ΣΕ ΠΗΛΙΝΑ ΠΟΔΙΑ η νέα κυβέρνηση της Σερβίας

Η απροθυμία του πολιτικού κόσμου της Σερβίας να αναλάβει το πολιτικό κόστος ενός νέου διαμελισμού της χώρας φάνηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο από το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης που ξεκίνησαν μετά τις εκλογές της 21ης Ιανουαρίου διήρκεσαν τέσσερις σχεδόν μήνες. Η συμφωνία δε που υπογράφηκε την Παρασκευή μεταξύ τριών κομμάτων είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσο θα αντέξει στον χρόνο.

Η συμφωνία για τον σχηματισμό κυβέρνησης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπογράφτηκε μόνο και μόνο για να αποφευχθεί μια νέα προσφυγή στις κάλπες, όπως επέβαλλε το Σύνταγμα σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν καταλήξει μέχρι αύριο, γιατί ο μοναδικός κερδισμένος τότε θα ήταν το Σέρβικο Ριζοσπαστικό Κόμμα, που με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο λέει όχι στην αυτονόμηση του Κοσόβου! Η συμφωνία των τριών κομμάτων, που χαιρετίστηκε με τυμπανοκρουσίες από την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες, ήταν επίσης αποτέλεσμα των αφόρητων διεθνών πιέσεων οι οποίες ασκήθηκαν κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση που υποσχέθηκε να ξεκινήσουν πάλι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις οι οποίες είχαν διακοπεί πέρυσι όταν το Βελιγράδι κατηγορήθηκε ότι αρνείται να συλλάβει τον καταζητούμενο Μλάντιτς.

Το ότι η συμφωνία των τριών κομμάτων στηρίζεται σε πήλινα πόδια φαίνεται από τη δυσκολία που υπήρχε όλο αυτό το διάστημα στις μεταξύ τους συζητήσεις

Oι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης ξεκίνησαν από την επομένη κιόλας των εκλογών με τη συμμετοχή τριών κομμάτων: Του Δημοκρατικού Κόμματος (DS), του οποίου ηγείται ο πρόεδρος της χώρας και ακραίος φιλοαμερικανός, Μπόρις Τάντιτς, που στις εκλογές κέρδισε το 22% των ψήφων και 64 έδρες στη Βουλή των 250 αντιπροσώπων, του Δημοκρατικού Κόμματος Σερβίας (DSS) του μετριοπαθούς πρωθυπουργού Βόισλαβ Κοστούνιτσα (17% των ψήφων και 47 έδρες), και επίσης του κόμματος G 17 plus (6,8% και 19 έδρες) που είναι το μοναδικό κόμμα στη Σερβία το οποίο τάσσεται απροκάλυπτα υπέρ της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου. Οι συζητήσεις από την πρώτη κιόλας στιγμή κόλλησαν στο πιο καυτό θέμα, τον έλεγχο δηλαδή εκείνων των υπουργείων που έχουν υπό τις διαταγές τους τα σώματα ασφαλείας και τον στρατό. Καθόλου τυχαία, αν πάρουμε υπόψη μας τον ρόλο που διαδραματίζουν τα εν λόγω κέντρα εξουσίας για τη σύλληψη και την παράδοση στο Διεθνές Δικαστήριο του στρατηγού Μλάντιτς, που κατηγορείται για τη σφαγή 8.000 μουσουλμάνων της Βοσνίας. Από τη μια μεριά της διελκυστίνδας βρισκόταν όλο το προηγούμενο διάστημα ο πρόεδρος Τάντιτς, ο οποίος δεν ήθελε τίποτε λιγότερο από τον πλήρη και αποκλειστικό έλεγχο όλων των δυνάμεων ασφαλείας. Στο πλευρό του τάχθηκε ακόμη και ο υπεύθυνος για θέματα εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Χαβιέ Σολάνα, ο οποίος με δημόσια δήλωσή του την περασμένη Δευτέρα χαρακτήρισε ως καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την ευόδωση των ελπίδων σύλληψης του Μλάντιτς την ανάληψη του ελέγχου της αστυνομίας από τον Τάντιτς. Στο άλλο άκρο βρισκόταν ο Κοστούνιτσα, που αρνιόταν να συναινέσει στην άλωση του στρατού και της αστυνομίας από τους φιλοαμερικανούς. Στη σύγκρουσή του με τον Τάντιτς λειτουργούσε αρνητικά το γεγονός ότι οι ψήφοι και οι έδρες του Κοστούνιτσα υπολείπονταν αισθητά αυτών του Τάντιτς, αντίθετα με τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών.

