Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής και ελληνική ευρωπαϊκή πολιτική

Αποδέχθηκε επίσης, κατά το πρότυπο του ευρώ, να μην είναι υποχρεωτικοί για όλα τα μέλη ο χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και ο κοινός ευρωπαϊκός χώρος Δικαιοσύνης. Η παραχώρηση είναι πολύ σημαντική, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι ακόμη και για το ευρώ η ρήτρα της ελεύθερης επιλογής για την ένταξη σ’ αυτό ισχύει μόνο για τα παλαιά 15 μέλη.

Για όλα τα νέα μέλη η ένταξη είναι σε προοπτική υποχρεωτική, εφόσον εκπληρώσουν, βεβαίως, προηγουμένως τα απαραίτητα γι’ αυτό κριτήρια. Στη βάση αυτή θεωρείται πιθανή η εξασφάλιση της συγκαταθέσεως του Ηνωμένου Βασιλείου στο κείμενο της επεξεργαζόμενης νέας ευρωπαϊκής συνθήκης. Η Μ. Βρετανία επιμένει όμως ότι, παρ’ όλα αυτά, προτίθεται να θέσει τη συνθήκη σε δημοψήφισμα για την έγκρισή της.

Η Πολωνία επιμένει σε αλλαγή του συμφωνηθέντος στη Νίκαια συστήματος ψηφοφορίας

Τα πράγματα φαίνονται ακόμη πιο δύσκολα για τη γερμανική προεδρία με την Πολωνία. Οι δίδυμοι αδελφοί Κατσίνσκι, που κατέχουν αντιστοίχως το αξίωμα του Προέδρου και του πρωθυπουργού, παραμένουν αδιάλλακτοι στο θέμα του αριθμού των ψήφων που πρέπει να έχει η Πολωνία στο πλαίσιο του διπλού συστήματος ψηφοφορίας. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα μ’ αυτό οι αποφάσεις λαμβάνονται από το 55% των ψήφων που εκπροσωπεί το 65% του πληθυσμού της ΕΕ.

Η Πολωνία διεκδικεί την ίδια θέση και τον ίδιο αριθμό ψήφων που επεφύλαξαν για τον εαυτό τους οι τέσσερις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία), παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός της είναι αισθητά μικρότερος. Για την Πολωνία το θέμα έχει έντονο, ψυχολογικό υπόστρωμα. Συνδέεται με τα δεινοπαθήματα και τον μοιρασμό της χώρας στο παρελθόν μεταξύ Ρωσίας-Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας. Συνδέεται επίσης με τη σημερινή θέση της Πολωνίας, που πρωτοστατεί στην αμερικανική γεωπολιτική της μετασοβιετικής περιόδου και στη στρατηγική του ευρωατλαντισμού, που υπολαμβάνει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ως ενιαίο, γεωπολιτικό σύνολο και αντιμετωπίζει με νεοψυχροπολεμικούς όρους τη Ρωσία του Πούτιν.

Στο πλαίσιο αυτό η Πολωνία εγκαλεί τη Γερμανία, που συμφώνησε, επί καγκελάριου Σρέντερ, την παράκαμψή της με την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου στη Βόρεια Θάλασσα μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Αντιμετωπίζει επίσης με επιφύλαξη και δυσπιστία την ανάπτυξη στρατηγικών οικονομικών σχέσεων μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Η ίδια έχει πολύ κακές σχέσεις με την τελευταία και υφίσταται οικονομικές κυρώσεις. Αυτό οφείλεται γενικά στη φιλοαμερικανική πολιτική της και ειδικότερα στην πολιτική που ασκεί στο μεγάλο γεωπολιτικό θέμα της Ουκρανίας και της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη.

Κατά συνέπεια, μπορεί κανείς βασίμως να εκτιμήσει ότι στην αδιάλλακτη στάση της Πολωνίας διαπλέκονται στενότερα εθνικά αλλά και ευρύτερα ευρωατλαντικά κίνητρα και υπολογισμοί.

