Η Ελλάδα ΑΕ βγαίνει… στο σφυρί
Το φαινόμενο της επέλασης του λεγόμενου «νέου χρήματος» στον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα προσέλαβε διαστάσεις παροξυσμού τις τελευταίες εβδομάδες, ενώ έγκυροι τραπεζικοί και χρηματιστηριακοί παράγοντες περιμένουν ότι αμέσως μετά τις εκλογές θα πέσουν και τα τελευταία «εθνικά» επιχειρηματικά «κάστρα».
Η κυβέρνηση προσανατολίζεται σε ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, μετοχοποίηση της ΔΕΠΑ και εκχώρηση του μάνατζμεντ του ΟΤΕ και του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, ενώ κυκλοφορεί ακατάσχετη φημολογία για τις προθέσεις ισχυρών τραπεζιτών και επιχειρηματιών να πουλήσουν στους ξένους. «Με μια καλή τιμή όλοι είναι έτοιμοι για συμφωνίες, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις», λέει χαρακτηριστικά στο «Π» γνωστός χρηματιστής.
Στη νέα, παγκοσμιοποιημένη αγορά, ως «ταμπού και προκαταλήψεις» περιγράφονται οι παλιές ιδέες περί επιχειρήσεων «εθνικής σημασίας». Κανείς δεν εξηγεί βέβαια γιατί μακροπρόθεσμα θα εξυπηρετηθεί το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας από την εξαγωγή της προστιθέμενης αξίας της παραγωγής μας, ώστε τελικά στην εθνική οικονομία να μένουν μόνο τα ταπεινά εισοδήματα των υπαλλήλων, ενώ τα υπερκέρδη θα καρπώνονται υπερεθνικά συμφέροντα που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα θελήσουν να συνεχίσουν να επενδύουν στην ελληνική αγορά μακροπρόθεσμα.
Η εξαγορά της Vivartia, μιας εταιρείας-συμβόλου της ελληνικής βιομηχανίας, ελεγχόμενης από τον πρόεδρο του ΣΕΒ κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλο, συμπυκνώνει συμβολικά, όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, τις διαθέσεις των ελληνικών παραδοσιακών «τζακιών»: σε μια καλή τιμή (550 εκατ. ευρώ έλαβαν οι κ.κ. Δασκαλόπουλος και Θεοδωρόπουλος) είναι έτοιμοι οι έλληνες επιχειρηματίες να γίνουν υπάλληλοι υπερεθνικών σχημάτων, όπως η Marfin του κ. Ανδρέα Βγενόπουλου που διαχειρίζεται κεφάλαια από κάθε πηγή: δολάρια από το Ντουμπάι, κεφάλαια πολυεθνικών τραπεζών, αλλά και τον πλούτο μεγάλων ελλήνων εφοπλιστών.
Την ίδια ώρα, το υπερχρεωμένο Δημόσιο εκχωρεί τον έλεγχο των επιχειρηματικών μονάδων που παραδοσιακά ήλεγχε «για μια χούφτα ευρώ». Ακόμη και στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που όλοι συμφωνούν ότι ως «λαϊκή» τράπεζα πρέπει να παίζει σημαντικό ρόλο αναχώματος στην πλεονεξία των ιδιωτικών τραπεζών, το Δημόσιο έχει πλέον μειοψηφική συμμετοχή και πιθανότατα μετά τις εκλογές να ιδιωτικοποιηθεί πλήρως. Το ίδιο ισχύει και για επιχειρήσεις που θεωρούνται «στρατηγικής σημασίας», όπως η ΔΕΗ, ενώ εδώ και αρκετό καιρό ακόμη και η Εθνική Τράπεζα ελέγχεται, κατά τρόπο ειρωνικό, από πολυεθνικά κερδοσκοπικά κεφάλαια που κατέχουν πάνω από 50% των μετοχών της.
