Μουσάραφ: Ο αγαπημένος δικτάτορας του Μπους

Φαίνεται δηλαδή πως τα αντιδημοκρατικά καθεστώτα συγκεντρώνουν την οργή και τα πυρά των ΗΠΑ, μόνο όταν αρνούνται να συνεργαστούν μαζί τους και να υπηρετήσουν τα αυτοκρατορικά τους σχέδια.
Σε περίπτωση που δεχθούν να ενταχθούν στον σχεδιασμό τους, περισσεύουν όχι μόνο τα καλά λόγια αλλά και οι χρηματοδοτήσεις. Το Πακιστάν, χωρίς να είναι η μοναδική, είναι η πιο ακραία τέτοια περίπτωση.

O έρωτας της Ουάσινγκτον με τον δικτάτορα Μουσάραφ επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά μόλις πρόσφατα με τις επισκέψεις δύο κορυφαίων αμερικανών αξιωματούχων στην Ισλαμαμπάντ. Ο πρώτος ήταν ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Νεγκροπόντε, που ενώ είχε απομακρυνθεί από τα φώτα της δημοσιότητας μετά την αιματοβαμμένη θητεία του κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 στην αμερικανική πρεσβεία της Γουατεμάλας, όπου δημιούργησε με τη βοήθεια βαρυποινιτών τα τάγματα θανάτου, σκορπώντας τον τρόμο σε όλη τη χώρα, όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια καταλαμβάνει νευραλγικές θέσεις στην εφαρμογή της πολιτικής του Μπους στην ευαίσθητη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας. Μετά τη συνάντηση που είχε πριν από δυο εβδομάδες, το Σάββατο 16 Ιουνίου, στο Πακιστάν με τον δικτάτορα Μουσάραφ, όταν ρωτήθηκε αν πρέπει να παραιτηθεί από αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων για να διεκδικήσει το προεδρικό χρίσμα στις επόμενες εκλογές, όπως επιβάλλει το σύνταγμα, το άφησε στη διακριτική του ευχέρεια, λέγοντας πως είναι κάτι που θα το αποφασίσει ο ίδιος…

Εξίσου ανεπιφύλακτη στήριξη στον δικτάτορα του Πακιστάν πρόσφερε και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Μπάουτσερ, όταν επισκέφθηκε τη χώρα λίγες μέρες πριν από τον Νεγκροπόντε. Εν όψει μάλιστα της επίσκεψής του, μια οργάνωση – ομπρέλα με τίτλο Συμμαχία για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας απηύθυνε επανειλημμένες εκκλήσεις στις ΗΠΑ να αποδοκιμάσουν τον Μουσάραφ. «Όταν έρθει ο Μπάουτσερ, οι ΗΠΑ πρέπει να προβούν σε μια σκληρή ανακοίνωση ζητώντας την επιστροφή της δημοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν για τις ΗΠΑ να συνεχίσουν να νομιμοποιούν έναν πρόεδρο με στολή που ηγείται μιας δημοκρατίας. Αποτελεί ανέκδοτο για την ίδια τη δημοκρατία», δήλωνε εκπρόσωπός της στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», στις 13 Ιούνη. Η ίδια εφημερίδα τελείωνε το ρεπορτάζ της υπογραμμίζοντας την αμερικανική διπροσωπία και τις αντιφάσεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: «Η αλλαγή των προτεραιοτήτων έχει αφήσει την κυβέρνηση Μπους εκτεθειμένη απέναντι σε κατηγορίες για υποκρισία, καθώς υποστηρίζει τον ισχυρότερο στρατιωτικό του μουσουλμανικού κόσμου, ώστε να υποστηριχτούν οι στόχοι της να εγκαθιδρύσει δημοκρατίες σ’ όλον τον ισλαμικό κόσμο»… Η ασυμφωνία μεταξύ των λόγων και των έργων της Ουάσινγκτον προκάλεσε επίσης την οργή και των αμερικανικών «Νιου Γιορκ Τάιμς», που μια μέρα πριν, στις 12 Ιούνη, τόνιζαν σε σημείωμα της σύνταξής τους: «Κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τις δημοκρατικές διαβεβαιώσεις του Μουσάραφ, εκτός από την κυβέρνηση Μπους, που βρίσκεται στη δύσκολη θέση να υποστηρίζει τον ισχυρότερο στρατιωτικό δικτάτορα του μουσουλμανικού κόσμου, ο οποίος έχει αναγορευτεί σε βασικό της σύμμαχο στην ανόητη εκστρατεία προαγωγής της δημοκρατίας στον μουσουλμανικό κόσμο»!

