Μια φορά και έναν καιρό
Η πλοκή του διηγήματος είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Οι δύο αντίζηλοι ιππότες ήταν έτοιμοι να μονομαχήσουν μέχρι θανάτου και ο συγγραφέας με τη γλαφυρή του πένα περιέγραφε την ατμόσφαιρα, τον τόπο, την ώρα, τους «μάρτυρες» και ό,τι άλλο προέβλεπε το πρωτόκολλο για τις συνήθεις παρόμοιες περιστάσεις. Φορώντας τα «καλά» τους οι μονομάχοι είχαν ήδη «λάβει τις θέσεις τους» και αδημονούσαν, περιμένοντας το σύνθημα για τον εναρκτήριο… διαξιφισμό. Στο σημείο αυτό η αφήγηση σταματούσε για να δημοσιευθεί η συνέχεια στο φύλλο της επομένης. Όμως την επομένη το φύλλο δεν θα ξανακυκλοφορούσε και για να μην αφήσει το ιστόρημα «μετέωρο» ο Μωραϊτίνης, εμφανίζει ξαφνικά σαν από «μηχανής θεό» τον… αρχιεργάτη του τυπογραφείου να λέει στους μονομάχους: «Κύριοι, βάλτε τα ξίφη σας στο θηκάρι τους. Η μονομαχία αναβάλλεται… Αύριο κλείνουμε!». Ήταν ένας ζωντανός και χαριτωμένος «επίλογος» που η παρούσα στήλη τον δανείστηκε σαν «πρόλογο», τώρα που πέφτει (λόγω διακοπών) και η δική της η «αυλαία». Ό,τι γράφτηκε στο «Μια φορά κι έναν καιρό» δεν αντλήθηκε από δημοσιεύματα εκείνης της τόσο μακρινής, αλλά και τόσο… κοντινής για μένα εποχής. Όλα ήταν προσωπικά βιώματα, αναμνήσεις ξεθωριασμένες από τον χρόνο, που υπέφωσκαν μάλλον στα βάθη της ψυχής μου, παρά ήταν προϊόντα ενός ξερού και στεγνού μηχανισμού μνήμης.
Είχα την ευτυχία να γεννηθώ, να μεγαλώσω και να ζήσω στην Αθήνα. Σε μια άλλη Αθήνα, φιλική, ζεστή, ανθρώπινη. Θυμάμαι τα πράσινα λεωφορεία της Πάουερ, με τον εξώστη πίσω και την μπρούτζινη μανιβέλα να αιωρείται μπροστά από τη μηχανή. Θυμάμαι κτίρια, όπως του υπουργείου Οικονομικών στην πλατεία Κλαυθμώνος και το Δημοτικό Θέατρο, απέναντι από το Κεντρικό Ταχυδρομείο. Θυμάμαι μαγαζιά του Σίδνεϊ Νοέλ, του Μαγγιόρου και του Τσοκά με τα «σοφιστικέ» παιχνίδια. Χάζευα τις κινηματογραφικές μηχανές στου Βερυκοκάκη, στην Εδουάρδου Λω και μου αγόραζαν κοντά πανταλονάκια από του Δραγώνα και από του Μαδεράκη, αλλά τα λουστρινένια παπουτσάκια ήταν από του Σίμι. Πήγαινα με τον παππού στο τυράδικο του Ζαφόλια για τουλουμοτύρι και στο χαρτοπωλείο Καργιωτάκη στην οδό Ευριπίδου, όπου τόσο όμορφα μύριζε η κάθε λογής γραφική ύλη. Αγοράζαμε μολύβια νούμερο δύο, άσπρες μικρές γομολάστιχες και κονδυλοφόρους με πενάκι Iridinoil. Η ξύλινη διώροφη κασετίνα μου κλείδωνε μ’ ένα λιλιπούτειο κλειδάκι και το νικέλινο σαν αβγό μελανοδοχείο όσο κι αν το αναποδογύριζες, δεν χυνόταν το μελάνι. Έκανα οικονομίες και δεν αγόραζα κουλούρι και με τα λεφτά που συγκέντρωνα έπαιρνα χαλκομανίες. Τις βουτούσα στο νερό να μαλακώσουν κι ύστερα -φλαπ- τις κολλούσα όπου έβρισκα.
