«ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΕΙΣ ΕΚΔΟΣΙΝ ΝΕΩΤΕΡΑΝ» ΕΙΣ ΧΩΡΑΝ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΥΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΥΓΗΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΑΝ

Ήτο η νύξ περίλαμπρος
καί αι οδοί γεμάτοι
από καθίκια, μαστροπούς
καί κάθε ακαμάτη.

Περιπατούσαν σθεναροί
καί εσκέπτοντο ησύχως
μήν ταραχτεί τό πόπολον
μήν ακουσθεί εις ήχος.

Έφερον δέ καί τάς σκευάς
-ή δ’ άλλως εργαλεία-
κι ομοίαζον περίπολον
ναυτών εις παραλία.

Τά παλιοτόμαρα αυτά
εμοίραζον τήν κτίση
λές κι ήτο τού πατέρα τους
πού ‘χαν κληρονομήσει.

Μία περίπολος ορμά
διά τήν Κερατέα
η άλλη εις Μαρκόπουλον
κι η τρίτη στόν Καρέα.

Έφερον τάς καλύπτρας των
καί τήν πιστολαρία
καί κοπτερά εγχειρίδια
διά πάσαν ευκαιρία.

Στόχον είχον τούς οίκους μας
πρός λαφυραγωγία
μαέστροι στήν διάρρηξιν
καί στήν σφαγή σφαγεία.

Ήτο συνήθης τακτική
καί προγραμματισμένη
αφού ως ανενόχλητοι
θά ‘βγαιναν πλουτισμένοι.

Τά Τμήματα τών πόλισμεν
αλλέως «ξαποσταίνω»
κοιμούντο τόν μακάριο
ύπνον τόν δοξασμένο.

Ουδεμιά περίπολος
εκ τής Αστυνομίας
δεν ενοχλούσε τούς ληστάς
που τό ‘παιζαν Ταμίας.

Έλα πού όμως οι θεοί
πού φτιάχνουσι τούς Νόμους
πολλές φορές γιά νά γελούν
κάνουν τούς Αστυνόμους.

Εις μίαν πάμπτωχον μικρά
κι ερημικήν καλύβη
είχε ξαπλώσει ο Ηρακλής
καί τό μουστάκι στρίβει.

Έπινεν οίνον κραταιόν
κι είχεν κέφια μεγάλα
αφού μονάχος άδειασεν
την τέταρτην μπουκάλα.

Ξάφνου τό μεσονύκτιον
έτριξεν μία θύρα
ωσάν νά αναστέναζεν
επί τής κλίνης χήρα.

Έστι τό σκότος κάμποσο
καί τάς μορφάς καλύπτει
ότε μπουκάρουν οι λησταί
στού ήρωος τήν κρύπτη.

Μετρούν επτά τόν αριθμόν
πλήρως εξοπλισμένοι
καί διά κλοπή καί φονικό
πολύ αποφασισμένοι.

Ω, τά κακόμοιρα παιδιά
τέκνα αθλίου Κράτους
αντί νά ευρούν χρυσαφικά
χέσανε τά βρακιά τους.

Τού ενός χτυπά η κεφαλή
στόν τοίχον καί ραγίζει
άλλων τριών τά κόκαλα
ο Ηρακλής τσακίζει.

Οι άλλοι τρείς πού έμειναν
καί δήλωσαν ρουφιάνοι
αυτών τά σώματα κρεμά
ο ήρως στό ταβάνι.

Ήτο δέ τόσο εκνευρισθείς
όσο δέκα διαβόλοι
πού έχωσεν στόν κώλον τους
του καθ’ ενός πιστόλι.
Τούς βάζει δέ τό ύστερον
εις μιάν καρότσα μνήμα
καί τεθνεώτας έφερεν
άπαντες εις τό Τμήμα.

Έπειτα ανεχώρησεν
διά νά βρεί καί άλλους.
Άφησεν όμως πίσω του
ράθυμους παπαγάλους.

Καί ερωτώμαι, Χριστιανοί,
ποιος κυβερνά τό Κράτος:
Η νύχτα καί τό Έρεβος
ή τού Αδελφάτου ο πάτος;
…………………………………………………..

…………………………………………………..

Όμως η Ιστορία δέν τελειώνει εδώ. Τήν επομένη
εκλήθη ο Ηρακλής εις τό Τμήμα, όπου του απηγγέλθη
κατηγορία διά προσβολή ανθρωπίνης αξιοπρεπείας
καί αφανισμό φιλοξενουμένων νομίμως μεταναστών.


Σχολιάστε εδώ