Αιματοβαμμένη χούντα

Η σφοδρότητα των πυρών που δέχεται η Ουάσινγκτον στην τρέχουσα συγκυρία για μια επιλογή της που χρονολογείται από τον Οκτώβριο του 1999, όταν κατέλαβε την εξουσία ο Μουσάραφ, και με πολύ πιο εμφατικό τρόπο από την 11η Σεπτέμβρη του 2001, όταν ξεδιπλώθηκε το σχέδιο κατάκτησης της Κεντρικής Ασίας, δεν είναι τυχαία. Σχετίζεται με τις πρωτοβουλίες στήριξης του παραπαίοντος δικτάτορα που ανέλαβε η Ουάσινγκτον, ώστε να ξεπεράσει τις ογκούμενες αμφισβητήσεις από το εσωτερικό της χώρας του. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι των λαϊκών διαμαρτυριών ήρθε με την απόφασή του Μουσάραφ, στις 9 Μάρτη, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον γενικό εισαγγελέα του Πακιστάν, όταν αυτός ζήτησε να γίνει έρευνα για εξαφανίσεις πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν κατακλυσμιαίες, καθώς σε πολλές πόλεις της χώρας διοργανώνονταν καθημερινές διαδηλώσεις. Τα κυβερνητικά στρατεύματα άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν περισσότεροι από 50, τετραψήφιος αριθμός αντιφρονούντων οδηγήθηκε στις φυλακές και απαγορεύτηκαν ακόμη και τα σχετικά σχόλια από τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης! Περιττό να πούμε ότι αν κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί στη Ρωσία του Πούτιν (και όχι του Γέλτσιν) ή στο ισλαμικό Ιράν (και όχι αυτό του Σάχη) τα αμερικανικά βομβαρδιστικά ήδη θα ζέσταιναν τις μηχανές τους για να… επιβάλουν τη δημοκρατία. Στην περίπτωση του Πακιστάν όμως τα ανατριχιαστικά αυτά γεγονότα μόλις που πέρασαν στα ψιλά της δυτικής ειδησεογραφίας…

