Μια φορά και έναν καιρό

Κάποιος έριξε την ιδέα την Κυριακή να πάμε εκδρομή, ιδέα που έγινε ομόφωνα δεκτή απ’ όλη την παρέα. Οι αντιρρήσεις που προεβλήθησαν ήταν για το μέρος όπου θα πηγαίναμε. Στο βουνό ή στη θάλασσα. Ψηφίστηκε η θάλασσα. Συμφωνήσαμε να πάμε κάπου μακριά, έξω από την τύρβη της πόλεως. Κάπου όπου δεν θ’ ακούγονταν τα καμπανάκια του τραμ ούτε το στρίγγλισμα στις ράγες του. Κάπου όπου δεν θα μας ξάφνιαζαν οι κρότοι από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, που όσο πάνε και πληθαίνουν κι άντε να δούμε πόσα θα γίνουν στο τέλος. Τόσο μακριά, ώστε αν η γη ήταν επίπεδη, όπως κάποτε πρέσβευαν μερικοί σώφρονες, εμείς θ’ αράζαμε στην άκρη της. Εκεί, ας πούμε, που το ταψί έχει τα χερούλια του. Έτσι αποφασίστηκε να πάμε στην άκρη της γης: στη Ραφήνα! Ήταν ένα γραφικό λιμανάκι η Ραφήνα, όπου στη «μύτη» της προβλήτας του ήταν σφηνωμένη η πλώρη από ένα βουλιαγμένο γερμανικό τσιμεντοκάραβο. Ήταν μια από τις γερμανικές πολεμικές πατέντες: καράβια από τσιμέντο. Άγνωστο πόσο αξιόπλοα ήσαν τα τσιμεντένια σκαριά και πόσα, από εκείνα που απέπλευσαν από κάποιο λιμάνι, έφτασαν στον προορισμό τους. Υπήρχαν λιγοστά σπιτάκια στο μικρό αυτό ψαροχώρι, ένα «νησιώτικο» εκκλησάκι πάνω στον λόφο, κατάλευκο, και το αξιόλογο ξενοδοχείο-εστιατόριο «Ακτή», όπου μονομαχούσαν το… κουμκάν με την πλήξη! Οι γύρω γήλοφοι ήταν γεμάτοι πεύκα, πολλά πεύκα, που οι αέρηδες τα έκαναν να γέρνουν όλα προς τη γη λες και καλωσόριζαν τον μουσαφίρη. Όλα τους ριζωμένα πάνω στην αμμουδιά, φτάνανε, ακουμπούσανε θαρρείς, στη θάλασσα.

Στην άκρη του χωριού υπήρχε κι ένα κοιμητήριο που «απέπνεε» γαλήνη.

Οι περιοχές που συνόρευε, όπως το Ζούμπερι, η Νέα Μάκρη, ο Άγιος Ανδρέας ή ο Μαραθώνας, προσφέρονταν επίσης για εκδρομικές εξορμήσεις. Αλλά ήταν τόσο δύσκολη η μετάβαση, που αντιθέτως με την αρχαιότητα, οι Αθηναίοι που έφταναν στον Μαραθώνα ήταν εκείνοι που ανέκραζαν… «Νενικήκαμεν»!

Ο πόλεμος είχε πια περάσει. Ο φόβος, τα πένθη, οι περιορισμοί έκαναν τους ανθρώπους ν’ αναζητούν αυτό που στερήθηκαν: Το κέφι και την ξενοιασιά. Κι έτσι γεννήθηκαν τα πάρτι και οι εκδρομές. Ένα γραμμόφωνο που όλο ήθελε κούρδισμα και που ευχόσουν να ξεκουρδιστεί την ώρα που χόρευες… τανγκό, για να περιμένεις με τη ντάμα σου στην αγκαλιά σου, να το κουρδίσουνε για να συνεχίσετε. Κι αν έπρεπε ν’ αλλαχθεί και η βελόνα… ήταν η καλύτερή σου. Ίσως γι’ αυτό είπε κάποιος πως το μειονέκτημα του τανγκό είναι πως το «χορεύεις όρθιος».

Πάρτι στα σπίτια, ρεφενέ πάρτι και την Κυριακή εκδρομές.

Υπήρχαν βέβαια και πριν από τον πόλεμο οργανωμένες εκδρομές από την Περιηγητική Λέσχη, την «Υπαίθριο ζωή» και μερικές άλλες φυσιολατρικές οργανώσεις, αλλά αυτές απευθύνονταν στα μέλη τους, που ήταν μεγάλης ηλικίας άνθρωποι. Δηλαδή… σαραντάρηδες!

Εμείς οι άλλοι, για ν’ αποφασίσουμε να… εκστρατεύουμε, έπρεπε να το σκεφτούμε πολύ.