Το γεγονός αυτό καθιστά πολύ πιο δύσκολη την επίλυση του «πολωνικού προβλήματος», γιατί θέτει εμμέσως επί τάπητος τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν τους εταίρους σε ό,τι αφορά την πολιτική προοπτική και τη γεωπολιτική αυτονομία της Ευρώπης και τον ρόλο που θα διαδραματίσει ή θα προεικονίσει προς αυτήν την κατεύθυνση η συζητούμενη νέα συνταγματική συνθήκη.

Επείγει όμως για όλες τις πλευρές
ένας συμβιβασμός για το θεσμικό
πρόβλημα της ΕΕ

Είναι όμως φανερό ότι, έστω, για διαφορετικούς λόγους, επείγει για όλους η κάλυψη του κενού που υπάρχει σήμερα στον θεσμικό τομέα. Το αδιέξοδο στην έγκριση του Ευρωσυντάγματος άφησε ως μόνη ισχύουσα θεσμική βάση τη Συμφωνία της Νίκαιας του 2000.

Η βάση αυτή δεν είναι επαρκής για όσους υποστηρίζουν μια εμβάθυνση της ΕΕ και τολμηρά βήματα προς μια πολιτική Ευρώπη. Υποτίθεται ότι το Ευρωσύνταγμα ανταποκρινόταν σ’ έναν βαθμό με τις πρόνοιές του προς αυτήν την κατεύθυνση. Δεν ήταν όμως αυτή γνώμη των γάλλων και ολλανδών ψηφοφόρων που ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα, όπως και πολλών άλλων ευρωπαίων ψηφοφόρων που δεν είχαν την ευκαιρία να εκφραστούν εκλογικά γι’ αυτό το θέμα.

Στην πραγματικότητα το Ευρωσύνταγμα εισήγαγε στοιχεία ομοσπονδιακής διακυβερνήσεως, χωρίς προηγουμένως να έχει απαντηθεί το ερώτημα πού πάει η Ευρώπη και ποια είναι η κοινή βάση μιας πολιτικής ενώσεως.

Η κατάσταση αυτή δημιούργησε ευλόγως αισθήματα φόβου, αβεβαιότητας και δυσπιστίας απέναντι σε μια εξέλιξη η οποία θα οδηγούσε σε περαιτέρω αποδυνάμωση του εθνικού κράτους και εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας χωρίς να είναι και κατοχυρωμένη η προοπτική. Ειδικότερα, χωρίς να είναι σαφές το μέλλον του εθνικού κράτους και της λαϊκής κυριαρχίας μέσα σ’ αυτή τη νέα Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι γνωστό ότι ορισμένοι υπολαμβάνουν την ΕΕ με όρους παγκοσμιοποίησης και συναιρέσεως των εθνών της σ’ ένα «ευρωπαϊκό» υβρίδιο. Η μεγάλη όμως πλειοψηφία των Ευρωπαίων βλέπει και θέλει την ΕΕ ως συμπολιτεία κρατών και εθνών που διαφυλάσσει στον πυρήνα της την εθνική και λαϊκή κυριαρχία και σέβεται την εθνική και πολιτιστική ταυτότητα των λαών της.

Με βάση τη σημερινή Συνθήκη
της Νίκαιας δεν προβλέπεται
καμία νέα διεύρυνση

Η καθήλωση της ΕΕ στη Συνθήκη της Νίκαιας δεν ικανοποιεί, βεβαίως, και την άλλη πλευρά, που υποστηρίζει μια νέα μεγάλη διεύρυνση της ΕΕ, χωρίς να θέτει αυστηρά όρια. Είναι γνωστό ότι η Συνθήκη της Νίκαιας προέβλεπε την ένταξη των δέκα νέων χωρών, που βρίσκονταν ήδη σε διαπραγματεύσεις, συν Βουλγαρία και Ρουμανία.