Θυμάμαι το δέος που μου προκαλούσαν οι νεκροφόρες με τα τέσσερα ή έξι μαύρα άλογα. Τους φορούσαν κάτι χοντρά φουντωτά λοφία, κατάμαυρα κι αυτά, ανάμεσα στ’ αφτιά τους κι ανεμίζανε τα κρέπια στους φανούς που στόλιζαν την πανύψηλη ξύλινη σκαλιστή καρότσα. Θυμάμαι το μπαρ του «Λουμπιέ», δίπλα στην τηλεφωνική, την ΑΕΤΕ στη Σταδίου. Στη μεγάλη σάλα της «Τηλεφωνικής» υπήρχαν κάτι θαλαμίσκοι στο ημίφως, «τηλέφωνον διά το κοινόν» και στην απέναντι πλευρά, λιγάκι παρακάτω ήταν το θέατρο «Απόλλων» και το ζαχαροπλαστείο του Καρρά, με τον κοντόχοντρο κυρ Δημήτρη, καθισμένον στο ταμείο να καλωσορίζει τους πελάτες.
Θυμάμαι που ζητούσαν χαμηλόφωνα και συνωμοτικά στα περίπτερα, κάτι περίεργα σπιρτόκουτα που δεν είχαν μέσα… σπίρτα. Είχε έξω από το κουτί μια ζωγραφιά, ενός τύπου μακρυμούρη, χλεμπονιάρη που έφερνε το δάκτυλο στα χείλη, σαν να λέει: «σιωπή» κι έκλεινε με σημασία το μάτι. Κι από κάτω έγραφε: «Ποτέ άλλη μάρκα. Μόνο Μπεμπέκα»! Ρωτούσα επίμονα να μάθω τι στην ευχή ήταν αυτή η «μπεμπέκα». Χαμογελούσανε, αλλά απάντηση ποτέ δεν πήρα.
Και μια ο λόγος για περίπτερα, αμέτρητες ήταν οι πολύχρωμες συσκευασίες και οι ποικιλίες από μάρκες σοκολάτες που δεν υπάρχουν πια, απλωμένες στη μόστρα μαζί με τις μέντες ΜΕΖ. Σοκολάτες μικρές και μεγάλες, στρογγυλές, μακρουλές και επίπεδες, Φλόκα, Ίρις, Γκλόρια που είχε και εικόνες με τους ήρωες του ’21.
Όταν πηγαίναμε επίσκεψη ή σε κάποια γιορτή, αγοράζαμε κουτιά με φρουί γκλασέ, αλλά και καραμέλες για πάρτη μας γεμισμένες με πραλίνα, από το τόσο οικείο «μικρό Φλοκάκι» της οδού Κοραή. Κι αξέχαστες μας έμειναν οι μέντες μέσα στο άσπρο μακρόστενο κουτί του Ζόναρ’ς. Του Ζόναρ’ς, που το εξαφάνισαν με το «έτσι θέλω» οι τεχνοκράτες και υπερηφανεύονται από πάνω που αλλοτριώνουν τη «μικρή ιστορία» της… αδικοχαμένης μας Αθήνας! Σινεμά υπήρχε και στο κτίριο της Έκθεσης, στο Ζάππειο. Εκεί στο αίθριο με το περιστύλιο, λειτουργούσε θερινό σινεμά, όπου τις Πέμπτες είχε παιδικό πρόγραμμα. Γνώρισα τα πρώτα παγωτά ξυλάκι και μάζευα τα πεταμένα ξυλάκια από τον δρόμο για να τα κάνω… συλλογή. Κι ας φώναζε η μάνα μου πως πιάνω τα σάλια του ενός και του άλλου. Αργότερα ήρθε και το παγωτό σε χάρτινο κυπελλάκι, από το κτήμα Τράχωνες του Γερουλάνου, με την ιδιάζουσα βαριά κρεμώδη γεύση. Και έβρισκαν εμένα, ένα αδύναμο και ανυπεράσπιστο πιτσιρίκι, να το ταΐζουν με τη βία «Οβομαλτίνη», «Κουάκερ» και «Φωσφατίνη». Και σαν να μην έφτανε αυτό, να με ποτίζουνε πρωί πρωί πριν καλά καλά τα μάτια μου ανοίξουν -ω, Θεέ- μουρουνέλαιο, με λίγο πορτοκάλι, π’ ανάθεμά το.
Ειλικρινά δεν ξέρω τι να πρωτοπεριγράψω και σε ποιες αναμνήσεις να σταθώ, απ’ όσες πετραδάκι πετραδάκι συνέθεσαν το «μωσαϊκό» μιας ολόκληρης ζωής. Και που όμως πολλές φορές αναρωτιέμαι αν πράγματι υπήρξαν ή μήπως είναι γέννημα της φαντασίας μου, και πώς η Αθήνα, αυτό το άτιμο «ιερό πτολίεθρο» στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Πηγαίνοντας, λόγω θέρους και διακοπών, να συναντήσω τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, θέλω να ευχηθώ σ’ όσους μου κάναν την τιμή να διαβάζουν αυτές τις «βουτιές στο παρελθόν», καλό καλοκαίρι και καλή αντάμωση.
Γεια σας