Πότε θα επέμβει ο Εισαγγελέας σʼ όλα τα Πανεπιστήμια;

Από το σημείο αυτό όμως μέχρι το σημείο της παντελούς έλλειψης διαφάνειας και της αίσθησης ύπαρξης ασυδοσίας σε ορισμένους ΕΛΚΕ της χώρας υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ποιοι είναι οι λόγοι, όμως, που οδήγησαν σε καταστάσεις αυτής της μορφής, μερικές εκ των οποίων δυστυχώς είναι ακραίες και ήδη οδηγήθηκαν ή θα οδηγηθούν στο μέλλον στη Δικαιοσύνη; Ένας βασικός λόγος ύπαρξης αυτής της κατάστασης είναι η έλλειψη των κατάλληλων μηχανισμών προληπτικού ελέγχου στους ΕΛΚΕ.

Συνήθως, ο αναγκαίος προληπτικός έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αντικατασταθεί από τον κατασταλτικό έλεγχο που διενεργείται (στην περίπτωση εκείνη που θα διενεργηθεί), αφού περάσουν είκοσι χρόνια. Επόμενο είναι λοιπόν ότι η απουσία ελέγχου ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένους «επιστημονικούς υπευθύνους» ερευνητικών προγραμμάτων σε εγωιστική συμπεριφορά και μια μορφή ασυδοσίας, αφού εκείνοι πιστεύουν ότι δεν υπόκεινται σε οποιασδήποτε μορφής λογοδοσία. Φυσικό είναι ότι αυτή η αίσθηση ασυδοσίας αυξάνεται, εφόσον απουσιάζουν από το οργανόγραμμα των ΕΛΚΕ οι θεσμοθετημένες διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτό το κενό καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από την υποχρέωση πρόσληψης ορκωτού ελεγκτή, ο οποίος λογοδοτεί στη Σύγκλητο. Όμως, ο ορκωτός ελεγκτής είναι υποχρεωμένος να ελέγξει τις ετήσιες λογιστικές καταστάσεις του ΕΛΚΕ (ισολογισμός και απολογισμός) και να καταθέσει την έκθεση ελέγχου στην Επιτροπή Ερευνών (η οποία είναι το θεσμοθετημένο όργανο που διοικεί τον ΕΛΚΕ) και στη Σύγκλητο, αλλά και στην πράξη ο έλεγχος καταστρατηγείται με τα παρακάτω απλά τεχνάσματα:

(α) Γίνεται συχνή αντικατάσταση των μελών της Επιτροπής Ερευνών που δεν είναι συνεργάσιμα με το «σύστημα», έτσι ώστε να μη γνωρίζει κάποιος όλη τη διαχρονική πορεία των οικονομικών του ΕΛΚΕ.

(β) Συνήθως, υπάρχει πολυετής καθυστέρηση στη σύνταξη του ισολογισμού, έτσι ώστε στην πράξη ο ετήσιος απολογισμός να εγκρίνεται από την Επιτροπή Ερευνών χωρίς την ύπαρξη της προβλεπόμενης από τον νόμο έκθεσης του ορκωτού ελεγκτή. Τονίζεται ότι η έγκριση του απολογισμού είναι απαραίτητη, προκειμένου να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του ΕΛΚΕ από τους διάφορους κρατικούς και ευρωπαϊκούς φορείς, ενώ η καθυστερημένη έγκριση του ισολογισμού δεν δημιουργεί τέτοιου είδους προβλήματα. Συνεπώς, γίνεται κατανοητό το γιατί όταν κάποιο μέλος της Επιτροπής Ερευνών θέσει το θέμα της έλλειψης της έκθεσης του ορκωτού ελεγκτή αντιμετωπίζεται ως εχθρός της έρευνας και του Πανεπιστημίου.

(γ) Δεν διανέμεται η έκθεση του ορκωτού ελεγκτή ούτε στην Επιτροπή Ερευνών ούτε στη Σύγκλητο, έτσι ώστε να μη γίνονται συζητήσεις και να μην υπάρχει διαφάνεια.

(δ) Πολλές φορές γίνεται αντικατάσταση εκείνου του ορκωτού ελεγκτή που δεν είναι συνεργάσιμος.

(ε) Τέλος, συνηθισμένη πρακτική είναι η δίωξη των διοικητικών υπαλλήλων των ΕΛΚΕ που δεν συνεργάζονται με το «σύστημα».

Βασικά πρόσωπα σ’ αυτήν τη διαδικασία «άλωσης» του κάθε ΕΛΚΕ είναι ο πρύτανης και ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου (Οικονομικών Υποθέσεων) που προεδρεύει της Επιτροπής Ερευνών, οι οποίοι συνήθως συνεργάζονται με αυτούς που επιθυμούν τη διατήρηση του κλειστού συστήματος. Είναι τα πρόσωπα- κλειδιά που ελέγχουν και «φιλτράρουν» την πληροφόρηση προς τα μέλη της Συγκλήτου παίζουν κύριο ρόλο στην εκλογή του εκάστοτε ορκωτού λογιστή και των διοικητικών υπαλλήλων του ΕΛΚΕ και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του «συστήματος».

Επειδή, λοιπόν, συνήθως οι πρυτανικές αρχές είναι οι θεματοφύλακες του «συστήματος», κάθε φορά οι πρυτανικές εκλογές ενός πανεπιστημίου μετατρέπονται σ’ ένα πεδίο υπέρτατης μάχης για τη διατήρηση του «συστήματος».

