Οι «εργολάβοι» της «κοινής γνώμης»

Η σημασία που απέκτησαν, τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια, οι δημοσκοπήσεις και οι έρευνες «κοινής γνώμης» οφείλεται στο γεγονός ότι ο τρόπος παρουσίασης και «αξιοποίησης» των αποτελεσμάτων εντάχθηκε στο τρίπτυχο της «διαπλοκής»: ΜΜΕ, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, στο πλαίσιο του πολιτικού – κομματικού ανταγωνισμού, με αφορμή τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων, επιδίδονται σε μια ευρύτερης σημασίας «επιχείρηση». Δηλαδή:

– Στην προσπάθεια κατασκευής της κοινής γνώμης, σύμφωνα με τις επιλογές και τα συμφέροντα του «τριγώνου των Βερμούδων» της πολιτικής μας ζωής: Των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, των δημοσιολογούντων – πολιτολόγων δημοσιογράφων και των επιλεγμένων πολιτικών προσώπων τα οποία θεμελιώνουν την πολιτική τους ύπαρξη και προοπτική στην ισχύ του «τριγώνου» αυτού.

Για να λειτουργήσει αυτή η «πολιτική μηχανή» χρειάζεται σαν «πρώτη ύλη» τις δημοσκοπήσεις, τις έρευνες «κοινής γνώμης» (η έννοια της «κοινής γνώμης» θεωρείται πάντως ως μια ψευδής κατασκευή από τον Pierra Bourdieu), ώστε να τη χειρισθούν κατάλληλα εντάσσοντάς την στη στρατηγική επηρεασμού της κρίσης και των κομματικών επιλογών των πολιτών.

Σ’ αυτό το άγριο παιγνίδι ανταγωνισμού, όπου επικρατεί ένας απροκάλυπτος πολιτικός κυνισμός, δεν τηρούνται πολλές φορές ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα.

Παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες με ποιον τρόπο εξελίσσεται ο ανταγωνισμός αυτός, μέσα από τα αποτελέσματα σφυγμομετρήσεων που προσπαθούν να εμφανίσουν την εικόνα του «ντέρμπι» μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην πρόθεση ψήφου όταν όλοι οι άλλοι δείκτες αποδεικνύουν το αντίθετο.

Αυτή ακριβώς η προσπάθεια -που «νομιμοποιείται» επιστημονικά από τους συνεργαζόμενους με τα αντίστοιχα κανάλια δημοσκόπους- αποβλέπει σ’ έναν διπλό στόχο: Αφ’ ενός να «φιλαθλοποιήσει» το ενδιαφέρον των τηλεθεατών, εμφανίζοντας την πολιτική αντιπαράθεση ως ποδοσφαιρική σύγκρουση και αφ’ ετέρου να διαμορφώσει το επιδιωκόμενο από τους φορείς της διαπλοκής «κλίμα» που θα επηρεάσει τους «ασταθείς» ψηφοφόρους.

Εμφανίζεται μάλιστα κάποιες φορές το φαινόμενο αποτελέσματα δημοσκοπήσεων να «ακρωτηριάζονται» και να εμφανίζονται στους πολίτες σύμφωνα με τους επιδιωκόμενους στόχους των ιδιοκτητών των ΜΜΕ, των μεγαλοδημοσιογράφων και των «οικείων» πολιτικών κομμάτων.

Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο μόνο ελάχιστοι ρομαντικοί μπορούν να αναφέρονται στις έννοιες της αξιοπιστίας, της δεοντολογίας, του σεβασμού της δημοκρατικής αρχής και της αξιοπρέπειας των πολιτών.

