Μια φορά και έναν καιρό

Εκεί, μεσήλικες τότε ερωτιδείς, προσπαθούσαν να «καμακώσουν» κομψές Ατθίδες που έπαιρναν το απεριτίφ τους και που τώρα, στον ίδιο χώρο, η ΑΤΕBank προσπαθεί να… «καμακώσει» υποψήφιους πελάτες…

Η δεκαετία του 1960 μόλις έχει αρχίσει και άθελά του ο Φεντερίκο Φελίνι χαρίζει την ταινία του «Ντόλτσε Βίτα» στους… Λαιστρυγόνες της Αθήνας, για καθημερινή τους χρήση.

Εκεί ψηλά λοιπόν, στο ημιφώτιστο μπαρ, στον τελευταίο όροφο του Χίλτον με θέα τις φωτεινές επιγραφές από τα μαγαζιά της πρωτεύουσας, ένας λιβανέζος καλλιτέχνης, ο Ρικάρντο Κρέντι, ψυχαγωγεί τους θαμώνες με γαλλικά συνήθως τραγούδια, αλλά και με ιταλικές καντσονέτες που άρεσαν ιδιαίτερα στο κοινό. Έπαιζε επίσης στο πιάνο και χορευτική μουσική γιατί το μπαρ είχε και πίστα και τα ζευγάρια χόρευαν μπόσα νόβα, γιάνκα και σέικ.

Μεγάλες επιτυχίες εκείνη την εποχή ήταν το «Et maintenant» και η «Nathalie», τραγουδισμένα από τον Ζιλμπέρ Μπεκό. Ειδικά το «Ναταλί» ήταν ένα μελωδικό τραγούδι, γραμμένο, θα έλεγε κανείς, για να τονώσει την «προσέγγιση με το παραπέτασμα» γιατί εκείνο τον καιρό ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν σε ύφεση. Ο στίχος μιλούσε για μια κοπελιά, τη Ναταλί, που ξεναγούσε μια ομάδα στην κατάλευκη από τα χιόνια Ερυθρά Πλατεία της Μόσχας. Με λόγια κοφτά, τυποποιημένα, τους εξηγούσε για την Οκτωβριανή Επανάσταση κι αφού επισκέφθηκαν τον τάφο του Λένιν πήγαν στο «Καφέ Πουσκίν» για μια ζεστή σοκολάτα. Το ίδιο βράδυ ο Ζιλμπέρ κι η Ναταλί, στην εστία, μαζί με ρώσους φοιτητές, ανταλλάσσουν ερωταποκρίσεις για τους κόσμους τους και τη ζωή τους. Ήπιαν βότκα, χόρεψαν και κατέληξαν στην ευχή: «Μια μέρα να γίνει εκείνος ο ξεναγός της στο Παρίσι, για να του γεμίσει το κενό του…». Είχε μεγάλη επιτυχία το τραγούδι. Για να μην υστερήσει ο Λιβανέζος κ. Κρέντι από τον γάλλο συνάδελφό του, αφού μελέτησε σε βάθος την περίπτωση, είπε στον εαυτό του:

«Ναταλί αυτός; Πετρούσκα εγώ!» Κάθισε στο πιάνο και συνέθεσε ένα τραγούδι παρόμοιας υφής: την «Petrouchka», που κάθε βράδυ την είχε νούμερο ένα στο ρεπερτόριό του. Το έκανε και δίσκο που κάποιος πικρόχολος τον χαρακτήρισε «δίσκο επαιτείας».

Η μεγάλη όμως ατραξιόν γινόταν τα μεσάνυχτα. Τότε που παίρνουν «εξόδους» οι βουρβούλακες. Τότε η μουσική σταματούσε. Τα λιγοστά φώτα έσβηναν. Σάλπιγγες ηχούσαν σαν εκείνες που ήχησαν για να πέσουνε τα τείχη της Ιεριχούς και «βαλέδες» με αναμμένους πυρσούς οδηγούσαν ένα αμαξίδιο και σερβίρανε μακαρονάδα σ’ όσους θαμώνες επιθυμούσαν να τσιμπήσουνε κάτι (φαγώσιμο εννοείται). Ήταν ένα πραγματικά πολύ εντυπωσιακό θέαμα, αλλά για να γευθείς τη μακαρονάδα υπήρχε μια βασική προϋπόθεση: Έπρεπε να φοράς γραβάτα. Χωρίς γραβάτα και ο δόγης της Βενετίας να ήσουν νηστικός θα έμενες, γιατί εκεί πάνω στο μπαρ δεν υπήρχε τίποτα για φαΐ.