Εφόσον η διατήρηση του «συστήματος» επιτρέπει στους εκάστοτε κυβερνώντες της χώρας να ελέγχουν κατά κάποιον τρόπο την οικονομική διαχείριση των Πανεπιστημίων, είναι σχεδόν απαραίτητη σε κάθε πρυτανικό σχήμα η εξασφάλιση πολιτικής ή αλλιώς κομματικής υποστήριξης. Όλα αυτά όμως οδηγούν σε συνειρμούς που αφορούν «ξέπλυμα» χρήματος.

Για παράδειγμα, μια εφεύρεση της εποχής μας είναι η επιχορήγηση ενός ΕΛΚΕ από κάποιο υπουργείο προκειμένου να γίνει η εκτέλεση κάποιου συγκεκριμένου έργου του υπουργείου, όπως είναι η μηχανοργάνωσή του ή κάποιο άλλο έργο.

Φυσικά, στη συνέχεια ο υπουργός ή οι άνθρωποι που τροφοδοτούν το «σύστημα» διορίζουν τον επιστημονικό υπεύθυνο του έργου, ο οποίος φροντίζει ώστε η επιχορήγηση να καταλήξει στους επιθυμητούς κάθε φορά τελικούς δικαιούχους.

Στο σημείο αυτό είναι καλό να γίνει μια επισήμανση: σύμφωνα με τον νόμο δεν νοείται επιχορήγηση έναντι ανταλλάγματος. Το κράτος έχει τη δυνατότητα να επιχορηγήσει κάποιο έργο, αλλά χωρίς την υποχρέωση εκτέλεσης του έργου, είτε να προχωρήσει σε απευθείας ανάθεση έργου, κάτω από την προϋπόθεση ότι ο προϋπολογισμός του εν λόγω έργου δεν υπερβαίνει κάποιο όριο.

Τελικά το «σύστημα» λειτουργεί με κάποιες τεχνικές, όπως είναι οι πιο κάτω αναφερόμενες:

(α) Καταλογίζονται δαπάνες, είτε χωρίς παραστατικά είτε με εικονικά παραστατικά.

(β) Γίνεται διπλοκαταλογισμός των ίδιων δαπανών. Για τον σκοπό αυτόν δημιουργούνται «λογιστικά» πάγια μέσα από την αναπροσαρμογή της αξίας παγίων που αγοράστηκαν και αποσβέστηκαν ολοσχερώς στο πλαίσιο κάποιου άλλου έργου. Στη συνέχεια, το ίδιο πάγιο χρηματοδοτείται και από άλλο έργο.

(γ) Γίνεται μεταφορά δαπανών από έργο σε έργο, χωρίς πολλές φορές ο επιστημονικός υπεύθυνος του έργου από το οποίο έγινε η μεταφορά να το γνωρίζει. Υπάρχουν και άλλες πιο προχωρημένες τεχνικές. Το «σύστημα» μπορεί να ασχοληθεί πολλές φορές με έργα που έχουν λήξει, έχουν αποπληρωθεί, έχουν μηδενισθεί οι καρτέλες των, οπότε και οι αντίστοιχοι επιστημονικοί υπεύθυνοι έχουν σταματήσει να ασχολούνται μ’ αυτά. Αντιλογίζονται πραγματικές δαπάνες του έργου που έληξε και επιρρίπτονται σ’ άλλο έργο. Η καρτέλα του πρώτου έργου έχει αποκτήσει χρεωστικό υπόλοιπο και μηδενίζεται συνήθως με μια εγγραφή χωρίς δικαιολογητικά (π.χ. καταλογίζονται έξοδα συμμετοχής σε συνέδρια χωρίς δικαιολογητικά). Αυτή η πρακτική εφαρμόζεται συνήθως σε έργα μελών ΔΕΠ που είτε φεύγουν για εκπαιδευτική άδεια είτε συνταξιοδοτούνται είτε προχωρούν σε αναστολή των καθηκόντων τους (π.χ. λόγω εκλογής τους σε βουλευτικό αξίωμα)

Για να γίνουν εφικτά τα παραπάνω, θα πρέπει να μην οριστικοποιούνται οι λογιστικές εγγραφές στο λογιστικό πληροφοριακό σύστημα του ΕΛΚΕ. Αυτό επιτυγχάνεται με το να μην κλείνουν ισολογισμό για σειρά ετών, οπότε οι εγγραφές πολλών ετών δεν οριστικοποιούνται και επιδέχονται τροποποιήσεις ύστερα από πολλά έτη.

Από όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα εύκολα κάποιος καταλαβαίνει ότι τα μέλη ΔΕΠ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνα που αναλαμβάνουν μεγάλα ερευνητικά έργα, με υψηλές χρηματοδοτήσεις, τις οποίες προωθούν κατά το δοκούν μέσω των μηχανισμών των ΕΛΚΕ -που σπανίως, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Παντείου Πανεπιστημίου ελέγχονται- και σε εκείνα, τα ολίγα είναι αλήθεια, που προσπαθούν να ανταποκριθούν στα διδακτικά και ερευνητικά τους καθήκοντα με αυτοθυσία και μ’ έναν μισθό πείνας, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται στην πράξη να αυξηθεί αυτός, λόγω των «πλαγίων» νομίμων χρηματοδοτήσεων της πλειονότητας.

Ας ελπίσουμε ότι υπάρχει ακόμη καιρός να διορθωθούν τα κακώς κείμενα διαχειριστικά θέματα των Πανεπιστημίων.


Σχολιάστε εδώ