Προεκλογικές μικροπολιτικές
Τα συνέδρια και οι «υπό διαμόρφωσιν» προγραμματικές «δεσμεύσεις» ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, η «έρπουσα» αναφορά περί αλλαγής του εκλογικού νόμου, αλλά και η προσπάθεια συσπείρωσης και «επανάκαμψης» στελεχών -που καταβάλλεται ιδιαίτερα από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ- συνθέτουν το σκηνικό «προετοιμασίας» των κομμάτων εν όψει της «επερχόμενης» εκλογικής αναμέτρησης.
Γιατί «τώρα» η αναφορά στελεχών της ΝΔ στην ανάγκη αλλαγής του εκλογικού νόμου, με κεντρικό στόχο την ενίσχυση του πρώτου κόμματος εις βάρους του δευτέρου; Όταν, μάλιστα, είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός δεν σκοπεύει να προωθήσει για ψήφιση μια παρόμοια «μονοκομματικού» τύπου επιλογή; Τίποτα όμως δεν είναι αθώο στην πολιτική.
Ο στόχος της ΝΔ με την «περί αλλαγής» του εκλογικού νόμου αναφορά είναι διπλός:
Κατά πρώτον αποβλέπει στην εσωκομματική συσπείρωση, εν όψει του «κινδύνου» μιας οριακής πλειοψηφίας 152 ή 153 εδρών στην επόμενη Βουλή. Η επίκληση του «κινδύνου» αυτού αποσκοπεί στην αποτροπή εκδήλωσης μιας μορφής «ψήφου δυσαρέσκειας» που εμφανίζεται πλέον ως περιττή πολυτέλεια.
Η επίκληση αυτή απευθύνεται εμμέσως και προς τους ψηφοφόρους του ΛΑΟΣ, με το επιχείρημα ότι η εμμονή σε μια ψήφο που θα έχει τον χαρακτήρα της ιδεολογικής διαφοροποίησης και της διαμαρτυρίας προς την κυβερνητική παράταξη μπορεί να οδηγήσει σε ήττα του συντηρητικού χώρου και σε αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
Άλλωστε ο «χώρος» του ΛΑΟΣ θα αποτελέσει, το επόμενο διάστημα, προνομιακό χώρο άσκησης πιέσεων και διατύπωσης «κρίσιμων διλημμάτων» από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας.
Ο δεύτερος όμως και -ίσως σημαντικότερος- στόχος είναι μεσοπρόθεσμα το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Η πρόταση περί αλλαγής του εκλογικού νόμου, ακόμα και μετά τις εκλογές, σημαίνει στην πράξη ότι στην επόμενη βουλή η ΝΔ -με την προϋπόθεση της επανεκλογής της- μπορεί να ψηφίσει -με ή χωρίς τη συγκατάθεση του ΠΑΣΟΚ- έναν νέο εκλογικό νόμο που θα μειώνει σημαντικά την κοινοβουλευτική δύναμη του δεύτερου κόμματος, φθάνοντάς την στο αριθμητικό επίπεδο π.χ. των 85-90 βουλευτών…
Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα κι αν δεν δρομολογηθούν εσωκομματικές εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ ύστερα από μια ενδεχόμενη εκλογική ήττα, η δεύτερη τετραετία διακυβέρνησης από τη ΝΔ θα αποτελεί μια περίοδο κρίσιμης δοκιμασίας για τον Γ. Παπανδρέου και την «ηγετική ομάδα» του ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό γιατί η «ταύτιση» της «πολιτικής προσωπικότητας» του Γ. Παπανδρέου με μια σειρά από ήττες (που τείνουν να προσλάβουν τη μορφή μιας αύξουσας αριθμητικής προόδου) θα προκαλέσει ισχυρές αντίρροπες προς το πρόσωπό του τάσεις από την «ενστικτώδη» αντίδραση της ανάγκης για την πολιτική επιβίωση του ΠΑΣΟΚ.