Οι συγκοινωνίες ήταν ελάχιστες και τα δρομολόγια των λεωφορείων, ιδίως της επιστροφής, άκρως αμφίβολα. Απαιτείτο οργάνωση και προετοιμασία. Πώς θα πας, τι θα φας, τι θα πιεις. Μοναδικό ομαδικό μέσο μεταφοράς ήταν το φορτηγό. Οι κάτοχοι φορτηγού εκείνα τα χρόνια εθεωρούντο «εφοπλιστές της… στεριάς». Κατεστραμμένοι οι σιδηρόδρομοι από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους και γκρεμισμένα όλα τα γεφύρια. Έτσι, τις εμπορευματικές μεταφορές έκαναν τα φορτηγά κατ’ αποκλειστικότητα και τις Κυριακές μετέφεραν… εκδρομείς.

Μια ζωντανή εικόνα εκείνων των κυριακάτικων εκδρομών παρέδωσε στην αιωνιότητα ο Μιχάλης Κακογιάννης στην αρχή της ταινίας του «Κυριακάτικο ξύπνημα» με τον Χορν και την Έλλη Λαμπέτη. Επειδή το έργο αυτό παίζεται κατά καιρούς από την τηλεόραση, ας προσέξουν οι τηλεθεατές αυτά τα πλάνα. Αξίζει τον κόπο. Κι ας προσπαθήσουν, ιδίως οι νεώτεροι, να «μπουν στο πετσί τους»…

Ο Άγγελος, ένας υπέροχος άνθρωπος και γλεντζές, ήταν ιδιοκτήτης φορτηγού και αναπόσπαστο μέλος της παρέας μας. Με τον Άγγελο λυνόταν το πρόβλημα της μεταφοράς.

Για φαγητό θα καταφεύγαμε στα… εθνικά μας κεφτεδάκια, σε κονσέρβες ντολμαδάκια, ίσως και σε κορνμπίφ που άφησαν οι Εγγλέζοι και αφθονούσαν στην αγορά. Θα φορτώσουμε και το ψυγείο, είπε η Μαρίτσα, κι έτσι θα ‘χουμε κρύο νερό, θα βάλουμε και τα φαγητά μέσα.

«Να πάρουμε και το ράντζο», πρόσθεσε η Σοφίτσα «και όλα θα ‘ναι έξτρα πρίμα γκουτ».

«Τότε να πάμε από το Σαββατόβραδο», πρότεινε ο Άγγελος. «Θα κοιμηθούμε στην αμμουδιά και θα απολαύσουμε το ρόδινο χρώμα της ανατολής, πριν ξεπροβάλλει ο ήλιος από τη θάλασσα. Και την ώρα που θα καταφτάνουν άλλοι εκδρομείς τραγουδώντας ”γιούπι γιούπι α”, εμείς θα πίνουμε το καφεδάκι μας στο χοντρό φλιτζάνι». «Θα ‘χουμε πάρει και την πρώτη μας βουτιά», πρόσθεσε ο Γιάννης και η Τιτίκα συμφώνησε. Μόνο ο Σπύρος ήταν σκεφτικός γιατί θα στερούνταν την κυριακάτικη εφημερίδα με τις… 8 σελίδες!

Προχωρώντας στην οργάνωση, καταλάβαμε πώς πρέπει να αισθανόταν ο Μάρκο Πόλο προετοιμάζοντας τη δική του εκδρομή. Το σπίτι των κοριτσιών μύρισε ναφθαλίνες, καθώς άνοιξαν το μπαούλο και βγάλαν τις κουβέρτες. Γέμισε η αυλή από νερά, καθαρίζοντας το παλιό ψυγείο πάγου, που το είχανε στην αποθήκη. Ξεχάσανε πού είχανε καταχωνιάσει εκείνη την νταμιτζάνα για να αγοράσουμε κρασί από του Τουλουμέλη. Αλλά και τα τσίγκινα τα κυπελλάκια πού στο διάτανο τα κρύψατε; Με τις χούφτες θα πίνουμε;

Προμηθευτήκαμε τις κονσέρβες από τον Βύρωνα, αλλά είχε χάσει τα κλειδιά που τις ανοίγουν και να μην ξεχάσουμε να πάρουμε μαζί μας ανοιχτήρι. Βράσαμε τα αβγά σφιχτά σφιχτά, και πήραμε μπόλικο αλατοπίπερο. Τυλίχτηκε ο πάγος με λινάτσα και τοποθετήθηκε στο ψυγειάκι που παραλίγο να ξεχάσουμε να το γεμίσουμε με το νερό που θα πίναμε. Κάτι ντομάτες και καρπούζια και κάποια στιγμή τ’ απόγευμα του Σαββάτου κατέφτασε το φορτηγό και επιβιβαστήκαμε στην καρότσα, άνθρωποι και… χρειαζούμενα, και η πορεία ξεκίνησε.

Ένα ραδιόφωνο από το γειτονικό καφενείο, λες και μας ειρωνευόταν, έπαιζε το τραγουδάκι της μόδας:

«Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα – πάμε να ζήσουμε σε νέους ουρανούς…».


Σχολιάστε εδώ