Στη δίνη του κυκλώνα οι αμοιβές εργασίας

Οι άνθρωποι της αρπαχτής και οι «νταβατζήδες», οποιουδήποτε κλάδου και επιπέδου, δεν υπάρχει λόγος να παρακολουθούν την πορεία της οικονομίας. Γι’ αυτούς υπάρχει πάντα υψηλό εισόδημα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Δεν θα μας απασχολήσουν οι όποιες εξελίξεις στο ΑΕΠ, αφού η αύξησή του θεωρητική μόνο αξία έχει για τους εργαζομένους, καθώς δεν λειτουργούν στην Ελλάδα μηχανισμοί διασποράς τής ετήσιας αύξησης του εθνικού προϊόντος. Θα μας απασχολήσουν σήμερα οι εξελίξεις σε ορισμένους δείκτες μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος για τη διετία 2007-2008. Και ειδικότερα θα δούμε τις προβλέψεις στους τομείς των επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, της διαμόρφωσης της τελικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών, της απασχόλησης, της παραγωγικότητας, της εργασίας και των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων, οι οποίες αμοιβές και το ποσοστό των αυξήσεών τους επηρεάζονται σημαντικά από τις εξελίξεις στους τομείς αυτούς.

Απασχόληση – ανεργία: Είναι δύο δείκτες που επηρεάζουν άμεσα το εισόδημα των εργαζομένων. Κινητήρια δύναμη της οικονομίας αποτελούν οι εξελίξεις στη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών και ειδικότερα η ενεργός ζήτηση, που μεταφράζεται σε αγορές αγαθών και υπηρεσιών από τους καταναλωτές. Το 2006 η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε αύξηση 3,4%, ενώ για το 2007 οι προβλέψεις της Κομισιόν είναι ότι η αύξηση θα περιοριστεί στο 3,2% και για το 2008 στο 3%. Η δημόσια κατανάλωση το 2006 παρουσίασε αύξηση 1,9%, το 2007 θα περιοριστεί στο 1,7% και το 2008 θα παρουσιάσει έξαρση στο 3,8%. Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, που συμμετέχουν στη ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, το 2006 είχαν αύξηση 6,3%, για το 2007 έχουμε πρόβλεψη για οριακή μείωση στο 6,2%, ενώ για το 2008 προβλέπεται ποσοστό αύξησης στο 5,4%. Με τα δεδομένα αυτά η έκθεση της Κομισιόν προβλέπει τη διαμόρφωση της τελικής ζήτησης με ποσοστό αύξησης 4% και στα δύο χρόνια (2007-2008) έναντι αύξησης 4,4% το 2006. Στα ίδια περίπου ποσοστά κινούνται και οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ (2007 = 4,1% και 2008 = 3,9%). Αντιθέτως οι προβλέψεις του ΔΝΤ είναι 4% για το 2007 και 3,4% για το 2008. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, που το 2006 παρουσίασαν αύξηση 6,6% (σε σταθερές τιμές 1995), το 2007 θα έχουν περιορισμένη αύξηση 5,9% και το ίδιο και το 2008 (αύξηση 5,6%). Προσωπικά αμφισβητούμε τις προβλέψεις για την ιδιωτική και τη δημόσια κατανάλωση κατά το 2008 και νομίζουμε ότι οι προβλέψεις έχουν αρκετή δόση αισιοδοξίας. Με το δεδομένο ότι ο ρυθμός αύξησης της τελικής ζήτησης μειώνεται οριστικά το 2007 και δραστικά το 2008 είναι να απορεί κανείς πού στηρίζονται οι προβλέψεις για αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας.

