Κυβερνητικές αυθαιρεσίες στην υπηρεσία του ΠΑΣΟΚ
Γράφτηκε κάποτε ότι η αντίληψη του Καραμανλή είναι «σιγά μη μας καταλάβουν ότι γυρίσαμε και κυβερνάμε» κι αυτό δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, γι’ αυτό ακριβώς και το «σεμνότητα και ταπεινότητα» δεν ήταν τόσο ηθικολογικό όσο λειτουργικό: Ο κόσμος ήταν αγανακτισμένος από τη διακυβέρνηση Σημίτη και την «απονιά» απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας, αλλά δεν σημαίνει ότι διαδήλωνε για την απαλλαγή του υπέρ της Νέας Δημοκρατίας.
Σωστά ο Κ. Καραμανλής είχε καταλάβει ότι οι πολίτες ανταποκρίνονταν στην κοινωνικότητά του και στο ανθρώπινο πρόσωπο που έβγαζε και όχι στη «γοητεία» της Νέας Δημοκρατίας που ερχόταν ως σωτήρας και κήρυκας τιμιότητας έναντι του «διεφθαρμένου ΠΑΣΟΚ». Γι’ αυτό και η αντίληψη «εντάξει, νικήσαμε στις εκλογές, ας μην τους θυμίζουμε ότι κυβερνάμε, ας περνάμε όσο πιο αθόρυβα γίνεται» ήταν απολύτως σωστή. Αλλά επειδή η ματαιοδοξία είναι από τα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και η βιασύνη να αποκτηθούν μέσα σε τρία τέσσερα χρόνια όσα δεν αποκτήθηκαν στα είκοσι (που κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ) οδήγησαν στην πλήρη συνειδητοποίηση του κόσμου ότι είναι η Νέα Δημοκρατία που κυβερνάει. Με ό,τι και όσα σημαίνει αυτό. Το πρόσφατο κρούσμα της αστυνομικής αλητείας σε βάρος κρατουμένων (μεταναστών ή όχι δεν έχει καμιά σημασία) είναι χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που αναπτύσσεται όχι απλώς με την ανοχή των κεφαλών της αστυνομίας και της πολιτικής ηγεσίας, αλλά απολύτως νόμιμα (ατύπως φυσικά) και που έχει να κάνει με τη λογική «εμείς κάνουμε κουμάντο». Θυμίζει τη φράση «εσείς είστε το κράτος» του τότε πρωθυπουργού Κων. Μητσοτάκη προς τα Σώματα Ασφαλείας, φράση που εξ ορισμού νομιμοποιούσε κάθε τέτοια αντίληψη και συγχρόνως εξέφραζε τη στάση της παραδοσιακής Δεξιάς προς τις δυνάμεις ελέγχου και καταστολής της κοινωνίας.
Είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία που σπρώχνουν τον στοιχειωδώς ευαίσθητο πολίτη μακριά από τη συντηρητική παράταξη και τον στέλνουν απευθείας στην αγκαλιά της μεγάλης προοδευτικής παράταξης όπως κι αν αυτή εκφράζεται. Ακόμα κι αν προΐσταται αυτής ο φιλελεύθερος κεντροδεξιός Κων. Σημίτης και δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το κοινωνικό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Πολύ περισσότερο (και ευκολότερα) αν η παράταξη αυτή έχει αρχηγό της τον Γιώργο Παπανδρέου του οποίου το όνομα (ακόμα και μόνο συνειρμικά) παραπέμπει ευθέως στον φυσικό ηγέτη της παράταξης αυτής. Κάθε κρούσμα αυθαιρεσίας των αρχών και κυρίως των αστυνομικών, των δυνάμεων καταστολής, γεμίζει αυτομάτως το μισοάδειο ποτήρι του ΠΑΣΟΚ, που είναι αλήθεια ότι δεν (μπορεί να) κάνει πολλά πράγματα για να κερδίσει τις εκλογές.
Κάνει όμως αρκετά (όπως φαίνεται) η ΝΔ για να απομακρύνει την ισχυρή πιθανότητα νίκης της, μια και δεν μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά τον εαυτό της και με τη δημόσια στάση της προτρέπει και ατύπως νομιμοποιεί τους κατ’ εξοχήν του αυταρχισμού να αυθαιρετούν. Κάτι που προσκρούει ευθέως στο λαϊκό αίσθημα και στο συλλογικό υποσυνείδητο αντίδρασης στην αυθαιρεσία και την καταστολή. Ετσι, διά της τεθλασμένης, το ΠΑΣΟΚ αρχίζει να ανακάμπτει και να προβάλλει τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά ως εναλλακτική λύση, μια και πρόγραμμα σαφές δεν έχει ή αν έχει δεν είναι γνωστό στον κόσμο.
Αν η αναμέτρηση, όπως έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν, διεξαχθεί σε αυτό το πεδίο, θα πρόκειται σαφώς για εκτός έδρας μάχη της Νέας Δημοκρατίας. Που δεν έχει κανένα λόγο να αφήσει το παιχνίδι να εξελιχθεί έτσι, αλλά δεν φαίνεται και να μπορεί να ελέγξει το πού θα διεξαχθεί η αναμέτρηση. Έχουμε δηλαδή τα πρώτα σαφή δείγματα απώλειας της πολιτικής ηγεμονίας από τη ΝΔ κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία της να ελέγξει στοιχεία από τον πολιτικό και κοινωνικό της χαρακτήρα. Όλα αυτά εμφανίζονται σε μια εποχή μάλλον δυσμενή για την κυβέρνηση, διότι πέραν του ότι λειτουργούν σωρευτικά με άλλες ατασθαλίες, όπως το θέμα των ομολόγων, προσδιορίζουν και το κλίμα των επερχόμενων εκλογών.
Ας μην ξεχνάμε ότι το αργότερο που μπορεί να γίνουν αυτές είναι τον Μάρτιο του 2008, δηλαδή σε εννέα μόλις μήνες από σήμερα. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο αν έχουμε κι άλλα δυο τρία ανάλογα κρούσματα ότι θα μπορεί ο πρωθυπουργός να διαμορφώσει άλλο σκηνικό αναμέτρησης μέσα σε εννέα μήνες. Πολύ περισσότερο αν οι εκλογές έχει αποφασιστεί να γίνουν νωρίτερα, δηλαδή σε έναν μήνα ή σε τέσσερις μήνες…