«Η Ακαδημία δεν μπορεί να κρίνει το βιβλίο μου!»

H κ. Μαρία Ρεπούση λοιπόν, στις 11.6.2007 είχε κληθεί(;) να μιλήσει για το βιβλίο της, καλεσμένη κατά την επίσημη άποψη, από το συνδικαλιστικό όργανο των δασκάλων του νομού Δράμας. Δεν έχασα την ευκαιρία να μεταβώ να την ακούσω και, ελπίζοντας σε δυνατότητα ερωτήσεων, για να αντιπαρατεθώ μαζί της. Δεν κρύβω βεβαίως καθόλου ότι έχω καταληφθεί από μήνιν από το εξαμβλωματικό – υβριστικό αυτό βιβλίο ιστορίας και παρακολουθώ όλα τα δημοσιεύματα και δημόσιες συζητήσεις που γίνονται γι’ αυτό και επίσης έχω το βιβλίο και το έχω διαβάσει.

Μόλις 60 άτομα μάζεψαν

Συνέβησαν λοιπόν τα εξής:

α: Κατά την άφιξή μου εκεί διαπίστωσα ελάχιστη προσέλευση κοινού, περίπου 60-70 ακροατές, παρότι μέρες πριν είχε ανακοινωθεί η έλευση της κυρίας (ή της κυριοκυρίας, επί το ακριβέστερον, κατά τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Κώστα Ζουράρι). Η κοσμοσυρροή, που γίνεται όταν έρχεται ο Ζουράρις ή Γιανναράς και άλλοι επιφανείς διανοούμενοι, απουσίαζε παντελώς και χαρακτηριστικά. Κάποια προσπάθεια από ελάχιστες συνοδοιπόρισσές της να φωτογραφηθούν μαζί της, μπας και τη χάσουν, ήταν αστείο. Ενώ ο χρόνος έναρξης της ομιλίας, ποιας ομιλίας(;), είχε ανακοινωθεί η 7η απογευματινή, άργησε επί 45 λεπτά με την ελπίδα προσέλευσης κοινού, αλλά εις μάτην. Επί τέλους έγινε η έναρξη των μπουρδολογιών.

β: Δεν ομιλούσε, αλλά διάβαζε από έναν φορητό υπολογιστή και έδειχνε διαφάνειες για τον τρόπο γραφής και διδασκαλίας της «σύγχρονης ιστοριογραφίας» και ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφάνειες παρέθετε επιλεγμένες σελίδες από το επαίσχυντο βιβλίο της. Επί παραδείγματι έδειξε τις σελίδες 50 και 51, όπου στη μισή σελίδα 50 τσουβαλιάζει (sic) όλους του ήρωες της Επανάστασης και τους πολιτικούς, χωρίς καν να αναφέρει τα μικρά τους ονόματα, με μικρότατες φωτογραφίες που στην κυριολεξία αναρωτιέσαι αν πράγματι είναι αυτός ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και δεν παραλείπει δίπλα του να έχει μία ηρώισσα, την Α. Λιδωρίκη. Στη δε αντικριστή σελίδα 51, δύο τεράστιες φωτογραφίες της Μαντώς Μαυρογένους και της Δόμνας Βισβίζη, που καταλαμβάνουν κάθε μία το 1/3 της σελίδας με πλήρη βιογραφικά σημειώματα σ’ όλη τη σελίδα. Το δε σχόλιο της συγγραφέως ήταν: «εκτός από τους κλασικούς ήρωες του αγώνα για Ανεξαρτησία», προσέξτε όχι αγώνας για την Ελευθερία, «έχουμε και γυναίκες κ.λπ.» Και το ερώτημα τίθεται αυτόματα όχι από τον εχέφρονα Έλληνα, αλλά από τον μικρό δύσμοιρο μαθητή/τρια: «Δηλαδή κύριε/ρία, η πιο σημαντική μορφή του αγώνα ήταν η Δόμνα Βισβίζη;» Από τη φωτογραφία θα κρίνει ο/η μαθητής/τρια κ. Ρεπούση και κύριοι/ες της συγγραφικής σας ομάδος, των συγγραφικών σας απωθημένων και σεις του Παιδαγωγικού σας Ινστιπούρδου; Υπάρχει έστω και μια περιγραφή μάχης Ελλήνων – Τούρκων για την ελευθερία μας;