Οι προβλέψεις για την ανεργία είναι ότι αυτή θα μειωθεί από 9,3% του εργατικού δυναμικού που ήταν το 2006, στο 8,9% το 2007 και στο 8,6% το 2008, σύμφωνα με τις προβλέψεις της έκθεσης της Κομισιόν. Και έχουμε τις ακόμη πιο αισιόδοξες προβλέψεις του υπουργείου Οικονομίας στο «επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης 2006-2007» που κάνει λόγο για μείωση της ανεργίας στο 8,2% κατά το 2007 και στο 7,4% το 2008. Εννοείται ότι αν δεν αυξηθεί δραστικά η απασχόληση (και οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία) δεν θα υπάρξει ουσιώδης περιορισμός της ανεργίας. Η ατμομηχανή που θα κινήσει προς τα εμπρός όλο το σύστημα της παραγωγής είναι η τελική ζήτηση. Όταν οι ρυθμοί αύξησής της είναι υποτονικοί (οριακή αύξηση) δεν δικαιολογείται αισιοδοξία για δραστική μείωση της ανεργίας μέσω της αύξησης της απασχόλησης. Οι προβλέψεις για τις εξελίξεις στη ζήτηση δεν είναι τόσο ευνοϊκές για το 2007 και ακόμη περισσότερο για το 2008. Και μάλιστα αν αρχίσει και ο πιστωτικός περιορισμός της καταναλωτικής πίστης, που άρχισε να γίνεται ορατός. Η μόνη οικονομικά ορθή αύξηση της τελικής ζήτησης και της απασχόλησης είναι η βελτίωση των αμοιβών εργασίας. Όσο η εισοδηματική πολιτική παραμένει προσηλωμένη στη λιτότητα, η ανεργία θα βρίσκεται ψηλά. Έχω τη γνώμη ότι οι αισιόδοξες προβλέψεις της Κομισιόν και του υπουργείου Οικονομίας είναι αδικαιολόγητες και αγγίζουν τα όρια της σκοπιμότητας.

Παραγωγικότητα – αμοιβές εργασίας: Το 2006 η παραγωγικότητα της εργασίας, σύμφωνα και με την έκθεση της Κομισιόν, αυξήθηκε κατά 2,3 μονάδες έναντι αυτής του προηγούμενου έτους. Για το 2007 αναμένεται αύξηση επίσης κατά τα 2,3 και για το 2008 μάλλον θα υπάρξει μόνο κάποια οριακή μεταβολή. Τα μεγέθη που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές και ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων (εργαζομένων). Το αποτέλεσμα της διαίρεσης των δύο αυτών μεγεθών μας δίνει την παραγωγικότητα της εργασίας. Επειδή και τα δύο αυτά μεγέθη είναι κάθε χρόνο μεταβλητά, η παραγωγικότητα παρουσιάζει ανάλογες μεταβολές.

Ο πληθωρισμός και η παραγωγικότητα ηγεσίας συνήθως προσδιορίζουν και την εισοδηματική πολιτική των κυβερνήσεων, όταν φυσικά δεν μπαίνει στη μέση η εφεύρεση του ανταγωνισμού. Εάν η επιμέτρηση του ΑΕΠ «πάσχει» ή ο αριθμός των εργαζομένων, τότε η «πάθηση» μεταδίδεται και στην παραγωγικότητα. Ας δεχθούμε ότι η έκθεση της Κομισιόν αποδίδει την πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία οι συντάκτες της έκθεσης τα παίρνουν από ελληνικές πηγές (υπουργείο Οικονομίας και ΕΣΥΕ).

Το 2006 οι κατά κεφαλήν ονομαστικές αποδοχές των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 5,9% σε σύγκριση με αυτές του προηγούμενου έτους. Και οι πραγματικές αποδοχές παρουσίασαν αύξηση κατά 2,3%, δηλαδή στο ποσοστό όπου έφτασε και η παραγωγικότητα της εργασίας (σε ρυθμό ετήσιας αύξησης). Για το 2007 θα έχουμε αύξηση των ονομαστικών αποδοχών μόνο κατά 5% και των πραγματικών αποδοχών αύξηση κατά 1,9%, ενώ, όπως είπαμε και προηγουμένως, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας προσδοκάται ότι θα φτάσει στο 2,3. Επομένως για τη φετινή χρονιά ο εργαζόμενος δεν θα εισπράξει ούτε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Για να εισπράξει τον πληθωρισμό (και την ακρίβεια) ούτε συζήτηση. Αποτέλεσμα της εισοδηματικής πολιτικής που καθόρισε η κυβέρνηση για το 2007 είναι ότι το πραγματικό μοναδικό κόστος εργασίας θα μειωθεί κατά 0,6 μονάδες. Σημειώνουμε ότι στην επιμέτρηση του πραγματικού μοναδιαίου κόστους εργασίας λαμβάνουν μέρος τρία μεγέθη: α) αποδοχές εργαζομένων, β) παραγωγικότητα εργασίας και γ) αποπληθωριστής του ΑΕΠ.

