Μια φορά και έναν καιρό

Ήταν ένα μικρό ζαχαροπλαστείο στην Πλατεία Αμερικής που το είχε στέκι η θορυβώδης παρέα μας. Εκείνη την εποχή ήταν στα «πολύ επάνω της» η ευρύτερη περιοχή και οι πολλοί «επώνυμοι», που διέμεναν στις νεόχτιστες πολυκατοικίες της, προσέδιδαν μια πρόσθετη αίγλη στην πλατεία.

Τριγύρω από το «κηπάκι» της υπήρχαν ψησταριές με κοτόπουλα, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, ένας κινηματογράφος α΄ προβολής, νυχτερινό κέντρο με εκλεκτούς καλλιτέχνες και πολλές πασίγνωστες εμπορικές φίρμες.

Βρισκόμαστε στην αρχή της δεκαετίας του ’60, τότε που ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν στα φόρτε του κι εκεί, σ’ αυτό το μικρό ζαχαροπλαστείο, ύστερα από μερικά λεπτά σιωπής που τίποτα δεν προμηνούσε, ο Κώστας ξαφνικά εκτόξευσε σαν απειλή τη μεγάλη απόφαση να γυρίσει ταινία. Ο πάντα πικρόχολος Σπύρος, που ποτέ δεν είχε καλό λόγο για κανέναν, απάντησε βαριεστημένα: «Δεν γυρίζεις στο… χωριό σου καλύτερα»!

Όμως ο Κώστας ήταν ανένδοτος: «Εγώ τον Φίνο θα τον κλείσω…», είπε. Ο ένας Γιάννης, που μόλις είχε παίξει με επιτυχία σε ταινία του Φίνου που θριάμβευε, τον αποπήρε μονολεκτικά: «Τρίχες!»… Αλλά ο άλλος Γιάννης, ο Γιάννης Αργύρης, ήταν ανελέητος: «Να τον κλείσεις. Ζητιάνο να τον κάνεις. Να σε παρακαλάει για ένα ξεροκόμματο κι εσύ να τον ρωτάς: χθεσινά μακαρόνια τρως; Κι όταν θα σου κουνά καταφατικά το κεφάλι, επειδή δεν θα βγαίνει η λαλιά του από την πείνα, εσύ μεγαλόψυχα θα του λες: ”έλα αύριο”»!

Τότε πρωτολέχθηκε η ατάκα αυτή από τον Γιάννη Αργύρη. Αργότερα την είπε πολλές φορές στις «Εσπερίδες» του. Έγινε ανέκδοτο που ζει μέχρι και σήμερα. Και το ανέκδοτο και ο Αργύρης…

Είχα έναν γνωστό που δογμάτιζε: «Ποτέ μην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα». Για να είναι συνεπής με τις αρχές του, όταν το αποφάσισε, αυτοκτόνησε… αυθημερόν. Ο Κώστας δεν τον γνώριζε. Γνώριζε όμως κάποιον συγγραφέα, στον οποίο, σαν αυτοκτονία, του ανέθεσε αυθημερόν να συγγράψει σενάριο. Εκείνος, αντιθέτως με ό,τι πιστευόταν στην πιάτσα, δεν ήταν τελείως βλάκας. Μύρισε παραδάκι και δέχθηκε. Όταν το παρέλαβε έτοιμο και… καθαρογραμμένο ο Κώστας, το έδωσε στον Νίκο να το κρίνει. Διάβασε λίγες σελίδες εκείνος και έβγαλε πόρισμα: «Δώσε το καλύτερα στον στραγαλατζή έξω από το ”Άττικα”, να κάνει χωνάκια για πασατέμπο…». Έγινε συμβούλιο και ανέλαβε ο Νίκος να το σουλουπώσει. Διάβασε τις τρεις πρώτες αράδες του «αναδομημένου» σεναρίου ο Αρτέμης Μάτσας και ανέκραξε με ενθουσιασμό: «Αυτό είναι σενάριο!».

Δυστυχώς, ούτε ο στραγαλατζής δεν το πήρε για χωνάκια.

Συμφοιτητή μας στη σχολή κινηματογράφου του Ιωαννίδη είχαμε έναν «επιστήμονα» που «έπαιζε στα δάχτυλα» την τεχνική και αισθητική του κινηματογράφου. Αυτός ενέκρινε το σενάριο και στις δύο εκδοχές του και σε όποια παρουσιαζόταν στο μέλλον. Βαθύς γνώστης της διαλεκτικής, εξηγούσε επιστημονικά γιατί πήγε «άπατη» η ταινία που γύρισε εκείνος, με λεφτά των άλλων φυσικά.

Μια και ο λόγος για λεφτά, ο Τάσος ανέπτυσσε τη δική του νομοτέλεια:

«Εμείς βάζουμε την εμπειρία και ο παραγωγός το χρήμα. Στο τέλος, πρέπει εμείς να έχουμε το χρήμα και ο παραγωγός την… εμπειρία!».