Εν συνεχεία, συνέχισε την ομιλία – διάβασμα των διαφανειών από τις σελίδες του βιβλίου της, όπως τη σελίδα 67, όπου σε πίνακα αναφέρει ότι το 1912 η Ελλάδα έκανε «εδαφική επέκταση» και όχι ασφαλώς απελευθέρωση ελληνικών εδαφών και πληθυσμών υποδούλων στους επήλυδες της περιοχής μας Τούρκων. Επίσης την σελίδα 81 με μία φωτογραφία των λούστρων του 1900 με τις άδειες εργασίας των και εστιάζεται σε ολόκληρη τη σελίδα στο παγκόσμιο πρόβλημα της παιδικής εργασίας, ετεροχρονισμένα 107 χρόνια μετά, με τις σημερινές αντιλήψεις περί παιδικής εργασίας. Και αυτό το λέγει «ιστορία» η κ. Ρεπούση. Το πλέον βέβαια ευτράπελο είναι ότι διατυπώνει προς τους μαθητές των 11-12 ετών την ερώτηση: «Εργάζονται παράνομα ή νόμιμα;», όταν η λεζάντα της φωτογραφίας γράφει «Λούστροι κρατώντας τις άδειες εργασίας τους (περ. 1900)». Ως που πρέπει να φτάσει η μπουρδολογία τους; Από πού θα αντλήσει ο μαθητής την απάντηση; Από το ισχύον τότε εργατικό δίκαιο ή το σημερινό; Και αφού κατέχουν άδειες εργασίας τι είναι, νόμιμοι ή παράνομοι;

Δεν παρέλειψε βέβαια να μας δείξει και τη σελίδα 84 με τα καφενεία του 19ου αιώνα, αυτό αν δεν είναι ιστορία και θέμα να ασχοληθούν οι μαθητές. Ενώ στη σελίδα 50 και σε δύο σειρές τσουβάλιασε όλες τις εθελόθυτες ηρωικές σεμνές μορφές του 1821, χωρίς καν να αναφέρει τα μικρά τους ονόματα, έρχεται σε μία ολόκληρη σελίδα 84 και εξυμνεί τα καφενεία του 19ου αιώνα. Και όλα αυτά στην «ενότητα» της «ιστορίας» τους για την πνευματική και καθημερινή ζωή των Ελλήνων της εποχής. Αυτή είναι η αντίληψη της συγγραφικής αυτής συμμορίας του βιβλίου αυτού, τα μικρά αυτά παιδιά από αυτήν την ηλικία πρέπει να εκπαιδευτούν και γαλουχηθούν ως ασπόνδυλα μαλάκια, να θαυμάζουν τα καφενεία με φιλοδοξία να την αράξουν σ’ αυτά με τον καφέ τους και την αφασία τους.

Τέλος πάντων, μετά από μία ώρα εμφάνισης των συγκεκριμένων σελίδων και διαβάσματος αυτών, έφτασε το πολυπόθητο τέλος του βασανιστηρίου αυτού και ήρθε η στιγμή της κρίσεως. Η στιγμή των ερωτήσεων.

Λάθος…

γ: Ζήτησα και πήρα τον λόγο πρώτος και έθεσα τις εξής ερωτήσεις: «κ. Ρεπούση, το βιβλίο αυτό ιστορίας είναι ελληνική ιστορία ή ευρωπαϊκή;» η απάντηση ήταν «ελληνική ιστορία» και έθεσα το ερώτημα, «τότε γιατί στο εξώφυλλο έχει απαλειφθεί από το λογότυπο ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ η λέξη «ΕΘΝΙΚΗΣ», ενώ σε όλα τα άλλα βιβλία του Οργανισμού Σχολικών Βιβλίων αναγράφεται;» Η απάντηση ήταν ότι «έγινε λάθος και έχει γίνει και σε άλλα βιβλία», πράγμα που εγώ δεν έχω δει να συμβαίνει. Εν συνεχεία ρώτησα, «σε μία διαφάνεια γράφεται ότι η Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους έκανε «εδαφική επέκταση» και ότι «κατέλαβε εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου, καταλαμβάνει επίσης πολλά νησιά του ανατολικού Αιγαίου», δηλαδή κατακτήσεις κάναμε;»· Η απάντηση της ήταν, «επεκτάθηκε, αύξησε τα εδάφη της , πώς να το πούμε αυτό;» «Καλά κ. Ρεπούση, άλλες λέξεις που απεικονίζουν την αλήθεια των γεγονότων δεν υπάρχουν; Δεν έγινε απελευθέρωση των ελληνικών πληθυσμών και ελληνικών εδαφών;

Επεκτατικούς πολέμους έκανε η Ελλάδα σε βάρος άλλων; Έτσι θα κάνουν εξωτερική πολιτική οι κυβερνήσεις μας, διδάσκοντας εσείς στα παιδιά ότι εμείς αδικήσαμε και αδικούμε; Μήπως η Ακαδημία Αθηνών έχει δίκιο με τη γνωμάτευσή της;» Τότε η κ. Ρεπούση, είτε ηθελημένα είτε άθελα, απήντησε πως, «Δεν δέχομαι πως ο ελληνισμός υπήρξε θύμα. Έχουμε και εμείς τις ευθύνες μας. Η Ακαδημία Αθηνών δεν είναι το κατάλληλο όργανο και δεν μπορεί να κρίνει το βιβλίο.» Και εν μέσω του διαλόγου μας ακούστηκαν από τους ελάχιστους χειροκροτητές της μερικές άθλιες και γελοίες απόψεις, όπως, «στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν και Εβραίοι», «που ήταν η Ακαδημία Αθηνών στη δικτατορία» και στην ένστασή μου ότι δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το κύρος ενός ιστορικού και ακαδημαϊκού του μεγέθους του Μιχάλη Σακελλαρίου, ακούστηκε από έναν υβριστή, διότι περί αυτού πρόκειται, ότι «είναι 92 χρονών», άρα πρέπει να τον διαγράψουμε. Τι να πεις; Μόνο ντροπή!

