτων θα εξαρτώνται στο άμεσο μέλλον από την ιστορική πολιτική κουλτούρα μιας χώρας και όχι από την ίδια τη δομή του πολιτικού συστήματος και την πολιτικο-ιδεολογική «αυτονομία» των κομμάτων… Η οποία περιπίπτει σταδιακά στην κατηγορία των «αγαθών εν ανεπάρκεια», χωρίς όμως δυστυχώς αυξάνεται η «αξία» της…


Σχολιάστε εδώ