Ένα βράδυ λοιπόν κατέφθασε στο ημιφώτιστο μπαρ γνωστός Αθηναίος, συνοδεύοντας «καθ’ έξιν» νεαρά ύπαρξη, για να περάσουν λίγες ώρες μέσα σε πολιτισμένη και ευχάριστη ατμόσφαιρα. Ο γνωστός αυτός Αθηναίος ήταν ένας πολύ κοσμικός, πολύ εύθυμος και πολύ «σπορτίφ» τύπος που διέτρεχε τη… δεύτερή του νεότητα μέσα σε σπορ ασκεπές αυτοκίνητο. Στρογγυλοκάθισαν στις πολυθρόνες και κουβέντιασαν περί της ματαιότητος των εγκοσμίων. Πήραν τη «δόση» τους από γαλλική μουσική και σαν γνήσιος ιππότης οδήγησε την ντάμα του στην «πίστα» για ένα «σέικ» και μια «γιάνκα», που τότε χοροπηδιότανε πολύ. Άκουσαν και το «χάβα ναγκίλα» κι ύστερα έσβησαν τα φώτα, ήχησαν οι σάλπιγγες και η μακαρονάδα συνοδεία πυρσών έκανε την εμφάνισή της. Θέλεις επειδή πεινούσε ο ίδιος, θέλεις γιατί ήθελε να περιποιηθεί την «ύπαρξη» και να της δείξει πόσο ανοιχτοχέρης είναι, έκανε νόημα στον επικεφαλής της… κουστωδίας να τους σερβίρει. Δυστυχώς η ειμαρμένη θέλησε εκείνο το βράδυ να εμφανιστεί το πνεύμα της βαρώνης Στάφορ, μετεμψυχωμένο σε σερβιτόρο, ο οποίος κατόπιν ενδελεχούς και εκ του συστάδην μελέτης του κοσμικού κυρίου απεφάνθη ότι: «μακαρονάδα γιοκ» επειδή δεν φορά γραβάτα αλλά πουκάμισο ανοιχτό τύπου… μπάιρον.

Άρχισε να απειλείται επεισόδιο. Ο μεν «σπορτίφ» αμυνόταν λυσσωδώς της πανάκριβης εμφανίσεώς του, εξηγών ότι η περιβολή του ήταν σπορ και επομένως στη σπορ αμφίεση η γραβάτα απαγορεύεται διά… ροπάλου, το δε γκαρσόνι να αρνείται ανενδότως να σερβίρει, ίσως γιατί ήθελε να είναι μέσα στο πνεύμα του «ανένδοτου» που ήταν στο φόρτε του.

Τελικά επενέβη η διεύθυνσις. Καλός και τακτικός πελάτης ήτανε. Κύριος με τα όλα του, αφού είχε και αυτοκίνητο και μάλιστα σπορ. Άρχισε το ψάξιμο και κάπου βρέθηκε μια γκρενά γραβάτα με κίτρινες βούλες, χιλιοτσαλακωμένη και βρώμικη. Ανατρίχιασε στη θέα της εκείνος και υπέκυψε στο πεπρωμένο. Τη φόρεσε όπως όπως και η… «συνταγματική τάξις» απεκατεστάθη. Φανερά ικανοποιημένος ο σερβιτόρος που δεν παραβιάστηκε το πρωτόκολλο, έφερε τα πιάτα με τις μακαρονάδες υπό τους ήχους θριαμβευτικής μουσικής που άρχισε να παίζει ο… μαέστρος κ. Κρέντι, βάζοντας τα δυνατά του, αλλά η νεαρά ύπαρξη έκανε έναν μορφασμό αηδίας:

«Τι τα ‘θελες, καημένε, τα μακαρόνια. Δεν μπορώ ούτε να τα βλέπω…».


Σχολιάστε εδώ