Και η τελευταία μου ερώτηση ήταν, γιατί στη σελίδα 121 του βιβλίου αναφέρει κατ’ επανάληψιν ότι η Κύπρος το 1974 «διχοτομείται»(με τονισμένα μαύρα γράμματα) και μάλιστα διαπράττει και ύψιστη εθνική μειοδοσία με την εμπέδωση που προσπαθεί να ασκήσει τους νεαρούς μαθητές με την άσκηση – κατάφαση: «Παρατηρώ τον χάρτη και αναφέρω τα μέρη στα οποία διχοτομείται η Κύπρος, μετά το 1974»! Η απάντηση της ήταν, «διχοτόμηση, διαίρεση, ας το πούμε διαίρεση.» Τις αντέτεινα πως υπάρχουν και άλλες λέξεις κ. Ρεπούση, όπως «κατοχή», που τη λέγουν ο ΟΗΕ, οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και όλη η παγκόσμια διπλωματία και εξ αιτίας αυτής σας της απρέπειας η Κυπριακή Δημοκρατία το απέσυρε το βιβλίο.

Τότε, η κυρία αυτή περιέπεσε στο έσχατο ολίσθημα του δασκάλου να πει ψέματα ενώπιον έστω μικρής μερίδας δασκάλων, που ενημέρωνε υποτίθεται για να διδάξουν με τη σειρά τους το μέγα επίτευγμα της μπουρδολογίας της, το βιβλίο αυτό της «ιστορίας», που μάλιστα όπως φαίνεται είναι και συνοδοιπόροι της. Απήντησε, «δεν είναι αλήθεια αυτό, δεν αποσύρθηκε το βιβλίο στην Κύπρο, διδάσκεται κανονικά, πράγμα που το παρακολουθώ από κοντά. Μόνο το ΚΚΕ ζητά την απόσυρση.»

Η αλήθεια όμως είναι όλως διόλου διαφορετική και η κυρία αυτή είπε ψέματα δημόσια για κάτι που γνώριζε πολύ καλά. Η κυπριακή πρεσβεία διαβεβαιώνει πως όσα κεφάλαια του βιβλίου δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την Κύπρο, έχει δοθεί οδηγία από το υπουργείο Παιδείας της Κύπρου να μην διδάσκονται και διδάσκονται από δικά τους εγχειρίδια, όπως επίσης σύσσωμη η κυπριακή Βουλή έχει αποδοκιμάσει το βιβλίο σου και το υπουργείο Παιδείας της Κύπρου τελεί σε αναμονή των διορθώσεων, προκειμένου να καθορίσει την περαιτέρω στάση του. Αυτά τα γνώριζες πολύ καλά κ. Ρεπούση και είπες δημόσια ψέματα στους δασκάλους οπαδούς σου.

Κυρία Ρεπούση, μπορείς να δέχεσαι ή να απορρίπτεις ότι σου καπνίσει για την ικανοποίηση του εαυτού σου και των ιδεών σου, δεν έχεις όμως το δικαίωμα να υβρίζεις ένα ολόκληρο έθνος με την αλλοίωση της ιστορίας του, διά των παραλείψεων ή παραποιήσεων και να δηλητηριάζεις τους νεαρούς βλαστούς του με τις έντεχνες μπουρδολογίες σου, μάλιστα μετά «δεξιότητος και ακολασίας», αφού, έτσι κι αλλιώς ρέπεις και εξ ονόματος στην αμφισβήτηση των πάντων.

Το δήλωσες ευθαρσώς και δημόσια, πως δεν «δέχεσαι ότι ο Ελληνισμός υπήρξε θύμα». Μήπως αυτό σημαίνει ότι εμείς προκαλούσαμε τους Πέρσες, που οι πόλεμοι μαζί τους κράτησαν 1200 χρόνια, που έρχονταν να μας κατακτήσουν μέχρι τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα; Μήπως εμείς προκαλέσαμε τους Σταυροφόρους το 1204; Μήπως εμείς προκαλέσαμε τους Τούρκους από τη Μογγολία να έρθουν και να μας καταλάβουν; Μήπως εμείς προκαλέσαμε τους Ιταλούς και τους Γερμανούς το 1940; Μήπως τώρα εμείς πάλι προκαλούμε τους Σκοπιανούς και δεν το έχουμε καταλάβει;

Αν όλα αυτά συμβαίνουν κ. Ρεπούση, τότε μπέρδεψες τον λαό για τον οποίο έγραψες αυτήν την ιστορία, τότε γνωρίζεις καλύτερα παντός άλλου για ποιον λαό την έγραψες και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να περιέρχεσαι στις επαρχιακές ελληνικές πόλεις προς αναζήτηση οπαδών και χειροκροτητών των μπουρδολογιών σου. Παραιτήσου του βιβλίου αυτού και αφιέρωσε το σ’ αυτούς για τους οποίους το έγραψες.


Σχολιάστε εδώ