Παρ’ όλα αυτά ήταν αρκετά για να κάνουν την αντιπολίτευση να υψώσει τη φωνή της, εν όψει των εκλογών που έχουν ήδη προκηρυχθεί στο Πακιστάν για τον Νοέμβριο, αμφισβητώντας επίσημα τον Μουσάραφ. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης που διεκδικούν τα σκήπτρα από τον σημερινό δικτάτορα είναι η επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος Πακιστάν, Μπεναζίρ Μπούτο, που ζει στο Ντουμπάι, και ο επίσης εξόριστος Ναουάζ Σαρίφ, ηγέτης της Πακιστανικής Μουσουλμανικής Ένωσης. Και οι δύο πολιτικοί είναι γόνοι ιστορικών πολιτικών οικογενειών του Πακιστάν που μοιράζονταν την εξουσία όσο δεν ήταν στα χέρια κάποιου δικτάτορα. Αξίζει να πούμε ότι το Πακιστάν των 149 εκατ. κατοίκων, που τον ερχόμενο Αύγουστο γιορτάζει τα 60 χρόνια από την κήρυξη της ανεξαρτησίας του, έχει ένα θλιβερό προνόμιο να κυβερνάται περισσότερα χρόνια από δικτάτορες παρά από δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς. Ο πρώτος δικτάτορας που ανέλαβε -από το 1958 μέχρι το 1969- ήταν ο Αγιούμπ Χαν, ο οποίος απομακρύνθηκε με εξέγερση, και ο επόμενος από το 1977 μέχρι το 1989 ο Ζία Ουλ Χακ, ο οποίος δολοφονήθηκε. Πριν βέβαια εκτελεστεί είχε θανατώσει δεκάδες πολιτικούς του αντιπάλους, μεταξύ των οποίων τον πατέρα της Μπεναζίρ Μπούτο, ο οποίος είχε διατελέσει πρωθυπουργός του Πακιστάν, όπως και δύο αδέρφια της. Οι αντιδικτατορικές περγαμηνές που έφερε την οδήγησαν το 1989 να αναλάβει την πρωθυπουργία του Πακιστάν διεκδικώντας δύο ρεκόρ: Το πρώτο λόγω του ότι ουδέποτε άλλοτε μια γυναίκα είχε αναλάβει τόσο σημαντική πολιτική θέση σε μια χώρα του ισλαμικού κόσμου και το δεύτερο λόγω του ότι ήταν μόλις 35 χρονών! Κυβέρνησε μέχρι το 1990 και από το 1993 μέχρι το 1996. Και στις δύο περιπτώσεις η θητεία της διακόπηκε κακήν κακώς λόγω κατηγοριών για διασπάθιση δημόσιου χρήματος και εκτεταμένη διαφθορά. Τη δεύτερη φορά μάλιστα φορτώθηκε με τόσο πολλές κατηγορίες, που εκκρεμούν ακόμη και σήμερα, ώστε είναι αδύνατη η επιστροφή της στο Πακιστάν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ο Μουσάραφ εξασφάλισε το ακαταδίωκτό του. Γιατί η παραγραφή των αδικημάτων για τα οποία διώκεται η Μπούτο, όπως και ο Σαρίφ (που είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για να μπορέσουν να μπουν στη χώρα χωρίς να καταλήξουν στη φυλακή) δίνει τη δυνατότητα στον Μουσάραφ να διαπραγματευτεί μαζί τους τους όρους μιας βελούδινης μετάβασης, με τον εαυτό του στην προεδρία για παράδειγμα, όπως περίπου συνέβη στη Χιλή του Πινοσέτ το 1989.

Βελούδινη μετάβαση

Τίποτε ωστόσο δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο μέχρι να διεξαχθούν οι εκλογές, πέραν του γεγονότος ότι η όποια μετάβαση θα είναι πλήρως ελεγχόμενη χωρίς εκπλήξεις. Την τελική τους έκβαση με τα μέχρι τώρα δεδομένα θα την κρίνουν τρεις κρίσιμοι παράγοντες.

Αρχικά, ο βαθμός συνεννόησης των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης. Θέλοντας να αποτρέψουν έναν καταστροφικό μεταξύ τους ανταγωνισμό, τα δύο αυτά κόμματα ή την επιλεκτική προσέγγιση από τη χούντα του ενός από τα δύο που θα είχε αποτέλεσμα ακόμη και αυτή η μισή μετάβαση να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, η Μπούτο και ο Σαρίφ έχουν υπογράψει από τον Μάιο του 2006 ένα μνημόνιο αντιδικτατορικής συνεργασίας που αποτελείται από 36 σημεία. Το τελευταίο διάστημα οι επαφές και οι συνεννοήσεις μεταξύ τους έχουν πυκνώσει σε τέτοιο βαθμό ώστε σε συνέντευξή της στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», στις 18 Ιουνίου, η Μπούτο προανήγγειλε μια προφορική συμφωνία μεταξύ των δύο ηγετών που αφορούσε τις λεπτομέρειες μοιράσματος της εξουσίας. Παρότι η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας διαψεύσθηκε από το κόμμα του Σαρίφ, αποκαλύπτεται ένας οργασμός στα πολιτικά παρασκήνια με απώτερο στόχο να παραμερισθεί η χούντα.

