Μια φορά και έναν καιρό

Το συχνότερα αναφερόμενο πρόσωπο είναι αναμφισβήτητα ο δόκτωρ… Αλοΐσιος Αλτσχάιμερ, ο κύριος που ανακάλυψε τον τρόπο να σε κάνει να ξεχνάς λέξεις, ονόματα, καταστάσεις ακριβώς τη στιγμή που χρειάζεσαι εν τη ρύμη του λόγου σου ν’ αναφέρεις τ’ όνομά τους. Κάνεις επείγουσες κλήσεις και εκκλήσεις στη μνήμη σου ν’ απελευθερώσει την ποθούμενη λέξη κι εκείνη ανταποκρίνεται με μια ανελέητη βουβαμάρα. Και το χειρότερο, ο συνομιλητής σου, που λίγα δευτερόλεπτα προηγουμένως κρεμόταν από τα χείλη σου, παραιτείται της συνέχειας και γεμάτος… κατανόηση σου λέει: «Δεν πειράζει! Όταν θυμηθείς μου τα λες…».

Υπάρχει όμως και η «άλλη πλευρά» όπου ένας ανώνυμος διαβολάκος, ανταγωνιστής του κυρίου Αλοΐσιου, ανασκαλεύει τα περασμένα, απ’ όπου φέρνει στην επιφάνεια γεγονότα με μικρολεπτομέρειες που κανονικά έπρεπε να έχουν διαγραφεί κι από τα τρίσβαθα της μνήμης. Παλιές ιστορίες. Πρόσωπα αγαπημένα που κάποτε υπήρξαν τα αναφέρεις με το «νι και με το σίγμα» λες και είναι τωρινά. Τα νιώθεις, τα βλέπεις, τ’ αγγίζεις… Θυμάσαι! Κι εδώ επεμβαίνει ο κ. Αλτσχάιμερ κι ενώ μιλάς γλαφυρά για το παρελθόν, ξεχνάς τι έφαγες το… μεσημέρι.

-Αλήθεια, τι ήθελα να πω; Α, ναι… Λοιπόν, θυμάμαι εν Αθήναις τον νερουλά που μας προμήθευε «πόσιμο νερό» Αμαρουσίου, μέσα σε στάμνες. Κι αυτό δεν συνέβαινε σε κάποιον απομακρυσμένο συνοικισμό, αλλά εντός των ορίων του δήμου Αθηναίων και συγκεκριμένα παρά τον Άγιο Σώστη της λεωφόρου Συγγρού. Κατέφθανε ο νερουλάς με τη γεμάτη στάμνες «σούστα» του και το στολισμένο με χαϊμαλιά άλογό του και χτυπώντας στον αέρα για εφέ το καμουτσίκι, φώναζε: «Νερό… Πόσιμο νερό…». Έβγαιναν οι νοικοκυρές στον δρόμο και επέστρεφαν τις άδειες στάμνες κι έπαιρναν τις γεμάτες με το ολόφρεσκο αμαρουσιώτικο νερό, ακριβώς όπως γίνεται και σήμερα με τα άδεια μπουκάλια μπύρας στα… σούπερ μάρκετ. Στο «σινάφι» υπήρχε κι ο νερουλάς με νερό «γενικής χρήσεως». Ένα μικρό κάρο, μ’ ένα μεγάλο βαρέλι, πουλούσε νερό αγνώστου παραγωγής και προελεύσεως, που θα χρησίμευε για τις ανάγκες της «λάτρας» του σπιτιού, άντε και για κανένα μπάνιο, αχρείαστο να ‘ναι. Στους συνοικισμούς, υπήρχαν και βρύσες από «αρτεσιανά», που πέραν της υδροληψίας, χρησίμευαν και σαν στέκι για κουτσομπολιό και για να… μαλλιοτραβιούνται οι γυναίκες που σύχναζαν εκεί.

Τα σπίτια της αθηναϊκής γειτονιάς από την άλλη, με τις χιλιοτραγουδισμένες αυλές με τις γαζίες και τ’ αγιοκλήματα, διέθεταν ΙΧ πηγάδι, με το κομψό σιδερένιο μαγκάνι και το πεζούλι όπου ακουμπούσαν τους βασιλικούς. Ύστερα ήρθε η ΟΥΛΕΝ και αποκτήσαμε στα σπίτια μας άφθονο τρεχούμενο νερό, μέχρι την Κατοχή, που είπαμε το νερό νεράκι όπως το ψωμί ψωμάκι και μύρια όσα που τα κάναμε να λήγουνε σε «άκι». Αρχίσανε οι διακοπές νερού και το «αποθηκεύαμε» όπου μπορούσαμε, γιατί το νερό «ερχόταν» για λίγες ώρες, δύο τρεις φορές την εβδομάδα. Στον ερχομό του έβγαινε πρώτα ο αέρας από τους άδειους σωλήνες. Σφύριζαν οι βρύσες και οι πρώτες σταγόνες παρέσυραν λάσπη και χαλικάκια. Ο αέρας που ερχόταν με δύναμη έκανε το «ρολόι» να γράφει σαν τρελό. Μπορούσε μια καλύβα με απρόσεκτο νοικάρη να παρουσιάσει κατανάλωση μεγαλύτερη κι από το… ξενοδοχείο Γουόλντορφ Αστόρια της Ν. Υόρκης. Άκουγες φωνές: «Ήρθε το νερό… Σφίχτε τις βρύσες…». Υπήρχε όμως και το αντίδοτο. Όταν η παροχή έφτανε στο τέλος της, οι σωλήνες τώρα «ρουφούσαν» αέρα κι έτσι τα περισσότερα ρολόγια γύριζαν προς τα πίσω. Τότε αν ο καταναλωτής δεν πρόσεχε τη «διαγραφή» και δεν έκλεινε εγκαίρως τις στρόφιγγες, η εταιρεία υδάτων θα έβγαινε και… χρεωστική από πάνω.