Μπλόφα του Κοστούνιτσα

Για να αντιμετωπίσει τις αφόρητες πιέσεις του Τάντιτς, ο Κοστούνιτσα αξιοποίησε το εθνικιστικό Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Τόμισλαβ Νίκολιτς, που στις εκλογές του Ιανουαρίου κέρδισε την πρώτη θέση συγκεντρώνοντας ποσοστό 28,5% και εκλέγοντας 81 βουλευτές. Αντίθετα όμως με ό,τι θα υπέθετε κανείς αν εξέταζε μόνο την εκλογική του επιρροή, το εθνικιστικό κόμμα του Νίκολιτς (του οποίου ο ιστορικός ηγέτης, Βόισλαβ Σέσελι, οδηγήθηκε πρόπερσι στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης) αποκλείστηκε εξ αρχής από κάθε συζήτηση για τον σχηματισμό κυβέρνησης, με τη σύμφωνη προφανώς γνώμη του Κοστούνιτσα. Την προηγούμενη εβδομάδα όμως κάνοντας μια στροφή 180 μοιρών ο Κοστούνιτσα συμφώνησε με το Ριζοσπαστικό Κόμμα στην εκλογή του ηγέτη του, Νίκολιτς, στη θέση του προέδρου του Κοινοβουλίου. Το συγκεκριμένο αξίωμα αν και τυπικά είναι το τρίτο σημαντικότερο στη χώρα μετά από του προέδρου και του πρωθυπουργού δεν έχει καμιά ουσιαστική αρμοδιότητα επί του νομοθετικού έργου, ούτε φυσικά δικαίωμα βέτο. Παρ’ όλα αυτά οι αντιδράσεις που σημειώθηκαν ήταν πρωτοφανείς, τόσο από το εξωτερικό, με τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον να κάνουν γνωστή δημόσια τη δυσφορία τους, μιλώντας ακόμη και για κίνδυνο επιστροφής στο παρελθόν όσο και από το εσωτερικό της χώρας, με τον πρόεδρο Τάντιτς να χαρακτηρίζει την εκλογή του Νίκολιτς «ζημιά για τη χώρα». Η κίνηση του Κοστούνιτσα -όπως φάνηκε και από τη συμφωνία της Παρασκευής, βάσει της οποίας ο ίδιος θα παραμείνει ο πρωθυπουργός, ενώ ο Νίκολιτς μάλλον θα πρέπει να εγκαταλείψει τη θέση του προέδρου της Βουλής- δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν μια κίνηση τακτικής, ένας πρόσκαιρος ελιγμός αν όχι μπλόφα, χωρίς επ’ ουδενί να προοιωνίζεται την οριστική αποχώρηση του Κοστούνιτσα από το φιλοδυτικό στρατόπεδο, που μόνο κατ’ ευφημισμό μπορεί να χαρακτηριστεί «μεταρρυθμιστικό» όπως συνηθίζεται στα μέσα ενημέρωσης. Εν τούτοις, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά, γιατί μετά την ατιμωτική σύλληψη και παράδοση του Μιλόσεβιτς στο παντελώς αναξιόπιστο αμερικανονατοϊκό δικαστήριο της Χάγης, τον Οκτώβριο του 2000, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή πέρυσι, και το ανακάτωμα της πολιτικής τράπουλας που ακολούθησε, για πρώτη φορά κατέλαβε δημόσιο αξίωμα σύμμαχος του Μιλόσεβιτς από το παρελθόν.