Η νέα μεγάλη διεύρυνση υποστηρίζεται, κατά πρώτο λόγο, από τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες, προφανώς, τη θεωρούν ως απαραίτητη πολιτική για την οικοδόμηση, ως ενιαίου γεωπολιτικού χώρου, της Ευρω-Ατλαντικής Ευρώπης, από τον Ατλαντικό ως τα ρωσικά σύνορα, τον Εύξεινο Πόντο και τα Βαλκάνια. Άξονας με δύο όψεις της Ευρώπης αυτής είναι οι συμπληρωματικές για τις ΗΠΑ ευρω-ατλαντικές δομές του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Στην ατλαντική αυτή Ευρώπη, οι ΗΠΑ περιλαμβάνουν, για προφανείς λόγους, ευρασιατικής γεωπολιτικής, και την Τουρκία.
Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω λογική, και η πλευρά επίσης που επηρεάζεται από την αμερικανική πολιτική και υποστηρίζει με επικεφαλής την Αγγλία, τη μεγάλη διεύρυνση της ΕΕ και την ιδέα μιας Ευρώπης ζώνης ελεύθερου εμπορίου περισσότερο παρά συνεκτικής πολιτικής ενώσεως, έχει λόγους να θέλει μια ορισμένη υπέρβαση της Συνθήκης της Νίκαιας και την άρση του σημερινού αδιεξόδου στο θεσμικό θέμα.

Το τουρκικό πρόβλημα
και η νέα γαλλική πολιτική

Εάν τελικά καταστεί εφικτή η παράκαμψη του πολωνικού σκοπέλου, με την παροχή μεγαλύτερης μεταβατικής περιόδου για την εφαρμογή του νέου συστήματος ψηφοφορίας και την παραπομπή του θέματος σε μελλοντική σύνοδο ή ειδική διακυβερνητική διάσκεψη, θα ανοίξει ο δρόμος για μια νέα περιορισμένη συμφωνία σ’ αυτό το κρίσιμο θέμα της ΕΕ. Θα έχει όμως, ταυτόχρονα συρρικνωθεί σημαντικά το ουσιαστικό περιεχόμενό της, το οποίο αναμένεται να συζητηθεί και να καθοριστεί επακριβώς αργότερα από διακυβερνητική διάσκεψη.

Μια από τις «λεπτομέρειες που θα συζητήσει η διακυβερνητική διάσκεψη θα είναι τα όρια της περαιτέρω διευρύνσεως της ΕΕ. Το θέμα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον μετά τη νέα γαλλική πολιτική που επιδιώκει να θέσει όρια, απορρίπτοντας τη συμμετοχή στην ΕΕ μη ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγει, για γεωγραφικούς, ιστορικούς και πολιτιστικούς λόγους, την Τουρκία.

Ο νέος γάλλος Πρόεδρος διευκρίνισε ότι το ραντεβού για τη συζήτηση του θέματος αυτού δεν είναι στη Σύνοδο του Ιουνίου, αλλά του Δεκεμβρίου 2007. Κατέστησε όμως από τώρα σαφές ότι η Γαλλία δεν πρόκειται να συναινέσει στο άνοιγμα ενός διαπραγματευτικού κεφαλαίου, όπως η οικονομική και νομισματική πολιτική, που εκ των πραγμάτων παραπέμπει σε προοπτική πλήρους εντάξεως της Τουρκίας.
Είναι λογικό επομένως να αναμένει κανείς ότι και στο θέμα αυτό θα υπάρξει μια άλλη διελκυστίνδα στη διατύπωση των σχετικών προνοιών που αφορούν τη διεύρυνση της ΕΕ. Η γαλλική πλευρά προτίθεται να θέσει εμμέσως το θέμα Τουρκίας, εμμένοντας στον καθορισμό των ορίων της ΕΕ, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προοπτική μιας συνεκτικής πολιτικής ενώσεως.

Θεσμική εξέλιξη της ΕΕ
και ελληνική πολιτική

Οι συζητήσεις στη Σύνοδο Κορυφής για το θεσμικό πρόβλημα σε συνδυασμό με τη νέα γαλλική πολιτική στο θέμα της Τουρκίας θέτουν την ελληνική πλευρά μπροστά σε κρίσιμα ερωτήματα και διλήμματα που δεν έχουν συγκυριακό αλλά σαφώς στρατηγικό χαρακτήρα:

• Ποια άποψη τελικά θα διαμορφώσει η ελληνική πλευρά σε σχέση με την προοπτική και τον χαρακτήρα της Ευρώπης; Θεωρητικά η Ελλάδα υποστηρίζει την προωθημένη θεσμική εξέλιξη της ΕΕ προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενώσεως. Στο πνεύμα αυτό έσπευσε, άλλωστε, να επικυρώσει το σχέδιο του Ευρωσυντάγματος, που, υποτίθεται, ότι αποτελούσε άλμα προς μια πιο ενοποιημένη Ευρώπη.