Οπερατέρ θα ήταν ο Τάκης. Κάποτε εκμυστηρεύθηκε στον Τάσο τον έρωτά του για μια γνωστή ηθοποιό. Και συγκινημένος από τις περιπέτειές της, προσέθεσε πως μια μέρα δακρυσμένη του ομολόγησε για εκείνους που έπαιξαν έναν ρόλο στη ζωή της, αναφέροντάς τους έναν προς έναν ονομαστικά. Περίμενε πως θα συγκινηθεί και ο Τάσος από την «πονεμένη» ιστορία της, αλλά εκείνος είπε:

«Άκουσε, Τάκη. Κι αν σου είπε γι’ αυτούς που υπήρξαν, γι’ αυτούς που υπάρχουν και γι’ αυτούς που θα υπάρξουν, μην περιμένεις ν’ ακούσεις τ’ όνομά σου…».

Από τότε ο Τάκης αποκαλούσε τον Τάσο «ο τσόγλανος!».

Ο Αργύρης σκιτσάριζε σε εφημερίδες και ζωγράφιζε, έτσι του ανέθεσε ο Κώστας να φιλοτεχνήσει τη μακέτα των τίτλων της ταινίας. Του ανέπτυξε την υπόθεση του έργου. Επρόκειτο για ένα κοινωνικό δράμα όπου η ηρωίδα, μια κοπέλα αγνή και άπραγη, θα ‘ρχόταν στην Αθήνα για να σπουδάσει. Κατά βάθος επρόκειτο για ένα ατίθασο πλάσμα που πάντα έκανε του κεφαλιού της, σωστή αντάρτισσα.

«Σαν την Άννα», τον διέκοψε ο Γιάννης.

Φανερά ενοχλημένος ο Κώστας που έχασε τον ειρμό της αφηγήσεώς του, ρώτησε:

«Ποια είναι η Άννα;».

«Η γκόμενά μου», αποκρίθηκε ξερά ο Γιάννης. «Κι αυτή… δράμα μ’ έκανε».

Ξεροκατάπιε ο Κώστας και συνέχισε αναλύοντας και τη φιλοσοφία του έργου.

«Η κοπέλα θα βρισκόταν ξαφνικά μέσα σ’ έναν κόσμο χωρίς ιδανικά, χωρίς προσδοκίες, χωρίς όνειρα, χωρίς οράματα. Τίποτα. Ντιπ κατά ντιπ, που λένε οι Αρβανίτες».

Ο Γιάννης τότε ζωγράφισε ανθρώπους στη σειρά, δεμένους μεταξύ τους με χονδρή αλυσίδα, που κλαίνε και ολοφύρονται και που πηδάνε, σαν τις Σουλιώτισσες, σ’ ένα πηγάδι για να πνιγούν. Δαγκώθηκε ο Κώστας μόλις είδε τη μακέτα. Και έτοιμος για καβγά, ρώτησε αγριεμένος: «Τι είναι αυτό που έφτιαξες;». Ήρεμος ο άλλος αποκρίθηκε: «Άνθρωποι χωρίς ελπίδα και όνειρα. Τι τη θέλουν τη ζωή;». Ήταν αφοπλιστικός. Κατόπιν τούτου, εδόθη εντολή για νέο εικαστικό δημιούργημα, αλλά… αισιόδοξο του έδωσε μάλιστα και τα κλειδιά του γραφείου για να πηγαίνει ο Γιάννης ό,τι ώρα του κάνει κέφι, για να δουλεύει και να εμπνέεται χωρίς άγχος. Η έμπνευση ήρθε γρήγορα και τη λέγανε… Πόλα. Έμαθε για την ταινία και ήθελε να τραγουδήσει εκείνα τα τραγούδια που σίγουρα θα γίνουνε σουξέ. Παράτησε ο Γιάννης τα πενάκια, τη σινική μελάνη και τις νερομπογιές και βάλθηκε να γράφει στίχους και μουσική, εκπαιδεύοντας την Πόλα.

«Προχωράει;», ρωτούσε ο Κώστας εννοώντας τη μακέτα.

«Όλο και προχωράει», απαντούσε ο Αργύρης, εννοώντας την… Πόλα, που σιγά σιγά την έβαλε σ’ ένα κλίμα συνωμοτικό. Της εξήγησε πως οι στίχοι είναι απόρρητοι. Στην Αμερική μάλιστα η ίδια η ΝΑΣΑ τους φυλάει. «Πρέπει κι εμείς να φυλαγόμαστε», είπε και κλείδωσε την πόρτα. Ύστερα, επειδή και οι τοίχοι έχουνε αφτιά, έκλεισε τα… παντζούρια.

Τα «πιο ύστερα» δεν τα έμαθε ποτέ κανείς…


Σχολιάστε εδώ