Η… προέλαση των ξένων κεφαλαίων, που συνολικά ελέγχουν πλέον πάνω από το 50% της κεφαλαιοποίησης των μετοχών του ΧΑ (το ποσοστό φθάνει το 57% στις μεγάλες εταιρείες του δείκτη FTSE-20), γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη. Την Πέμπτη, ο Σπύρος Καπράλος, πρόεδρος του ΧΑ, πανηγύριζε για τις εισροές κεφαλαίων, που έφθασαν στο μυθικό ύψος των 18 δισ. ευρώ τους τελευταίους 30 μήνες. Και ο υπουργός Οικονομίας κ. Γιώργος Αλογοσκούφης είναι ικανοποιημένος που οι εισροές αυτές, έστω και κερδοσκοπικού χαρακτήρα, κλείνουν κάποιες «τρύπες» στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο αντανακλά την προβληματική κατά τα άλλα κατάσταση της πραγματικής οικονομίας.
Πέρα από τις επενδύσεις που περνούν μέσα από το χρηματιστήριο, πολλοί ισχυροί όμιλοι αλλάζουν χέρια ή ετοιμάζονται να παραδοθούν στους νέους, ξένους ιδιοκτήτες τους. Κορυφαίες ελληνικές επιχειρήσεις στις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, την ενέργεια, τον τουρισμό ή το real estate ελέγχονται πλέον συνεταιρικά με ξένους ομίλους, ενώ και για την προβληματική μέχρι χθες ακτοπλοΐα εκδηλώνουν ενδιαφέρον ακόμη και Σαουδάραβες.
Κοινό μυστικό είναι, εξάλλου, ότι ισχυρά private equity funds, επενδυτικές εταιρείες που διαχειρίζονται τον πλούτο λίγων ισχυρών και τα δανεικά των μεγάλων τραπεζών αναζητούν ευκαιρίες για να επαναλάβουν το πετυχημένο κερδοσκοπικό εγχείρημα που ολοκληρώθηκε στην Telestet, η οποία αγοράσθηκε και πουλήθηκε στον αραβικό όμιλο Σαουίρις με τεράστια κέρδη, μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο.
Είναι σαφές, όπως τονίζουν τραπεζικοί παράγοντες, ότι η Ελλάδα έχει επιλέξει να μην ακολουθήσει τη στρατηγική των λεγόμενων εθνικών πρωταθλητών, δημιουργώντας ομίλους που θα μπορούσαν να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό με αξιώσεις, διά της συνενώσεως επιχειρηματικών δυνάμεων. Το επιχείρησε η κυβέρνηση Σημίτη, για να καταλήξει στο «Βατερλό» της ανεπιτυχούς προσπάθειας συγχώνευσης Εθνικής-Alpha Bank.
Η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να ευνοεί -και το μήνυμα έχει γίνει αντιληπτό από τα ξένα κεφάλαια- τη μεταβίβαση των καλύτερων ελληνικών επιχειρήσεων σε ξένους κεφαλαιούχους με «βαθιές τσέπες». Και με κάθε ευκαιρία προσπαθεί να ευνοήσει την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων.
Η πρόθεση αυτή αποτυπώνεται και στο νέο νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας περί Ανωνύμων Εταιρειών, που συζητήθηκε τις τελευταίες ημέρες στη Βουλή. Οι μέτοχοι μειοψηφίας των εισηγμένων εταιρειών θα μπορούν να ασκούν πλέον ελεύθερα τα δικαιώματά τους, χωρίς την τυπική διαδικασία της κατάθεσης των μετοχών τους, που ως τώρα απέτρεπε τα ξένα επενδυτικά χαρτοφυλάκια από την ανάληψη δράσης.
Δεν είναι σαφές αν με τη διάταξη αυτή ανοίγει και ο δρόμος για τη συμμετοχή ξένων fund σε συνελεύσεις μετόχων χωρίς την κατάθεση των μετοχών τους πέντε ημέρες πριν από τη συνέλευση. Αν αυτό γίνει, ακόμη και στην Εθνική Τράπεζα θα έχουν τον πρώτο λόγο στις συνελεύσεις οι ξένοι θεσμικοί, που ελέγχουν ήδη την πλειοψηφία των μετοχών. Η ΟΤΟΕ εκφράζει την αγωνία της για τον κίνδυνο να αποφασίζουν για το μέλλον στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων κάποιοι ξένοι κερδοσκόποι που δεν ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά μόνο για το βραχυχρόνιο κέρδος τους, αλλά τέτοιες φωνές χάνονται εύκολα μέσα στους εύκολους πανηγυρισμούς για τη δήθεν «ψήφο εμπιστοσύνης» των ξένων κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία…