«ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΕΙΣ ΕΚΔΟΣΙΝ ΝΕΩΤΕΡΑΝ» ΕΙΣ ΧΩΡΑΝ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΥΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΥΓΗΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΑΝ

Ευλογημένη μου Πατρίς
μέ ηλιόχαρα λιβάδια
πού αποβραδίς πληθαίνεσαι
καί τήν αυγή είσαι άδεια.

Δέν κλαίγω κάλλη μακρινά
μηδέ καί Μαραθώνες
ουδέ καί τής Ακρόπολης
τίς ασβεστοκολώνες.

Μέσα στήν τύρβη τής βοής
πού κάνουσι οι κόρνες
δέν κλαίγω άνδρες δυνατούς
Ιέρειες καί πόρνες.

Δέν κλαίγω τά Ελευσίνια
Μυστήρια τού χάους
όταν στήν τηλεόρασιν
βλέπω τούς Μίκυ Μάους.

Δέν κλαίγω διά τά χάλια μας
καί τίς στριμμένες βίδες
ούτε καί Σαλαμίνιες
κατά Περσών παγίδες.

Εύχαρις πάντα αναπολώ
τό απολεσθέν μας κύρος
όταν τό Κράτος κατουρεί
κι αναθυμιάζει μύρος.

Υπέρλαμπρος ο ουρανός
πάνω μου ανασαίνει
ζωογονεί τά κύτταρα
κι ύστερα ξαποσταίνει

Καί εις τήν Αρχαιότητα
υπήρχον “Νταβατζήδες”
ασχέτως άν απέθανον
κι εσύ ποτέ δέν είδες.

Αλλ’ η φυλή μας προχωρά
ωσάν φωτοτυπία
όμοια μέ τούς προγόνους της
καί στά χαμαιτυπεία.

Εις σμήνος οίκων ανοχής
εις τήν Πλατεία Βάθη
εκεί πού βάθη ερευνούν
τά σαπισμένα πάθη,

…πλείσται πατρόνες γηραιές
καί νύν παροπλισμένες,
επάσαραν κοράσια
εις κλίνας βρομισμένες.

Ήτο η επιχείρησις
αρκούντως πώς στημένη
κι απέδιδεν νομίσματα
εις χείραν απλωμένη.

Εστέναζον τά έρημα
σώματα τών ατθίδων
από τόν εξευτελισμόν
καί παρά φύσιν πήδον.

Τούτο δέ τό φαινόμενον
εις είκοσι πορνεία
αλάφρωνεν τούς σάτυρους
μέ βόγγους, μέ λαγνεία.

Η νυξ δεινώς εσκότιζεν
τόν γύρω χώρον όλον
καί μολυβής ο ουρανός
στού σύμπαντος τόν θόλον,

… έκρυπτον τά βδελύγματα
άτινα εκτελούσαν
εις δώματα μισόφωτα
όσοι παιδιά πηδούσαν.
Τυχαίως δέ καί βλοσυρός
μετά ροπάλου πάντα
περνούσε εκεί ο Ηρακλής
στάς δύο καί σαράντα.

Ακούων τόσους στεναγμούς
στήνει αφτί κι φρίττει.
Οσμαί σωμάτων τάρασσον
τήν ευγενή του μύτη.

Ταχέως, δέ, εννόησεν
καί τού ‘ρθε πλείστη τρέλα,
ωσάν νά εκατάπωσεν
μιάν ανοικτήν ομπρέλα.

Μέ θεϊκήν ταχύτητα
ορμά στά μαστροπεία
καί άπαντες εξάπαντες
θέτει εις εποπτεία.

Σαράντα δέ συνέλεξεν
πατρόνας ζαρωμένας
κι ισάριθμους γαμήκουλους
με βέργας ορθωμένας.

Αφήνει καί ελεύθερες
τίς κόρες καί τίς ντύνει
ωσάν Κυρίες τής Τιμής,
στήν πένα, στό καντίνι.

Βάζει τάς γραίας νά γδυθούν
-ω, θαύμα καρμανιόλας-
καί τιμωρείς τούς άρρενας
νά τάς πηδήξουν όλας.

Κι έγινε η Γή Κήπος Εδέμ
Παράδεισος η πλάση,
μέχρι πού ένα χούφταλο
τού ήρθε διά νά κλάσει.

Οι άνδρες πήραν τά βουνά
κι η μπόχα τήν Αθήνα,
τήν πόλη τήν ακμάζουσα
στήν βρώμα καί τήν πείνα.
…………………………………………………..
Βέβαια οι Πατρόνες, όπως καί οι Πάτρωνες,
εχάρηκαν τόν άθλο τού Ηρακλή. Όμως
η βία η σεξουαλική πάνω σέ νεαρά πλάσματα
δέν είναι γιά γέλια ούτε ασύνηθες φαινόμενο.
Διαβάστε τήν Παλαιά Διαθήκη.


Σχολιάστε εδώ