• Πώς μπορεί όμως να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος χωρίς περισσότερη εσωτερική συνοχή, κοινές πολιτικές στα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας και τον καθορισμό εξωτερικών ορίων;
Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι φυσικό να εμφιλοχωρεί η υποψία σ’ αυτούς που βλέπουν με επιφύλαξη μια ατλαντική Ευρώπη είτε μια Ευρώπη-ζώνη περισσότερο ελεύθερου εμπορίου ότι υπολαμβάνεται σιωπηρά ως κοινός τόπος και κοινή βάση εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας η ατλαντική Ευρώπη. Αυτή, δηλαδή που εκφράζεται από το ΝΑΤΟ, το οποίο αποτελεί για τις ΗΠΑ αδιάσπαστη συζυγία με την ΕΕ.

• Πώς όμως μια χώρα, όπως π.χ. η Γαλλία, με τόσο έντονο το αίσθημα της εθνικής ανεξαρτησίας και του εθνικού μέλλοντος μπορεί να δεχθεί μια τέτοια διαψευστική κατάληξη, όταν επένδυσε τις εθνικές φιλοδοξίες της στην ευρωπαϊκή προοπτική;

Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η αποδοχή μιας άμετρης διευρύνσεως που θα περιλάμβανε και την Τουρκία θα υπονόμευε καίρια κάθε προοπτική πραγματικής πολιτικής ενώσεως, εσωτερικής συνοχής και γεωπολιτικής αυτονομίας της ΕΕ;

Οι επιφυλάξεις και οι ενστάσεις της Γαλλίας για το θέμα της εντάξεως της Τουρκίας έχουν, επομένως, βάθος. Συνδέονται με την ίδια τη στρατηγική επιλογή της ΕΕ. Ως αναγκαίου δηλαδή συλλογικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα μπορέσουν οι ευρωπαϊκές χώρες να αντιμετωπίσουν από κοινού τον διεθνή ανταγωνισμό. Απαραίτητη, όμως προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο στόχος μιας πολιτικής ενώσεως, με προοπτική διεθνούς αυτονομίας που θα προασπίσει και θα διαφυλάξει, υπό νέους όρους, την εθνική ανεξαρτησία και το εθνικό μέλλον παράλληλα με τη διαμόρφωση ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος.

• Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να πρωταγωνιστεί προς την κατεύθυνση μιας πραγματικά πολιτικά ενωμένης Ευρώπης, που θα αποτελεί αυτόνομο πόλο διεθνούς πολιτικής, ισορροπίας και συνεργασίας.

Πώς όμως, συμβιβάζεται η πολιτική αυτή με την υποστήριξη, υπό τους γνωστούς όρους, της ευρωπαϊκής ενταξιακής πορείας της Άγκυρας; Η τελευταία στοχεύει εκ των πραγμάτων, προς την κατεύθυνση μιας Ευρώπης που εντάσσεται στην ευρασιατική γεωπολιτική των ΗΠΑ; Πόσο επίσης η γεωπολιτική αυτή συνδυάζεται και εναρμονίζεται με τα ελληνικά συμφέροντα;
• Τα ερωτήματα αυτά αποκτούν επείγοντα χαρακτήρα μετά την εξαγγελία της νέας γαλλικής θέσεως για την Τουρκία, με καθοριζόμενο μάλιστα χρονικό ορίζοντα σχετικών πρωτοβουλιών τη Σύνοδο Κορυφής του προσεχούς Δεκεμβρίου.

Η ελληνική πλευρά έχει κάθε λόγο να αποφύγει άσκοπους και παρωχημένους εγκλωβισμούς και να δώσει την απαραίτητη προσοχή στις ευρωπαϊκές συμμαχίες της.

Με άλλα λόγια, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να προασπίσει όχι μόνο μια συμφέρουσα γι’ αυτήν και για την Ευρώπη προοπτική, αλλά για να αντισταθμίσει επίσης αποτελεσματικότερα τις πιέσεις που ασκούνται σε όλα σχεδόν τα μέτωπα των εθνικών μας θεμάτων.

* Ο Περικλής Νεάρχου διετέλεσε σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου


Σχολιάστε εδώ