Μονομερής αναγνώριση

Η στήριξη του Κοστούνιτσα στον Νίκολιτς, πέραν του μηνύματος που έστειλε στον Τάντιτς για τη μεταξύ τους αντιπαράθεση στο καυτό θέμα του ελέγχου των δυνάμεων ασφαλείας, έδειξε επιπλέον στους Δυτικούς την απροθυμία του σημερινού πρωθυπουργού της Σερβίας να συναινέσει στο σχέδιο αυτονόμησης του Κοσόβου που προωθούν οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι και η Αλβανία, η οποία με αυτό τον τρόπο πηγαίνει ένα βήμα πιο μπροστά τις φιλοδοξίες της για τη «μεγάλη Αλβανία». Η επικείμενη ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου με πρόσχημα το δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης των 2.000.000 Αλβανών που ζουν εκεί (δικαίωμα που για άγνωστους λόγους στερούνται οι 100.000 εναπομείναντες Σέρβοι του Κοσόβου) έχει διχάσει εκ νέου τους Σέρβους με τη συντριπτική πλειοψηφία τους να τάσσεται ενάντια στη διχοτόμηση και υπέρ της διατήρησης του σημερινού καθεστώτος ενισχυμένης αυτονομίας που χαίρει το Κόσοβο στο πλαίσιο της Σερβίας. Σε διεθνές επίπεδο η μόνη δύναμη που τάσσεται υπέρ της διατήρησης των σημερινών συνόρων είναι η Ρωσία. Απέναντι στη Μόσχα, που εμφανίζεται αποφασισμένη να βάλει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μπλοκάροντας την υλοποίηση του σχεδίου του ειδικού διαπραγματευτή των Ηνωμένων Εθνών, φινλανδού Αχτισάαρι, η απειλή που επισείουν μέχρι στιγμής οι υποστηρικτές της ανεξαρτητοποίησης είναι η μονομερής αναγνώριση.

Παράκαμψη του ΟΗΕ

Η αρχή έγινε από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Νταν Φρεντ, που τον προηγούμενο μήνα είχε δηλώσει ότι το Κόσοβο θα ανεξαρτητοποιηθεί «με κάθε τρόπο». Το ίδιο ακριβώς δήλωσε και ο πρώην ειδικός απεσταλμένος των Αμερικανών στα Βαλκάνια, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, μιλώντας σε ένα συνέδριο στις Βρυξέλλες: «Αν η Ρωσία αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το βέτο της θα υπάρξει μια δήλωση ανεξαρτησίας από το Κόσοβο και οι ΗΠΑ θα το αναγνωρίσουν την ίδια μέρα». Στη συνέχεια ήρθε ο πρόεδρος του Κοσόβου, Φατμίρ Σετζτιού, που χωρίς περιστροφές δήλωσε ότι σε περίπτωση που μπλοκαριστεί το σχέδιο αυτονόμησης από τη Ρωσία, τότε το Κόσοβο θα προχωρήσει σε μονομερή δήλωση ανεξαρτητοποίησης, ενώ η άμεση αναγνώρισή του από την Ουάσινγκτον και τις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα κατοχυρώσει την ύπαρξή του. Ο πρωθυπουργός του Κοσόβου, πρώην κατσαπλιάς του UCK και ακόμη πρωτύτερα στρατηγός πυροβολικού του κροατικού στρατού(!) στις αρχές της δεκαετίας του ’90, Αγκίμ Τσεκού, προσδιόρισε ακόμη και τον χρόνο της μονομερούς ανεξαρτητοποίησης, μιλώντας στους «Νιου Γιορκ Τάιμς»: «Πιστεύω ότι το Κόσοβο θα είναι σε θέση να διακηρύξει την ανεξαρτησία του μέχρι το τέλος του Μάη. Υπάρχει μια ισχυρότατη δέσμευση των Αμερικανών σ’ αυτό. Θέλουν να τελειώσει η δουλειά», ήταν τα λόγια του! Η συνεχής επίκληση του ενδεχομένου μονομερούς αναγνώρισης του Κοσόβου κυρίως αποτελεί απειλή που στρέφεται κατά της Ρωσίας και του κύρους που απολαμβάνει ως μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, αποσκοπώντας να αποτρέψει τη Μόσχα από τη χρήση του δικαιώματος βέτο. Αποκαλύπτει ωστόσο τον αδίστακτο τρόπο με τον οποίο Αμερικανοί και Ευρωπαίοι παρακάμπτουν το διεθνές δίκαιο, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν τα ιδιοτελή τους συμφέροντα…


Σχολιάστε εδώ