Μας ενώνει η απέχθειά μας σε κάθε μορφής εξουσία…

Κουβάς με κόλλα, πινέλο και αφίσα επαναστατικού περιεχομένου. Μια κοπέλα κρατάει τσίλιες. Οι άλλοι δυο κολλάνε γρήγορα τις αφίσες. Κάνω να τους πλησιάσω για να τους ρωτήσω αυτά που είχα στο μυαλό μου… Η απάντηση κοφτή και ξεκάθαρη. Δεν μιλάμε στα ΜΜΕ.

Κυριακή μεσημέρι. Εξάρχεια. Σε γνωστή οδό. Προχωρώντας στο στενό δρομάκι σού δίνεται η αίσθηση ότι οι αφίσες είναι έτοιμες να σε καταπιούν από τα μηνύματα που βομβαρδίζουν το οπτικό σου πεδίο. Τα θέματα ποικίλουν, από την απαλλαγή από τη στράτευση, τις πρόσφατες εξελίξεις για την παιδεία, μέχρι υβριστικά συνθήματα κατά του κράτους και της Aστυνομίας. Μια παλιά πόρτα μισάνοιχτη ξεπροβάλλει μπροστά μου. Ανεβαίνω μια ξύλινη σκάλα που σε κάθε βήμα μου έτριζε και προέδιδε την «εισβολή» μου. Η κοπέλα που συναντώ φαντάζει συμπαθητική. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις κάνω την πρώτη ερώτηση. «Υπάρχει κάποιος εδώ που ν’ ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο και να μπορώ να του μιλήσω;» Η κοπέλα χαμογελάει και η απάντηση είναι άμεση. «Δύσκολα πράγματα ζητάς. Απίθανο να βρεις κάποιον που να μιλήσει. Δεν μιλάμε στα ΜΜΕ. Αν και εδώ που ψάχνεις είναι ένας ευρύτερος χώρος κοινωνικής επαφής. Καλύτερα ν’ αλλάξεις θέμα.»

Κυριακή απόγευμα. Εξάρχεια. Σε γνωστό στέκι αντιεξουσιαστών. Συναντάω έναν νεαρό άνδρα γύρω στα 25. Η ίδια ερώτηση με πριν. Η απάντηση πιο συμφέρουσα για μένα. «Ανήκω εγώ και δεν έχω πρόβλημα να μιλήσω. Έχω βγει και σε κανάλια.» Η επόμενη ερώτηση έρχεται αμέσως και αφορά τους βανδαλισμούς που γίνονται στις πορείες και τις συνέπειές τους. «Τα κανάλια υπερβάλλουν. Καίγεται μια τράπεζα και δείχνουν συνέχεια αυτό, χάνοντας την ουσία για ποιο λόγο έγινε. Δεν νομίζω πως με μια μολότωφ μπορεί να χτυπήσει κανείς. Οι πράξεις μας έχουν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα, αλλιώς θα πηγαίναμε σ’ ένα γήπεδο να εκτονωθούμε. Οι περισσότεροι έτσι λειτουργούν… Εάν θες να πούμε περισσότερα, θα πρέπει να περάσω το θέμα αυτό στη συνέλευση που θα γίνει αύριο. Θα τα πούμε τηλεφωνικώς.» Ένα τηλεφώνημα που όμως, ποτέ δεν έγινε .

Τρίτη μεσημέρι. Πλατεία Εξαρχείων. Το ραντεβού με δύο αναρχικούς φοιτητές που έπειτα από πολύ κόπο κατάφερα. Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι και αρχίσαμε να συζητάμε. «Πιστεύετε στη βία;» Ό πιο πρόθυμος πήρε αμέσως το λόγο. «Γενικά δεν πιστεύω στη βία. Όμως όλες οι κοινωνικές εξελίξεις μας έχουν αναγκάσει κάποιες φορές να σπάμε ένα αυτοκίνητο, μια τζαμαρία ή να καίμε έναν κάδο για να μας προσέξουν. Βέβαια εξαρτάται και σε ποια ομάδα ανήκεις. Ξέρεις, ο αντιεξουσιαστικός χώρος δεν είναι ενιαίος. Κάθε ομάδα έχει τη δικιά της φιλοσοφία. Κάποιοι είναι πιο σκληροπυρηνικοί και κάποιοι λιγότερο ακραίοι. Σίγουρα όμως όλοι είμαστε ενάντια σε κάθε μορφής εξουσία.» Μπορώ να πω ότι ήταν και οι δύο αρκετά συγκρατημένοι.

Στην επόμενη ερώτησή μου η οποία αφορούσε το κοινωνικό status των αναρχικών πήρα την εξής απάντηση. «Υπάρχουν από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σε πληροφορώ προσωπικά γνωρίζω δύο άτομα που είναι από πολύ ευκατάστατες οικογένειες και είναι αναρχικοί. Τώρα παραπάνω δεν μπορώ να πω. Ήδη έχουμε πει πολλά και πρέπει να φύγουμε…» Τους ζήτησα να μου απαντήσουν σ’ ένα τελευταίο ερώτημα. «Ο μέσος άνθρωπος βλέποντας τους βανδαλισμούς και τα επεισόδια που πολλές φορές γίνονται σας θεωρεί αλήτες, ταραχοποιούς και δεν σας το κρύβω πολλοί σας ανάγουν στην κατηγορία των τρομοκρατών.» Απάντηση ολοκληρωμένη δεν πήρα. Φεύγοντας γύρισε ο ένας από αυτούς για να μου πει «τη δουλειά μας και τη δουλειά τους…»

Τελειώνοντας το ρεπορτάζ μου περί της αναρχίας μού δημιουργήθηκαν περισσότερα ερωτηματικά. Στο μυαλό μου πέρασε συνειρμικά το παραμύθι με τον λύκο και τον σκύλο τ’ οποίο καταλήγει στον εξής διάλογο. «Πώς περνάς εδώ; Ρωτάει ο λύκος τον σκύλο. Καλά, απαντάει ο σκύλος. Έχω κάθε μέρα το φαγητό μου και την καλοπέραση μου. Έχεις όμως και αφεντικό, γυρνάει και του λέει ο λύκος. Να μου λείπει τέτοια καλοπέραση.»

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η βία δεν έχει θέση σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Πρέπει να σεβόμαστε τη λαϊκή βούληση. Όποια και αν είναι αυτή. Με κάθε κόστος. Ο άνθρωπος από τη στιγμή που δημιούργησε οργανωμένες κοινωνίες αντάλλαξε την ελευθερία του συνάπτοντας το κοινωνικό συμβόλαιο. Η γνωστή σε όλους μας ρήση, εκεί που τελειώνει η ελευθερία του ενός ξεκινάει η ελευθερία του άλλου. Αυτό απαιτεί μια βιώσιμη ανθρώπινη κοινωνία. Αυτό όμως που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση με τα άτομα που κινούνται στον αντεξουσιαστικό χώρο είναι η απροθυμία να μιλήσουν για κάτι το οποίο πιστεύουν. Σε κάθε περίπτωση, οφείλω να σεβαστώ το δικαίωμα της επιλογής κάθε ανθρώπου. Δανείζομαι ένα σύνθημα που είδα σ’ ένα τοίχο. «Η σιωπή είναι συνενοχή…».


Σχολιάστε εδώ