Ο δεύτερος παράγοντας που θα κρίνει το αποτέλεσμα των εκλογών σχετίζεται με τη στάση της χούντας. Ήδη ο δοτός «πρωθυπουργός» του Μουσάραφ με αφορμή τα επεισόδια που προκλήθηκαν ζήτησε την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την επ’ αόριστον αναβολή των εκλογών. Ενδεχόμενο που δεν φαίνεται να συναντάει την αντίδραση της Ουάσινγκτον. Δεν αποκλείεται βέβαια να πρόκειται απλώς και μόνο για μια επιπλέον πίεση των στρατηγών, ώστε να διαπραγματευτούν με τους πολιτικούς από ευνοϊκότερη θέση. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο στρατός στο Πακιστάν, όπως συμβαίνει και στην Τουρκία, έχει υπό τον έλεγχό του το ένα τρίτο των βιομηχανιών που παράγουν από τρόφιμα μέχρι σίδηρο και τα πέντε ιδρύματα πρόνοιας που διευθύνει, από τα οποία επωφελούνται καθημερινά περισσότερα από 9 εκατ. άτομα, ελέγχουν άμεσα ή αλυσιδωτά τα πιο νευραλγικά πόστα της οικονομίας. Πίσω λοιπόν από τους στρατηγούς βρίσκεται κι ένα οικονομικό κατεστημένο που κανείς δεν μπορεί να μην πάρει υπόψη του.

Η Μπούτο ζητά το χρίσμα

Το σημαντικότερο όμως είναι η στάση των Αμερικανών και τα πράγματα δεν είναι πια τόσο ρόδινα για τον Μουσάραφ όσο ήταν το 2001. Όλα αυτά τα χρόνια οι Αμερικανοί έχουν δώσει στο δικτατορικό καθεστώς του Μουσάραφ 10 δισ. δολάρια για να συμμετάσχει στις μάχες κατά των Ταλιμπάν, οι οποίοι από την εποχή ακόμη που χρηματοδοτούνταν από τη CIA για να πολεμούν τους Σοβιετικούς στο Αφγανιστάν χρησιμοποιούσαν το Πακιστάν ως το ασφαλέστερο ορμητήριό τους. Οι συνεχείς μάχες που δίνει ο στρατός του Μουσάραφ εναντίον των Ταλιμπάν έχουν οδηγήσει στον θάνατο περισσότερους από 700 πακιστανούς στρατιώτες, ενώ ένας ακήρυχτος πόλεμος με εκρήξεις βομβών, ενέδρες και διωγμούς έχει γίνει καθημερινότητα σε πολλά χωριά στα βόρεια σύνορα της χώρας δυναμιτίζοντας τη σταθερότητα του Πακιστάν. Παρ’ όλα αυτά οι Αμερικάνοι δεν ικανοποιούνται, ζητώντας από το καθεστώς του Μουσάραφ να ασκήσει ακόμη πιο απηνείς διώξεις εναντίον των Ταλιμπάν και των συνεργατών τους. «Ο Μουσάραφ ήταν χρήσιμος, αλλά είναι είτε απρόθυμος είτε ανίκανος να πράξει αρκετά για να πολεμήσει τους τρομοκράτες στη χώρα του», τόνιζε αναλυτής στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ», της 12ης Ιουνίου 2007, απηχώντας πιθανά απόψεις πολιτικών κύκλων.

Η Μπούτο από τη μεριά της, διακρίνοντας τη δυσφορία των Αμερικάνων για τον Μουσάραφ (η αναποτελεσματικότητα του οποίου δεν υπολείπεται εκείνης των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν…) επιζητά το χρίσμα τους, υποστηρίζοντας ότι η ίδια μπορεί να εκπροσωπήσει τα αμερικανικά συμφέροντα στο Πακιστάν καλύτερα από τον δικτάτορα! Σε δικό της άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» στις 8-10 Ιούνη επικρίνει τον Μουσάραφ, επειδή δεν αποτελεί πια αποτελεσματικό ανάχωμα στην επέκταση των ισλαμιστών, υποστηρίζοντας ότι το επιχείρημα που θέλει την «ανατροπή του καθεστώτος Μουσάραφ να αποτελεί καταστροφή για το Πακιστάν (ή εφιάλτη για τη Δύση) είναι ανοησία»!

Η ίδια έτσι ζητάει τώρα το χρίσμα των Αμερικανών απρόθυμη να αντιληφθεί κατ’ αρχήν πως ο εξαμερικανισμός του Πακιστάν είναι που άνοιξε τον δρόμο για την επαπειλούμενη ταλιμπανοποίησή του και κατά δεύτερο πως η πρόσδεσή της στην Ουάσινγκτον αν κάτι της διασφαλίζει μελλοντικά είναι τη μοίρα της στημένης λεμονόκουπας που επιφυλάσσουν αργά ή γρήγορα για τον Μουσάραφ…


Σχολιάστε εδώ