«ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΕΙΣ ΕΚΔΟΣΙΝ ΝΕΩΤΕΡΑΝ» ΕΙΣ ΧΩΡΑΝ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΥΕΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΥΓΗΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΑΝ

Μιάν αυγήν, μιάν χαραυγήν
πού ο ήλιος ενεφάνη
ξυπνά ο ήρως Ηρακλής
μέ κεφαλήν καζάνι.

Ορούσε ο κόσμος νά γυρνά
ως νά ‘τανε ρουλέτα
καί κάποιος δαίμονας αισχρός
νά σείει τήν μπαγκέτα.

Μία ορχήστρα οχληρά
έπαιζε ντάπα-ντούπα
από ένα κέντρον διπλανό
κι η φύσις ήρθε τούμπα.

Οργίλος δέ ο Ηρακλής
τίς σκάλες κατεβαίνει
κι ως λέων αρειμάνιος
εντός τού bar εμβαίνει.
Χάος, σκοτάδι, έρεβος
τόν χώρο όλον καλύπτει
επικουρούντων τών καπνών
στήν μυστικήν τήν κρύπτη.

Οσμές παράξενες χτυπούν
τόν Ηρακλή στήν μούρη
ενώ ηκούοντο φωναί:
«Χόρεψε ρέ χαμούρη».

Ποτέ στην αρχαιότητα
ούτε η τρελή Πυθία
δέν λιβανίζοταν αισχρώς
διά μιάν παραμυθία.

Τόσον πολύ ζαλίστηκεν
ο ήρως, πού τά χάνει
ησθάνθη μιά διάθεσιν
νά πέσει νά πεθάνει.

Όμως σηκώνεται ευθύς
κι ουρλιάζει, καί γκαρίζει
αλλά ο ήχος σκέπαζεν
πάσαν φωνήν πού υβρίζει.
Ο ήχος μηχανήματος
έκ πλείστων μεγαφώνων
πού έκαμνον τόν Ηρακλή
ως έναν δολοφόνον.

Ως οι τυφλοί απλώνουσι
τάς χείρας σάν βαδίζουν
έτσι κι ο ήρως περπατεί
καί ψάχνει ποιοί γκαρίζουν.

Μέσα σ’ αυτό τό έρεβος
σώματα στοιβαγμένα
ωμοίαζον φαντάσματα
ατάκτως ερριμμένα.

Μιλούσαν ή λαρύγγιζον
κλαίουσι ή γελούσι;
Δέν ημπορούσε απάντησιν
νά εύρει μές στό πούσι.

Παραμερίζων τά κορμιά
φθάνει τέλος στόν μπάγκο
όπου εσέρβιρε ποτά
κάποιος πού λέγαν «Βάγγο».
Μέσα εις τόν Βεζούβιον
τής βρώμας καί τής κάψας
δέν εννοούσε ο Ηρακλής
τί κάνει αυτός ο χάψας.

Τόν έβλεπε εκ τού σύνεγγυς
ν’ αδειάζει από μπιτόνια
κάποια υγρά πού έζεχναν
ως σαπισμένα ψώνια.

Αμέσως καί κατάλαβε
τί χώρος ήτο ‘κείνος:
Πνευματικός κί ανίατος
κοινωνικός καρκίνος.

Κτυπά δέ μέ τό ρόπαλον
τόν Βάγγο στό κεφάλι
τήν ώραν που εγέμιζεν
μέ «μπόμπα» μιάν φιάλη.

Δύο μπράβοι πού σκώθηκαν
διά νά τόν αφανίσουν
τούς πήρε τέζα τό ΕΚΑΒ
αλλού νά ξεψυχήσουν.
Ύστερον βγάζει βούρδουλα
καί τά δικά τού αρχίζει
τά Ρόκ, τήν Τζάζ, τό Χίπ καί Χόπ
καί σώματα μαυρίζει.

«Πηγαίνετε κωλόπαιδα
Δευτέρα ξημερώνει,
νά πιάσετε λίγη δουλειά
κι ουχί μαστούρα, αφιόνι.»

Ως έφτασε τό 100
μετά από δέκα ώρες
έμοιαζε τό Κονκλάβιο
μέ Τρίτου Κόσμου χώρες.

………………………………………………..
Άν νομίζετε πώς μόνο στό Ιράκ πέφτουν
μπόμπες, κάνετε λάθος. Άπασα η Επικράτεια
βομβαρδίζεται νυχθημερόν από χιλιάδες
σκοτεινά καί ύποπτα Κέντρα.
Ο πόλεμος ακμάζει.


Σχολιάστε εδώ