Οξύτατο ήταν πάρα πολλά χρόνια το πρόβλημα υδρεύσεως της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας. Η ΟΥΛΕΝ με τη σύμβασή της είχε το αποκλειστικό προνόμιο υδρεύσεως. Τα πηγάδια και κάθε άλλη πηγή σφραγίστηκαν, θάφτηκαν, αχρηστεύτηκαν. Κι ενώ συνεχώς με την Απελευθέρωση ο πληθυσμός της Αθήνας όλο και αυξανόταν, το νερό όλο και λιγόστευε κι άρχισε να διακρίνεται ο… βυθός της λίμνης του Μαραθώνα. Άρχισε η αναζήτηση και η αποστράγγιση των πηγών μέχρι τη Βοιωτία. Ό,τι νερό υπήρχε το… ήπιαμε. Και τα ποτάμια κι αυτά τα ήπιαμε. Μάθαμε τον Άγιο Θωμά, τη Σουβάλα, την Υλίκη. Κι από πάνω δεν έβρεχε. Φέραμε κι έναν «βροχοποιό», μηδέν αποτέλεσμα. Οι ελπίδες είχαν εναποτεθεί στον καλό Θεό, μήπως και βρέξει. Τα άρθρα και τα σχόλια των εφημερίδων ήταν αφιερωμένα στη μόνιμη λειψυδρία που έπληττε την Αθήνα. Και τα νούμερα των επιθεωρήσεων επίσης…

-Πώς μου ήρθαν στο μυαλό όλα αυτά; Μα ήταν και το ηλεκτρικό ρεύμα… Πριν από τη ΔΕΗ ήταν η ΗΕΑΠ, η εγγλέζικη εταιρεία που μας φώτιζε μαζί με την… αδελφή της, την ΗΕΜ, που μας μετέφερε με τα τραμ. Πιο πριν όμως, θυμάμαι αμυδρά τον πατέρα μου να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτάζει προς την περιοχή του Χαροκόπου, απ’ όπου ένα εργοστάσιο… παγοποιίας μάς προμήθευε με ηλεκτρικό ρεύμα, κατάλληλο ίσα ίσα για φωτισμό.

Έτσι, κάθε βράδυ, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, γεμάτος ανυπομονησία ο πατέρας, στηνόταν κι ερευνούσε τις πέρα γειτονιές να δει αν άναψαν τα πρώτα λαμπιόνια, γιατί το φως μεταδιδόταν διαδοχικά σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, πρώτα στα κοντινά προς το εργοστάσιο και κατόπιν προς τα άκρα.

Κάποτε έφτανε και σε μας και το γεγονός πανηγυριζόταν δεόντως. Όλο το σπίτι φεγγοβολούσε, σβήναν τις γκαζόλαμπες και στρώναν το τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Πόση διάρκεια είχε η φωτοχυσία δεν μπορώ να ξέρω, επειδή με βάζανε βιαίως στο κρεβάτι. Κι όταν ξυπνούσα μέσα στη νύχτα και άνοιγα τα μάτια μου, το σπίτι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Έτρεμα από φόβο και διπλωνόμουνα όλο και πιο πολύ στο κρεβατάκι μου. Τότε έρχονταν κάτι φωτεινά τελώνια και δαίμονες και χοροπηδούσαν γύρω μου και θέλανε να με αρπάξουν. Ήθελα να αμυνθώ, να ζητήσω βοήθεια, να φωνάξω κι αυτά τα κερατένια κάνανε να μη βγαίνει, να χάνεται η φωνή μου. Κι όλο να χοροπηδούν, κι όλο να με τραβούνε, κι όλο να κρύβω το προσωπάκι μου στο μαξιλάρι.

Όταν επιτέλους ξημέρωνε κι ερχόταν πάντα η γιαγιά μου να με καλημερίσει και να με κανακέψει, μόλις μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της, πληροφορούσε τη μητέρα μου που ετοίμαζε το απαίσιο γάλα:

«Πάλι κατουρήθηκε απόψε το παιδί».


Σχολιάστε εδώ