Πολύ περισσότερο μάλιστα εάν διαμορφωθεί στα μέσα της επόμενης τετραετίας το «διάδοχο σχήμα» στη ΝΔ, με επικεφαλής την κ. Ντόρα Μπακογιάννη. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να οδηγήσει το ίδιο το ΠΑΣΟΚ στην αλλαγή ηγεσίας αν κριθεί ότι ο συσχετισμός μεταξύ Ντ. Μπακογιάννη – Γ. Παπανδρέου διαμορφώνεται υπέρ της πρώτης, χωρίς τη δυνατότητα ανατροπής…
Μια ακόμα ήττα του ΠΑΣΟΚ, άλλωστε, θα σημάνει τη στρατηγική – «καθεστωτική» επικράτηση της συντηρητικής παράταξης και την ιστορική καθήλωση, κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική, ολόκληρου του προοδευτικού «χώρου».
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν αγνοεί, ασφαλώς, τη σημασία ενός παρόμοιου χαρακτήρα -πιθανών- εξελίξεων.
Όμως όχι μόνο δεν διαμορφώνει μια δυναμική υπέρβασης του σκηνικού αυτού, αλλά αρκείται σε αμυντικού τύπου επιλογές, και μάλιστα χωρο-χρονικά περιορισμένες.
Ο Γ. Παπανδρέου «αποβλέπει» σε μια οριακού χαρακτήρα εκλογική ήττα, το εύρος της οποίας δεν θα επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου -κοινωνικά και εσωκομματικά- κλίματος αμφισβήτησης προς το πρόσωπό του.
Η πόλωση και η αντιδεξιά πολιτική είναι μια καλή και δοκιμασμένη «συνταγή» που μπορεί να οδηγήσει στην εσωκομματική συσπείρωση, αλλά δεν διαμορφώνει «διαύλους» επικοινωνίας με ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα. Μια τέτοια όμως πολιτική στρατηγική χρειάζεται εναλλακτικές και συγκροτημένες πολιτικές, οι οποίες αποτελούν «αγαθό εν ανεπάρκεια» για το σημερινό ΠΑΣΟΚ.
Στο πλαίσιο αυτής της «εσωκομματικής συσπείρωσης» μπορεί να ερμηνευθεί και η «επάνοδος» του Κ. Λαλιώτη. Ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να χρησιμοποιήσει ως «μέσον» την επάνοδο αυτή για να αποδείξει την πολιτική του ισχύ και να ενισχύσει μ’ ένα ισχυρό «χαρτί» την «ασπίδα» του έναντι των βλέψεων του κ. Ε. Βενιζέλου.
Άλλωστε η θεσμική «νομιμοποίηση» της παρουσίας του Κ. Λαλιώτη πραγματοποιήθηκε στο «οικογενειακό περιβάλλον» του ιδρύματος Α. Παπανδρέου για να σηματοδοτήσει τον πραγματικό χαρακτήρα της ένταξής του στο ΠΑΣΟΚ, σε ένα νέο πλαίσιο δραστηριοτήτων. Η αντίφαση ότι η προεδρία ενός ιδρύματος με μη ενεργό πολιτική δραστηριότητα ταιριάζει σε απομάχους της πολιτικής ζωής δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν…
Τι κρατούσε άραγε τόσα χρόνια σε «απόσταση» τον Κ. Λαλιώτη; Οι τραυματικές εμπειρίες του από την αποπομπή του από τον Κ. Σημίτη; Οι διαφωνίες του προς το μετα-νεωτερικό ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου; Ή μήπως η άρνηση του ίδιου του Γ. Παπανδρέου να «εντάξει στο παιχνίδι» ένα πολιτικό πρόσωπο που δεν του ταίριαζε πολιτικά ή δεν το ήλεγχε; Και τέλος, ποιοι από τους παραπάνω λόγους ήρθησαν ώστε να συντελεσθεί η πανηγυρική «επάνοδος»;
Καμιά τέτοια απάντηση δεν δόθηκε. Άρκεσε όμως η ολιγόλεπτη τηλεοπτική εικόνα για να αποκαλύψει πολλά…