Ο «χειρισμός» του υλικού των δημοσκοπήσεων μέσα από τις στρατηγικές αυτές έχει επακόλουθο να μετατοπισθεί το ενδιαφέρον του κοινού από το περιεχόμενο της Πολιτικής, από την αξιολόγηση του έργου και της ικανότητας των πολιτικών, στο πολιτικό παρασκήνιο, στις κοινοβουλευτικές μονομαχίες, στις προσωπικές φιλοδοξίες, στις «ετερόδοξες» δηλώσεις των πολιτικών. Για να υπάρξει σήμερα ο πολιτικός πρέπει να «παράγει» σλόγκαν μπροστά στην κάμερα ή να επιτίθεται με ακραίες – καλύτερα ακόμα με υβριστικές – φράσεις κατά των αντιπάλων του…

Το ενδιαφέρον, συνεπώς, μετατίθεται από το περιεχόμενο των πολιτικών προτάσεων και θέσεων στις τακτικές που θα εφαρμόσει ένα κόμμα για να «εισπράξει» ψήφους από τον αντίπαλο. Η συνταγή είναι μια κυνική πρακτική που απευθύνεται σε ευάλωτες κατηγορίες εκλογέων με «ειδικά αιτήματα»: («νέοι», «γυναίκες», «μετανάστες», κοινωνικές ομάδες που προκύπτουν από κοινωνικές ή φυλετικές διακρίσεις κ.λπ.).

Αυτές οι «κατηγορίες» θα πρέπει να «σαγηνευτούν» από τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και τις «ειδικές» υποσχέσεις των αρχηγών, γεγονός που επιβάλλει και στους ιδίους τους αρχηγούς να προσαρμόζουν αντίστοιχα την εικόνα τους (λεξιλόγιο, ενδυμασία, τρόπος έκφρασης, «κινητικότητα» ή μη κ.λπ.).

Εδώ η ουσία της πολιτικής προσαρμόζεται στη φόρμα της, στο είδωλό της…

Πόσο έγκυρες είναι τελικά οι δημοσκοπήσεις; Πόσο αυτόνομη είναι η επιστημονική διαδικασία της έρευνας από το ιδιωτικό συμφέρον, την πολιτική προπαγάνδα, τη σκοπιμότητα;

Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Ασφαλώς ο επιστήμονας – ερευνητής μπορεί με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται σήμερα να παρουσιάζει αξιόπιστα αποτελέσματα. Ελάχιστες όμως εταιρείες δημοσκοπήσεων διεκδικούν και κερδίζουν αυτήν την αυτονομία. Και αυτό αποδείχθηκε περίτρανα στις εκλογές του 2004 και εξακολουθεί να αποδεικνύεται μέχρι σήμερα.

Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις η σκοπιμότητα προωθείται μέσα από τη σύγχυση. Μια κύρια πλευρά της σύγχυσης αφορά στον ρόλο των ίδιων των επιστημόνων – ερευνητών. Κάποιοι από αυτούς επωμίζονται μια πλειάδα ρόλων, που σε ένα βαθμό αλληλοσυγκρούονται. Είναι πολιτικοί επιστήμονες ή κοινωνιολόγοι/δημοσκόποι, σύμβουλοι πολιτικών ηγετών και κομμάτων, ειδικοί επικοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι-δημοσιολόγοι, διδάσκοντες σε ανώτατα ιδρύματα κ.λπ.

Πολιτική, δημοσιογραφία και κοινωνικές επιστήμες καταργούν τα σύνορα της ιδιαιτερότητας και της επιστημονικής τους αυτονομίας και μετατρέπονται σε ένα «συμπίλημα» μέσα από το οποίο εκφέρονται εύπεπτα μηνύματα, εκβιαστικά διλήμματα, κοινοτοπίες και κενολογίες. Δυστυχώς κάποιοι ιδιοκτήτες ΜΜΕ, πολιτικοί, δημοσκόποι, δεν έχουν μόνο αναλάβει να σκέπτονται για λογαριασμό μας, αλλά και θέλουν να επιβάλουν τη γνώμη τους… Το παραβάν της κάλπης είναι γι’ αυτούς περιττό…


Σχολιάστε εδώ