Αν έχετε απορία ή προβληματισμό για την ιλιγγιώδη αύξηση των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων κατά τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο από το 2004 και μετά) νομίζω ότι τα παραπάνω στοιχεία θα σας βοηθήσουν στους προβληματισμούς σας. Οι εργαζόμενοι δεν εισπράττουν ούτε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τους. Αντιθέτως, με τις αυξήσεις «επαιτείας» συντελούν στη μείωση του τελικού κόστους των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών.

Δεν είναι υπερβολή λοιπόν να μιλάμε για θυσίες των εργαζομένων. Όλο και κατά μικρότερο ποσοστό οι αμοιβές εργασίας επιβαρύνουν το κόστος. Οι τιμές όμως των αγαθών και των υπηρεσιών τραβάνε τον ανήφορο. Και ο εργαζόμενος ανεβαίνει τον δικό του Γολγοθά, έχοντας στους ώμους του την ακρίβεια. Αυτή η μονόπλευρη λιτότητα δημιουργεί τα υψηλά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων και κρατάει στη ζωή τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Όμως για τους εργαζόμενους σημαίνει εξαθλίωση, καθώς συνδυάζεται και με τη συνεχή άνοδο των τιμών των αγαθών, αλλά κυρίως των υπηρεσιών.

Ως έσχατη υποχώρηση θα πρέπει οι εργαζόμενοι να εισπράττουν ετησίως αυξήσεις που να καλύπτουν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τους συν το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές. Τα υψηλά κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων προκύπτουν από την υφαρπαγή της αμοιβής της εργασίας. Η εργοδοσία χωρίς νέες επενδύσεις ή επεκτάσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της πετυχαίνει με την ακρίβεια, με την υφαρπαγή των εργατικών αμοιβών και με την απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους από την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ υψηλούς συντελεστές αύξησης τζίρου και καθαρών κερδών.

Η εισοδηματική πολιτική της τελευταίας δεκαπενταετίας, που στηρίζεται στη συνεχή λιτότητα των εργαζομένων, δεν είναι μόνο αντικοινωνική αλλά και σφόδρα αντιαναπτυξιακή. Κι αυτό γιατί στηρίζεται στον υπερβολικό τραπεζικό δανεισμό των νοικοκυριών. Οι εργαζόμενοι καλύπτουν τις «μαύρες τρύπες» του οικογενειακού προϋπολογισμού με δάνεια. Συνεπώς η μεγέθυνση που παρουσιάζει η οικονομία μας στηρίζεται μακροπρόθεσμα σε σαθρές βάσεις.

Δεν είναι επιτρεπτό η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών να τροφοδοτείται για πολλά χρόνια και με τον δανεισμό του καταναλωτικού κοινού. Νομίζω ότι αυτή η αλήθεια δεν έχει γίνει κατανοητή από τις κυβερνήσεις, αλλά και από τους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού. Η αύξηση της κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών, που στηρίζει τη μεγέθυνση της οικονομίας, πρέπει να προκαλείται από την αύξηση των εισοδημάτων των καταναλωτών και όχι από τον υπερδανεισμό τους.

Εάν ο κ. πρωθυπουργός επιθυμεί να συνδέσει το όνομά του με μεταρρυθμιστικό έργο που να τύχει οικονομικής και κοινωνικής καταξίωσης, όπως τουλάχιστον συνεχώς ισχυρίζεται, θα πρέπει να στρέψει την προσοχή του στις μεταβολές που πρέπει να γίνουν στο σύστημα διασποράς του εισοδήματος. Το επιχείρημα «πού θα βρεθούν τα λεφτά;» για τις μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ψεύτικο και δεν αντέχει σε κριτική. Προβάλλεται απλώς για να διαιωνίζονται οι αρπαγές εις βάρος των εργαζομένων.


Σχολιάστε εδώ